Εφτά βδομά- ν-εφτά βδομάδες έκανα εφτά βδομάδες έκανα πουλί μ’ να σου μιλήσω γιατ’ ήτανε- γιατ’ ήτανε Σαρακοστή γιατ’ ήτανε Σαρακοστή, να μη σε κριματίσω. Τα ματάκια σου θυμούμαι κι όλη νύχτα δεν κοιμούμαι. Όμορφη πού ’ναι η Λαμπρή κι όμορφα που γλεντούνε σαν έρχεται το νιότριτο,1 ίδι’ αετοί πετούνε. [...]
− Έχετε ψαράδες ψάρια, έχετε ψαράδες ψάρια, έχετε ψαράδες ψάρια, αστακούς και καλαμάρια, αστακούς και καλαμάρια. − Έχομε χρυσή σαρδέλα σαν την έμορφη κοπέλα. − Έμαθα κυρά πως έχεις ψαροπούλα και ψαρεύεις κι ήρθα να σου τη γυρέψω μαύρα μάτια να ψαρέψω.
Εψές προψές επέρναγα απ’ τα, μωρέ ν-απ’ τα βουνά της Πιάνας κι ακώ το γέ- μωρέ παιδιά, κι ακώ το γέρο του Μωριά. Κι ακώ το γέρο του Μωριά, το γερο-Θοδωράκη να λέει στα παλληκάρια του, να λέει στα παιδιά του. Παιδιά μ’ πήρ’ ο χινόπωρος, πήρ’ ο βαρύς χειμώνας, πέσαν τα [...]
Ο «ζερβόδεξος» είναι ιδιοτοπικός χορός με βασικό χαρακτηριστικό την εναλλαγή της φοράς του κύκλου από τους χορευτές στο τέλος κάθε μουσικής φράσης από δεξιόστροφα σε αριστερόστροφα και το αντίθετο. Ηχογραφήθηκε το 1965.
H αγάπη μου παντρεύεται και παίρνει τον εχθρό μου δεν τό ’χω πως παντρεύεται και παίρνει τον εχθρό μου μον’ τό ’χω πως με κάλεσε τα στέφανα ν’ αλλάξω, Παπά μ’ αν είσαι χριστιανός και ξέρεις απ’ αγάπη πάρε παπά μ’ τα στέφανα και βάλτα στην κουμπάρα να γίνει ο σύντεκνος γαμπρός και η κουμπάρα νύφη.
H αγάπη μου παντρέ- λέει παντρεύεται και παίρνει τον εχθρό μου δεν τό ’χω πως παντρεύεται άιντε δεν τό ’χω πως παντρεύεται και παίρνει τον εχθρό μου μον’ τό ’χω πως με κάλεσε τα στέφανα ν’ αλλάξω. Παπά μ’ αν είσαι χριστιανός και ξέρεις απ’ αγάπη, πάρε παπά μ’ τα στέφανα και βάλτα στην κουμπάρα [...]
Μα η Βγενούλα η μικρή, η μικροπαντρεμένη, όπου καυχιόταν κι έλεγε πως Χάρος δεν την παίρνει γιατί είν’ τα σπίτια της ψηλά κι άντρας της παλληκάρι, γιατί έχει δώδεκα αδελφούς και δεκαοχτώ κουνιάδοι. Κι ο Χάρος όντας τ’ άκουσε, πολύ του κακοφάνη, άσπρο πουλάκι γίνηκε, μαύρο χελιδονάκι, και πήγε και [...]
Η Ευγενούλα η μοσχονιά, η πολυαγαπημένη, εβγήκε και παινέθηκε πως χάρο δε φοβάται. Κι έχει τα σπίτια τα ψηλά και άντρα παλληκάρι, έχει και τους εννιά ’δερφούς, τους καστροπολεμίτες. Κι ο Χάρος όταν τ’ άκουσε πολύ του κακοφάνη, εβγήκε και σαΐτεψε στης κόρης τ’ν αρραβώνα. Και μπαινοβγαίνουν οι γιατροί και [...]
Η θάλασσα με γέρασε, μα ’γω την καμαρώνω θυμούμαι τη στη στρώση μου, κλαίω και δε μερώνω. Το Αιγαίο κι αν ’γριεύει το νησιώτη τον μαγεύει. Έχω το κύμα στρώμα μου, αφρό για μαξιλάρι, μαΐστρος όταν θα χτυπά τον πόνο μου θα πάρει. Θάλασσα δε σε βαριούμαι όσο και να [...]
Σαράντα δυο κλεφτό-νο-πουλα τη Λα- μωρέ, τη Λάμπρω κυνηγούνε και η Λάμπρω ήταν, Λάμπρω μου, και η Λάμπρω ήτανε φρόνιμη. Και η Λάμπρω ήταν φρόνιμη στον Αϊ-Γιώργη πάει. Άγιε μου Γιώργη γλύτω’ με απ’ των κλεφτών τα χέρια, να φέρνω λίτρες το κερί κι οκάδες το λιβάνι και με βουβαλοτόμαρα [...]
