Λάζαρος στην πόρτα σου, να σου ψοφήσ’ η κότα σου, κι α δε μου δώσεις έν’ αυγό, να σου ψοφίσουνε κι οι δυο. Κάλαντα του Λαζάρου από τους Φούρνους Ικαρίας. Ηχογραφήθηκαν το 1974.
Μια γκαστρω- μια γκαστρωμένη θέριζε, μια γκαστρωμένη θέριζε σ’ ένα κοντό σιτάρι, κι εκεί που, κι εκεί που το δεμάτιαζε, κι εκεί που το δεμάτιαζε χρυσός αϊτός της πέφτει. Βάζει τον στην ποδίτσα ντης και πάει να το ’ξορίσει. Μια πέρδικα της απαντά, μια πέρδικα της λέει. – Μαρή σκύλα, [...]
Μπερμπέρη μ’ τα ξουράφια σου καλά να τ’ ακονίσεις, για να ξουρίσεις τον γαμπρό να τον ευχαριστήσεις. Έλα, πέρασι, παίξι κι γέλασε. Γαμπρός μας είναι άξιος καράβι ν’ αρματώσει και τα καραβουσάνιδα να τα μαλαματώσει. Έλα μια βραδιά, να σ’ έχω συνοδειά. Σήκου, γαμπρέ μου, κι άλλαξε και βάλε τα [...]
Να τα ταξιδέψω θέλω — έρι πάλι, να τα ταξιδέψω θέλω — έρι πάλι, της Αττάλειας τα νερά — έρι πάλι, της Αττάλειας τα νερά· με τα Ψαριανά καράβια, που ’χουν ναύτες λεβεντιά, που ’χουν ναύτες παλληκάρια, κι έχουν φόρτσα τα πανιά, και πηδούνε στη φωτιά. Είπα σου: «Να φύγω [...]
Kοιμήσου κι εγώ μήνυσα στην Πόλην τα προικιά σου, και μέσ' απέ τη Bενετιά να 'ρθουν τα νυφικά σου. Kοιμήσου με την Παναγιά και με τον Άγιο Γιάννη, κοιμήσου και με τον Xριστό κι όπου πονείς να γιάνει.
Ξένε, σα θες να παντρευτείς, γυναίκα για να πάρεις έλα ρώτησε και μένα, να σου πω ποια 'ναι για σένα. Ψηλή γυναίκα μην πάρεις, δεντρί ξεριζωμένο το δεντρί ξεριζωμένο, πάντα είναι μαραμένο. Κοντή γυναίκα μην πάρεις, βουτσί του ταβερνιάρη το βουτσί του ταβερνιάρη, πάντα μεθυσμένους βγάζει. Άσπρη γυναίκα μην πάρεις, [...]
Ο βασιλιάς διάταξε σ’ όλα τα βελαγέτια, σ’ όλα τα βε- σ’ όλα τα βελαγέτια, να μαζευτούνε οι γ-έμορφες κι όλα τα παλληκάρια, κι όλα τα πα- κι όλα τα παλληκάρια. Σαν τ’ άκουσαν οι έμορφες κι όλα τα παλληκάρια, όλοι συναντηθήκανε κι ο βασιλιάς τούς λέει. – Ποιος είν’ [...]
Άπαπα καημός, άπαπα καημός, έχασε τ’ς αρβύλες ο μπαρμπα-Μαθιός. Αχ, θα σε ξυλοφορτώσω που μ’ έκλεισες απ’ όξω και μ’ έσπασε τ’ αγιάζι και σένα δε σε νοιάζει. Άπαπα, τι έπαθε, ο Θοδωρής το καλαθάκι έχασε. Αχ, θα σε ξυλοφορτώσω που μ’ έκλεισες απ’ όξω και μ’ έσπασε τ’ αγιάζι και [...]
Πάνω στην κούνια κάτσανε, τζίγκι, τζιγκιτζέλα, τζίγκι, τζιγκιτζό τέσσερα μαύρα μάτια ρομ πομ πομ, καλέ ρομ πομ πομ. Τέσσερα φρύδια σα σπαθιά τζίγκι, τζιγκιτζέλα, τζίγκι τζιγκιτζό και δυο κορμιά ριγάτα ρομ πομ πομ, καλέ ρομ πομ πομ. Σίδερο είναι το σχοινί, καργένιο το σανίδι και τα κορίτσια που κουνώ είναι [...]
Παραπονιάρικό μου, τι έχεις κι όλο κλαις και το παράπονό σου σε μένα δεν το λες. Έβγα στο παραθύρι κρυφ’ απ’ τη μάνα σου και κάνε πως ποτίζεις τη μαντζουράνα σου. [Έβγα στο παραθύρι να δεις τι γίνεται, το αίμα της καρδιάς μου για σένα χύνεται.] Αχ, αμάν, αυτό το [...]
Ονομάζονται πηδηχτοί οι χαρούμενοι χοροί που ο ρυθμός τους είναι γρήγορος και ο βηματισμός πηδηχτός. Συνοδευτικό όργανο πολύ συχνά είναι η γκάιντα ή τσαμπούνα. Το σκοπό κατέγραψε η Δόμνα Σαμίου στο Σκουτάρο Λέσβου, το 1965.
