Κοράσιν ετραγούδαγε σ’ ένα ψηλό παλάτι κι επήρ’ αγέρας τη φωνή στα πέλαγα την πάει. Κι όσα καράβια τ’ άκουσαν όλα πανιά μαϊνάραν. [Κι ένα καράβι της φιλιάς, καημένο της αγάπης, ούτε μαϊνάρει τα πανιά ούτε τα παίρνει κάτου, τα μπάσο μούδο τα ’ριξε και στη φωνή πηγαίνει.] - Κόρη [...]
Κοράσιν ετραγούδαγε σ’ ένα ψηλό παλάτι κι επήρ’ αγέ- κι επήρ’ αγέρας τη φωνή, κι επήρ’ αγέρας τη φωνή στα πέλαγα, στα πέλαγα την πάει. Κι όσα καράβια τ’ άκουσαν όλα πανιά εμαϊνάραν. Κι ένα καράβι της φιλιάς, καημένο της αγάπης, ούτε μαϊνάρει τα πανιά ούτε τα παίρνει κάτου, τα [...]
Κατά χρόνο ’μεις έχουμε(ν) αντέτι Σήμερον πάλι έχομ’ μουχαμπέτι Τον κόσμον και τ’ αλέμιν του τα κρατεί Ένι το σίχτιν και το υπατέτι Άι μ’ Γιώργη τ’ αβγό σου ένι γήρι Γήριν τζόνι εν κατινόν αϊγήρι Νεοελληνική απόδοση Κάθε χρόνο εμείς το έχουμε έθιμο Σήμερα να κάνουμε πρόσχαρη διασκέδαση Τον [...]
Xτύπα το δαχτυλίδι σου, αμάν, μελαχρινό μου πάνω στο λιγγεράκι να μαζευτούν τα λεύτερα, αμάν, καραπιπέρι να βρεις και συ ταιράκι. Aχ, Παναγιά μου δώσ' τους χρόνια σαν της λεμονιάς τα κλώνια.
Μάνα πολλά μαλώνεις με, κι εγώ μισέψει θέλω, να πάω μάνα μ’ στην ξενιτιά, να πάω μάνα μ’ στα ξένα, να κάμεις μήνες να με δεις, χρόνους να μ’ ανταμώσεις. Να ’ρθουσι μάνα μ’ οι γιορτές, να ’ρθουσι κι οι σκολάδες, να πας μάνα μ’ στην εκκλησιά να κάμεις το [...]
Mαύρο καπνό είδα κι έβγαινε από 'να καλαμιώνα κι ο καλαμιώνας έν’ πολύς κι ένα θεριό ’χει μέσα. Tρεις κυνηγοί παρθήκανε να πα’ να το σκοτώσουν. Στη στράτα όπου πηαίνανε επερριροζονάραν. Σαν το σκοτώσουμ’ το θεριό που ’ναι στον καλαμιώνα να πάμε εις το βασιλιά μιστό να μας εδώσει γιατί [...]
Με γέλασαν μια χαραυγή τ' άστρι και το φεγγάρι και βγήκα ο μαύρος στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια κι ακώ τα πεύκα να βογγούν και τις οξιές να τρίζουν και τα λημέρια των κλεφτών...
Ε-νε, μια κό- μια κόρη συ- ε, μια κόρη συναπόβγανε μια κόρη συ- μια κόρη συναπόβγανε ε, τον άντρα ντζη, άντρα ντζη στα ξένα, κρατεί κερί και φέγγει του, ποτήρια και κερνά τον κι όσα ποτήρια τον κερνά τόσα λόγια του λέει: – Μισεύγεις, Κωσταντίνο μου, κι ίντα μου παραγγένεις; [...]
Mια Παρασκευή κι ένα Σαββάτο βράδυ μάνα μ’ έδιωχνε ν-από τα γονικά μου κι ο πατέρας μου κι αυτός μου λέει φεύγα. Φεύγω κλαίγοντας και παραπονεμένα, παίρνω ’να στρατί, στρατί το μονοπάτι.
Το μοιρολόι που παίζει εδώ το κλαρίνο είναι μια θρηνητική μελωδία: οι παραδοσιακοί Ηπειρώτες οργανοπαίχτες αρέσκονται να μιμούνται τη φωνή των γυναικών που θρηνούν τους νεκρούς τους με τον παραδοσιακό τρόπο.
Να ΄μαν πουλί να πέταγα ψηλά στα κορφοβούνια ν' αγνάντευα ολόγυρα στα μακρινά τα ξένα να 'βλεπα την αγάπη μου, σε τι τραπέζια τρώει ποιανού χεράκια την κερνούν.
Να ’μαν πουλί να πέταγα ψηλά στα κορφοβούνια ν’ αγνάντευα ολόγυρα στα μακρινά τα ξένα να ’βλεπα την αγάπη μου, να ’βλεπα τον καλό μου σε τι σαντήρια κάθεται...
Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, έλα πάρε και τούτο μικρό, μικρό σου το 'δωσα μεγάλο φέρε μου το μεγάλο σαν ψηλό βουνό ίσιο σαν κυπαρίσσι κι οι κλώνοι του ν' απλώνονται σ' Ανατολή και Δύση.
Kοιμήσου κι εγώ μήνυσα στην Πόλην τα προικιά σου, και μέσ’ απέ τη Bενετιά να ’ρθουν τα νυφικά σου. Kοιμήσου με την Παναγιά και με τον Άγιο Γιάννη, κοιμήσου και με τον Xριστό κι όπου πονείς να γιάνει.
Κοιμήσου και σου χάρισα τρία χωριά μεγάλα τη Σμύρνη με τα λούλουδα, τη Χιο με τα καράβια και την Κωσταντινούπολη με τα μαργαριτάρια. Κοιμάται που να μου θραφεί, με μάνα και με κύρη και αδερφό πραματευτή κι άντρα καραβοκύρη. Κοιμήσου που παρήγγειλα φεργάδα να μας πάρει μ’ ασήμι και με [...]
Έλα, ύπνε μου, πάρε το κι άμε το στους μπαξέδες και γέμισε τους κόρφους του λουλούδια, μενεξέδες. Κοιμήσου, μέρα μ’ όμορφη, νύχτα με τ’ αστεράκια Μάη μου με τα λούλουδα και με τα χορταράκια. Νάνι που το ’σπερνε αϊτός κι όπου το γέννα χήνα κι όπου το μοσχανάθρεψε μια χρυσογερακίνα.
Ξένος ήμαν κι ήρθα τώρα από μέσα απ’ τη Φραγκιά σου ’φερα καινούργια γρόσια και διαμάντια και φλουριά. – Tι τα θέλω εγώ τα γρόσια, τι τα θέλω τα φλουριά, ’χω καρδιά μου κλειδωμένη με σαράντα δυο κλειδιά, δεν ανοίγει με παράδες, δεν ανοίγει με φλουριά μόν’ ανοίγει με λεβέντες [...]
Σε ψηλό βουνό, σε ριζιμιό χαράκι κάθεται αϊτός βρεμένος ο καημένος και παρακαλεί τον ήλιο ν’ ανατείλει. - Ήλιε, ανάτειλε, ήλιε, λάμψε και δώσε για να λειώσουνε χιόνια ’πού τα φτερά μου και τα κρούσταλα απού τ’ ακρανυχά μου. Μη τονε κλαις τον αετό όντε βροντά και βρέχει μόνο να κλαις [...]