Η τράτα μας η κουρελού η χιλιομπαλωμένη, όλο τηνε μαζεύαμε μα ήταν ξεσκισμένη. Η τράτα μας, γκιόσα, δεν έχ’ πανιά, γκιόσα, δεν έχ’ κουπιά, γιαλέσα, γιαλέσα, πάρε και μένα μέσα. Η τράτα μας καλάρισε, μπροστά στο Γενομείο και έβγαλε μια κοπελιά σαν το νερό το κρύο. Και το κρεμμύδι βλέπαμε [...]
Χήρα, ν’ αλλάξεις όνομα, χήρα να μη σε λένε, γιατ’ έκανες τα μάτια μου μέρα και νύχτα κλαίνε. Μα γιατί δε μας το λες τον πόνο π’ έχεις κι όλο κλαις. Της χήρας το προσκέφαλο μυρίζει από κυδώνι και όποιος νέος κοιμηθεί τα νιάτα του σκλαβώνει. Μα γιατί δε μ’ [...]
Ηθέλησεν, μπρ’ αμάν-αμάν , ηθέλησεν ο κυρ Βοριάς ηθέλησεν ο κυρ Βοριάς, να βγει να σουργιανίσει. Στέλνει μαντάτα θλιβερά, σε όλους τους λιμνιώνες. – Καράβια μεταράξετε1 και να φυσήσω θέλω γιατί α φυσήσω φύσημα καράβια θα τσακίσω. Κι όσα καράβια ακούσασι, ράσουν και μεταράσουν κι ένα καράβι της Σουριάς δε θε να μεταράξει. [...]
Ήλιε μου, ίντα σου ’καμα, ήλιε μου, ίντα σου ’καμα ήλιε μου, ίντα σου ’καμα και πας να βασιλέψεις; Τούρνα, τούρνα, τούρνα μας έπιασε φουρτούνα. Κι αφήνεις με στα σκοτεινά, κι αφήνεις με στα σκοτεινά κι αφήνεις με στα σκοτεινά και πας αλλού να φέξεις. Τούρνα, τούρνα, τούρνα μας έπιασε [...]
Ηπούλησα τη βάρκα μου εις τη Θεσσαλονίκη κι ωσότου να ’βγω μες στη Χιος, δεν είχα μεταλίκι. Ε, βίρα μια, στα πανιά ε, βίρα δυο, στο χωριό ε, βίρα τρεις, έβγα κόρη όξω να με δεις. Πήγαμε και καλάραμε κάτω εις το Διαχώρι, ψάρια πολλά επιάσαμε, μαζί κι ένα χταπόδι. [...]
ν-Ήρθαν, μα λεν , ήρθαν τα Κρητικά, Κρητικά παιδιά ν-ήρθαν τα Κρητικά-να παιδιά, τα ’μορφοπαλληκά-να-ρια, τα ’μορφα και τα νόστιμα και τ’ αρραβωνιασμένα. Καράβιν ισκαρώσανε καταμεσού πελάγου, βάζουν κατάρτια μπρούτζινα κι αντένες ασημένιες και τα πανιά μεταξωτά και ξάρτια συρματένια, κι είν’ ’μορφο το καράβι τους κι ο νιος που [...]
Ήρθε ο καλός μου κι αγαπητικός μου μού ’φερε χτενάκια, μαχαιροπειρουνάκια. Ίντα σού ’καμα κι ιντά ’χεις κι όλο με τα μένα τα ’χεις. Ίντα να σου κάμω Μαριγούλα μου που παρά δεν έχω στη σακούλα μου. Τα μαλιά της κεφαλής σου νοστιμίζουν το κορμί σου.
Ήρχεν ο Μάης κι είπε μου να πα- να πα να (ν)του θερίσω μα ’γώ για το χατήρι (ν)του δεν πα- δεν πάω για να μαυρίσω. Μάη μου, Μάη μου με τα λουλούδια και με τα, και με τα πολλά τραγούδια. Ανοίξαν τα σπαρτόπουλα, φεύγουν τα Θερμιωτόπουλα. Το Μάη και [...]
Θα πάρω βόλτα τα βουνά να δω κι αυτά τι λένε να δω τα μάτια π’ αγαπώ σαν τα δικά μου αν κλαίνε. Αν αρχινήσω και τα πω τα πάθη μου τραγούδια όλη η γη θα μαραθεί δε βγάζει πια λουλούδια. Κουράστηκα για να πονώ και θέλω να πεθάνω.
Θάλασσ’ απ’ όλα τα νερά και τα ποτάμια πίνεις κι από τα παλληκάρια μας κανένα δεν αφήνεις. Έγια-μόλα, έγια-λέσα αχ, βρε θάλασσα μπαμπέσα. Ανάθεμά σε θάλασσα, τι σου ’χω καμωμένα και μου κρατάς τ’ αγόρι μου τόσον καιρό στα ξένα; Θάλασσα βαρεί την άμμο σ’ αγαπώ μα τι να κάμω. [...]