Ποταμέ, τζάνεμ ποταμέ μου, ποταμέ, ποταμέ μ’ όταν γεμίζεις. Ποταμέ, ποταμέ μ’ όταν γεμίζεις και βαρείς, και βαρείς και κυματίζεις. Πάρε με στα κύματά σου στα στριφογυρίσματά σου. Να με πας στη δύση-δύση, μέσα στου πασά τη βρύση. Να ’ρχονται οι ξανθιές να πλένουν μαυρομάτες να λευκαίνουν. Νά ’ρθει και η δική [...]
Πραματευτής κατέβαινε της Βουργαριάς τα μέρη. Σέρνει μουλάρια δώδεκα και μούλες δεκαπέντε· εκεί που πάει και τραγουδάει, εκεί που πάει και λέει: «Κρίμα σε τούτα τα βουνά και κλέφτες να μην έχουν». Κι ευτύς παρουσιάστηκαν τρεις κλέφτες εμπροστά του [κι αρχίσαν ξεφορτώματα και τα σκοινιά να κόβουν. «Ν’ αφήστε, βρε [...]
Πραματε- πραματευτής κατέβαινε, πραματευτής κατέβαινε της Βουργαριάς τα μέρη. Σέρνει μου- σέρνει μουλάρια δώδεκα, σέρνει μουλάρια δώδεκα και μούλες δεκαπέντε. Εκεί που πάει και τραγουδάει, εκεί που πάει και λέει: «Κρίμα σε τούτα τα βουνά και κλέφτες να μην έχουν». Κι ευτύς παρουσιάστηκαν τρεις κλέφτες εμπροστά του· κι αρχίσαν ξεφορτώματα [...]
Ο χορός πυργούσικος, προερχόμενος από το Πυργί της Χίου, χορεύεται σε τριάδες, από δύο άντρες και μία γυναίκα. Ζωντανή ηχογράφηση του 1990 στην Πολιτιστική Εταιρεία ΠΑΝΟΡΑΜΑ στην Αθήνα. Στο βιολί, ο Νίκος Οικονομίδης.
Σήκω, γαμπρέ μου, κι άλλαξε και βάνε τα λινά σου κι ήρθε καιρός να παντρευτείς, να χαίρετ’ η καρδιά σου. Το γιαλό, γιαλό ψαράκια κυνηγώ. Νύφη μ’, τα χιόνια λούστηκες και πήρες την ασπράδα και στη ροδιά ακούμπησες και πήρες κοκκινάδα. Έλα ταίρι μου και πιάσ’ το χέρι μου Βάλε [...]
Σήκου, κερά μου, κι άλλαξι να πας ταχιά στα Φώτα· στα Φώτα, στα Φουτίσματα, κι στου Χριστού του λόγου. Ιδώ μας είδαν κι ήρταμι σι τούτα τα παλάτια, που ’νι τα σπίτια δίπατα, οι αυλές μαρμαρουμένις. Τρεις άρχουντις τα φκιάνανι, κι οι τρεις αντρειουμένοι, ’που μέσα μι του μάλαμα, κι [...]
Σήμερα τα Φώτα και οι φωτισμοί εορτή μεγάλη και οι αγιασμοί. Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό κάθετ' η κυρά μας η Παναγιά με τα θυμιατούρια στα δάχτυλα και τον Αϊ-Γιάννη παρακαλεί. Άγιε μου Γιάννη και Βαπτιστή βάφτισε το γιο μου μονογενή. Πώς θε να βαφτίσω Θεού παιδί αύριο θ' ανέβω [...]
Στη Σμύρνη μες στην Αρμενιά έχω κι εγώ κι ορίζω, ένα κλωνί βασιλικό νερό να το ποτίζω. Την καρδιά μ’ έχεις καμένη και δε με πονείς, λυπήσου με και πάψε να με βασανείς. Δεν ημπορώ τα μάτια μου ψηλά να τα σηκώσω, και της καημένης μου καρδιάς παρηγοριά να δώσω. [...]
Πα στης νύ- πα στης νύφης τα χεράκια κάθεντ’ δυο- κάθεντ’ δυο περιστεράκια. Το ’να κιλαϊδεί κι λέει να ’ν’ καλά οι παντριμένοι τ’ άλλο κιλαϊδεί κι λέει να ’ν’ καλά κι οι καλεσμένοι. Έλα πουλί μου έλα κι πιάσ’ το χέρι μου κι ρώτα την καρδιά μου πως πάει [...]
Πέρασ’ απ’ την Ερισό* κι είδα τις Ρισιώτισσες κι είδα τις Ρισιώτισσες πώς ισπέρναν τα κουκιά μαυροματούσα και γλυκιά. Έτσι κι έτσι τα ισπέρναν οι Ρισιώτ’σσις τα κουκιά μαυροματούσα και γλυκιά. Μα ’ταν ξαναπέρασα τα κουκιά σκαλίζανε. Έτσι κι έτσι τα σκαρλίζαν οι Ρισιώτ’σσις τα κουκιά μαυροματούσα και γλυκιά. Μα [...]