Αρχίνα γλώσσα μου γλυκειά κι αχείλι μου μελέτα και συ καημένη μου καρδιά όσα κι αν ξέρεις πέσ’ τα. Τραγούδια και παινέματα ξέρω κι εγώ καμπόσα, μα δε μ’ αφήνει να τα πω η ταπεινή μου γλώσσα. Τα πόδια το κορμί βαστούν κι η κεφαλή τη γνώση κι η γλώσσα [...]
Όρκο ’καμα στην Παναγιά, ωχ αμάν, σεβνταλή μ’ αμάν πια να μην τραγουδήσω, άταρης, αμάν αμάν, άταρης. Mα ‘γω για το χατήρι σας, ωχ αμάν, σεβνταλή μ’ αμάν τον όρκο θα πατήσω, τέσσερις, αμάν αμάν, τέσσερις. Πάλιν εβγήκαν στο χορό τέσσερα μαύρα μάτια, τέσσερα γαϊτανόφρυδα και δυο κορμιά δροσάτα.
Την καλησπέρα σου ’φερα, δώσ’ μου την καληνύχτα, εγώ δουλειά δεν είχα εδώ, μόνο για σένα ήρχα. Έβγα να σε δω, έβγα να σε δω, έβγα να σε δω να παρηγορηθώ. Τα μάτια σου με κάψανε μα ’γω τα καμαρώνω, σαν κάνω μέρες να τα δω, κλαίω και δε μερώνω. [...]
Εγώ ’λεγα να σ’ αγαπώ, Γιωργίτσα μου, κανείς να μην το ξέρει, τώρα το μάθαν οι δικοί, Γιωργίτσα μου, το μάθανε κι οι ξένοι. Έλα Γιούλα, Γιούλα, Γιούλα, έλα πάρε με άνοιξε τις δυο σου αγκάλες, μέσα βάλε με. Το γιασεμί στην πόρτα σου, Γιωργίτσα μου, άνθισε και θα δέσει, τ’ αγγελικό σου [...]
Με τη θεια μου την Κοντύλω επηγαίναμε στο μύλο, μπιγιρνέ-μπιγιρνέ-μπίγι-μπίγι-μπιγιρνέ. Κούντα1 γω και κούντα κείνη, δίν’ ο Θιός και πέφτ’ εκείνη, πάνω γω, ’πό κάτω εκείνη. – Άχου, θεια, και να ’σουν ξένη, και το τι ’θελε να γένει! – Κάμε, γιε μου, τη δουλειά σου κι εγώ είμαι πάλι θεια [...]
Με τη θεια μου την Κοντύλω επηγαίναμε στο μύλο μπιγιρνέ, μπιγιρνέ, μπίγι-μπίγι μπιγιρνέ. Κούντα1 γω και κούντα κείνη, δίν’ ο Θιός και πέφτ’ εκείνη πάνω γω, ’πό κάτω εκείνη. – Άχου, θεια, και να ’σουν ξένη, και το τι ’θελε να γένει! – Κάμε, γιε μου, τη δουλειά σου κι εγώ [...]