Tον αντρειωμένο μην τον κλαις όντε κι αν αστοχήσει, μ’ αν αστοχήσει μια και δυο πάλι αντρειωμένος είναι, πάντα 'ναι η πόρτα ντου ανοιχτή κι η τάβλα ντου στρωμένη, χαροκοπούν οι φίλοι ντου. Oι άντρες οι φανήσιμοι κι οι καστροπολεμάρχοι πως είν’ οι μπάλες δανεικές κατέχου ντο στη μάχη.
Tον αντρειωμένο μην τον κλαις όσο ε όσο κι αν α- όσο κι αν αστοχήσει, μ’ αν αστοχήσει μια, μ’ αν αστοχήσει μια και δυο, μ’ αν αστοχήσει μια και δυο πάλι ε πάλι αντρειωμέ- πάλι αντρειωμένος είναι, πάντα 'ν’ η πόρτα του ανοιχτή κι η τάβλα ντου στρωμένη και [...]
Ο σκλάβος αναστέναξεν και στάθην η φιργάδα: – Σκλάβε μ’, πεινάς, σκλάβε μ’, διψάς, σκλάβε μ’, ρούχα γυρεύγεις; – Ούτε πεινώ, ούτε διψώ, ούτε ρούχα γυρεύω. Ήμουν εννιά μερνώ γαμπρός, δώδεκα χρόνω σκλάβος, και τώρα την καλίτσα μου τη στεφανούται άλλος. Φέρετε τ’ άσπρο τ’ άλογο με τη χρυσή τη [...]
Παιδιά, κι είντα γινή- παιδιά, κι είντα γινήκανε του κόσμου οι γι-α- ε νε, του κόσμου οι γι-αντρειωμένοι; Μουδέ στσι μέσες φαίνουνται, μουδέ στσ' αναμεσάδες. Κάτω στην άκρη τ' ουρανού, στην τελείωση του κόσμου, εκειδά πύργο χτίζουνε του Χάρου να κρυφτούνε. [Κι ο Χάρος μύγα γίνεται μπαίν' απ' το παραθύρι· [...]
Όλες οι καπετάνισσες των καπεταναραίων όλες πάησαν, προσκύνησαν στ’ Αλή πασά την πόρτα κι αυτή ν-η Λέν’ του Μπότσαρη δεν πα να προσκυνήσει. – Δεν προσκυνώ, Αλή πασά, και σε, μωρέ βεζύρη· εγώ είμ’ η Λέν’ του Μπότσαρη. Φωτ. Courage des femmes Souliotes (Η αντίσταση των Σουλιωτισσών στην Κιάφα). Επιχρωματισμένη [...]
– Όνειρο το ’δα λυγερή να μου το ξεδυλιάνεις απόψε χώρες όριζα και πράσα επρασολόγου και λευκοκάρυα ετσάκιζα μικρό μου στην ποδιά σου. – Δεν το θωρείς βαριόμοιρε μόνος και μοναχός σου; Οι χώρες είναι χωρισμοί, τα πράσα είναι πίκρες τα λευκοκάρυα οι μπαλωθιές, ξεχωρισμοί για πάντα.
Όντεν εδικονίζετο1 ο Κωσταντής στα ξένα, τσι ρούγες ρούγες πορπατεί και τα στενά διαβαίνει, φορεί τα ράσα κούντουρα2 κι εφάνη το σπαθί του κι εφάνη τ' αργυρό σπαθί [με το χρυσό θηκάρι. Βασιλιοπούλα το θωρεί από ψηλό παλάτι. - Αυτός δεν είν' καλόγερος, μουδέ και διακονιάρης, μόνο 'ναι βασιλιά παιδί...] [...]
Εμ, ούλες - ε, ούλες οι χώρες χαί- ούλες οι χώρες χαίρουνται κι ούλες καλή καρδιά - καλή καρδιά ’χουν. Ε, μα η Ρό- ε, μα η Ρόδο η βαριό- μα η Ρόδο η βαριόμοιρη, μα η Ρόδο η βαριόμοιρη στέκ’ αποσφαλισμένη. Τρεις χρόνους τηνε πολεμούν στεριάς και του πελάου [...]
Οψές επέ- οψές επέρνου ποταμούς και διά- ε, και διάβαινα γιοφύρια και διά- ε, και διάβαινα γιοφύρια κι άκουσα κι α- κι άκουσα κι αναστεναγμούς κι άκουσα κι α- κι άκουσα κι αναστεναγμούς και ρω- ε, και ρώτηξα είντα 'ναι. Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γης τονε τρομάσσει, βροντά κι [...]
Ιστορικός θρύλος της Άλωσης ⬥ Πήραν την Πόλη, πήρανε, μωρέ πήραν τη Σαλονίκη πήραν κι την- πήραν κι την Αγια-Σοφιά. Πήραν κι την Αγια-Σοφιά, το μέγα μαναστήρι, μι τιτρακόσια σήμαντρα, μ’ ιξήντα δυο καμπάνις πάσα καμπάνα κι παπάς, [πάσα παπάς κι διάκος. Να κι η κυρά η Παναγιά, στην πόρτα [...]
Ποιμενικός σκοπός ελεύθερου ρυθμού αυτοσχεδιαστικού χαρακτήρα που παίζεται συνήθως από φλογέρα. Είναι ευρύτερα γνωστός με την ονομασία «σκάρος». Ηχογραφήθηκε το 1961.
Πουλάκια μ' της Aνατολής κι αηδόνια μου της Δύσης για συχναστείτε μια μεριά για να σας παραγγείλω, το Mάη να μη λαλήσετε, [το Mάη να μην ’κουστείτε για το βαρύ τον πόλεμο.]
Σαράντα παλληκάρια κι ένας γέροντας στολίστ’καν κι αρματώθ’καν για τουν πόλιμου. Βάζουνε τα ντουφέκια τ’ς, φέγγουν τα βουνά, βάζουν και τα σπαθιά τους, λάμπουν θάλασσες. Παίρνουν το δρόμο πάνε, τη γιαλόστρατα, στη μάνα τους πηγαίνουν την ευχή τ’ς να τ’ς δώσ’. Ώρα καλή παιδιά μου κι αντέτ’ στο καλό. *γιαλόστρατα: [...]
Μία από τις πολλές αυτοσχεδιαστικές μελωδίες που παίζουν οι βοσκοί όταν φυλούν τα κοπάδια τους, σ’ ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα, με τη φλογέρα τους, το χαρακτηριστικό ποιμενικό όργανο.
Οργανικός σκοπός στον οποίο εναλλάσσονται δύο ρυθμικά μοτίβα. Από ελεύθερο σε 4σημο ρυθμό και αντίστροφα. Ηχογραφήθηκε το 2004. Στον κεμανέ Ο Σωκράτης Σινόπουλος.
Ο μεγάλος δεξιοτέχνης του βιολιού Στέφανος Βαρτάνης, γεννημένος στη Σμύρνη, το 1922, αυτοσχεδιάζει πάνω σε παραδοσιακές μουσικές κλίμακες. Ηχογραφήθηκε το 1979.
Το κανονάκι, qanun στα τούρκικα και τα αραβικά, παίρνει το όνομά του από τον πυθαγόρειο κανόνα. Μέλος της οικογένειας νυκτών εγχόρδων, το κανονάκι είναι ο απ’ ευθείας απόγονος του ψαλτηρίου που έφθασε από την Εγγύς Ανατολή για να καθιερωθεί ευρέως στις αυλές των αρχόντων του Βυζαντίου. Στο κανονάκι, Νίκος Στεφανίδης.
Μελωδία ελεύθερου ρυθμού, από την Κεντρική Ελλάδα, παιγμένη σε καλαμένια φλογέρα. Η φλογέρα είναι μουσικό όργανο τύπου φλάουτου, σωλήνας ανοιχτός και στα δυο άκρα, με έξι τρύπες συνήθως μπροστά, σε ίση απόσταση η μια απ’ την άλλη, και μια πίσω για τον αντίχειρα. Ηχογραφήθηκε το 1979.
Στη μέση στα Καλάβρυτα, στον πλάταν’ από κάτω, καθόσαντε, γέρο-Ζαΐμη μ’ τρεις γέ- μωρέ τρεις γέροντες. Καθόσαντε τρεις γέροντες και τρεις κοτζαμπασήδες.1 Ζαΐμης και Πετιμεζάς κι ο γέρο-Χαραλάμπης, συμβούλιο εκάνανε την Πάτρα για να κάψουν. – Ζαΐμη βάλε υπογραφή.... 1κοτζαμπασήδες: επί Τουρκοκρατίας, οι κοινοτάρχες, οι δημογέροντες