Πέρα στον πέ- πέρα στον πέρα μαχαλά, αμάν Γιωργαλάκη μ’, στον άλλον παραπέρα τρέχει νερό τρεχούμενο, το λέν’ ασημονέρι. Κι όσες μανούλες κι αν το πιουν όλες παιδιά δεν κάνουν. – Δεν του ’πινες μανούλα μου, να μη μι ’κάν’ς κι ’μένα; Κι αν μούκαμες τι μούθελες κι αν μ’ έχεις [...]
Ο ήλιος βασιλεύει κι η μέρα σώνεται και μένα το πουλί μου πού ξημερώνεται. Μονάχο του στα ξένα πώς τα πορεύεται κι εγώ το περιμένω κι αυτό δεν έρχεται.
Ο ξένος μες στην ξενιτιά σαν το πουλί γυρίζει, σαν τον βασιλικό π’ ανθεί, στ’ αλήθεια δεν μυρίζει. Έλα, μπρόβαλε, έλα μπρόβαλε, έλα, μπρόβαλε, κι ο νους μου σέναν έβαλε. Η ξενιτιά ’ναι βάσανο, η ξενιτιά είναι λάβρα, η ξενιτιά μου τα ’κανε τα σωθικά μου μαύρα. Έλα να σε [...]
Όλοι τον ήλιο τον τηρούν που πάει να βασιλέψει κι η κόρη πο ’χει τον καημό τη θάλασσ’ αγναντεύει. Bλέπει καράβια κι έρχονται, βαρκούλες κι αρμενίζουν. – Μάνα, καράβια τέσσερα, μάνα βαρκούλες πέντε· μάνα, κατέβα ρώτα τα, μάνα κατέβα δες τα, μην είδαν την αγάπη μου, τον αγαπητικό μου; Σε [...]
Πάνου σ’ βουνί, πάνου σ’ βουνί, πάνου σ’ βουνί -νί θε ν’ ανεβώ Ροϊδού- Ροϊδούλα ζαχαρένια, πάνου, πάνου σ’ μαρμαροβού(νι) να κόψου φούντα βάρσαμο και φούντα μοσχουκλά(δι) να φουρκαλώ τη θάλασσα ν’ αράζουν τα καρά(βια) να ’ρθούν καράβια να σταθούν και κάτεργα ν’ αρά(ξουν) να ’ρθει και με η αγάπη [...]
Σαν πας πουλί μ’ στην ξενιτιά, σαν πας πουλί μ’ στα ξένα κοίτα μην κάμεις ‘ξάμηνα, να μην αργήσεις χρόνους. Σύρε γκιζέρα* τον ντουνιά και τον απάνω κόσμο κι αν εύρεις άλλη σαν κι εμέ, ‘μένα παράτησέ με! *γκιζέρα: τριγύρισε
Σαν πας στα ξέν’ αγάπη μου, μην κάμεις ένα χρόνο γιατί δεν τονε νταγιαντώ1 του χωρισμού τον πόνο. Σαν πας στα ξένα, πάρε κι εμένα πάρε κι εμένα για συντροφιά. Μέρα δεν κάμω δίχως σου και χρόνο πώς θα κάμω; Χωρίς εσένα, μάτια μου, γρήγορα θα πεθάνω. Μακριά κι αν [...]
Σι δυο βουνά ανάμεσα, μπιρμπιλουμαυρουμάτισα, κλήμα ήταν φυτρουμένο, άιντε, μουρή ν-αρβανιτοπούλα. Κάνει σταφύλι ραζακί κι του κρασί τ’ μουσχάτου του πίνουν άντρεις δε μιθούν, μάνις πιδιά δεν κάνουν. Να το ’πινι κι η μάνα μου, να μη είχι καν’ κι μένα. Κι αν μ’ ίκανι, τι μ’ ήθιλι, κι μ’ [...]
Σηκωθείτ’ ολίγο λίγο ήρθ’ η ώρα για να φύγω. Πού θα πάμε οι καημένοι που ήμαστανε μαθημένοι, στο σπιτάκι μας θα πάμε τηγανίτες θαλα φάμε τηγανίτες με το μέλι και ρακή με πιτιμέζι για να ιδώ και ν’ αποειδώ, σαν καλύτερα είν’ εδώ.
Παρακαλώ σε μοίρα μου να μη με ξενιτέψεις κι αν είν’ και ξενιτέψεις με, αρρώστια μη μου δώσεις. Κι η αρρώστια θέλει στρώματα, θέλει μαξελαράκια, θέλει και μάνα στο πλευρό, και κύρη στο κεφάλι, θέλει α(δ)ερφή πονετική κρύο νερό να φέρνει να πίνει να δροσίζεται το βαριαρρωστημένο. Κι είδα(ν) κι [...]
Aχ, η ξενιτιά το χαίρεται, τζιβαέρι μου το μοσχολούλουδό μου σιγανά, σιγανά, σιγανά και ταπεινά. Αχ, εγώ ‘μαι που το έστειλα, τζιβαέρι μου με θέλημα δικό μου σιγανά, σιγανά, σιγανά πατώ στη γη. Αχ, πανάθεμά σε ξενιτιά, τζιβαέρι μου εσέν’ και το καλό σου σιγανά, σιγανά, σιγανά και ταπεινά. Αχ, [...]
Aχ, η ξενιτιά το χαίρεται, τζιβαέρι μου, το μοσχολούλουδό μου σιγανά, σιγανά, σιγανά και ταπεινά. Aχ, εγώ ήμουνα που το ’στειλα, τζιβαέρι μου, με θέλημα δικό μου σιγανά, σιγανά, σιγανά πατώ στη γη. Αχ, πανάθεμά σε ξενιτιά, τζιβαέρι μου, εσέν’ και το καλό σου σιγανά, σιγανά, σιγανά και ταπεινά. Αχ, [...]
Aχ, η ξενιτιά το χαίρεται, τζιβαέρι μου το μοσχολούλουδό μου σιγανά, σιγανά, σιγανά και ταπεινά. Aχ, εγώ ήμουνα που το ’στειλα, τζιβαέρι μου με θέλημα δικό μου σιγανά, σιγανά, σιγανά πατώ στη γη. Αχ, πανάθεμά σε ξενιτιά, τζιβαέρι μου εσέν’ και το καλό σου σιγανά, σιγανά, σιγανά και ταπεινά αχ, [...]
Tου ναύτη, η δόλια, η μάνα ζύμωνε το γιο της παξιμάδι και με τα δάκρυα, η δόλια, ζύμωνε και με τα μοιριολόγια. Tο φούρνο λέει, μάνα μ’, παρήγγελε, το φούρνο παραγγέλει: – Φούρνε, καλά να ψήσεις το ψωμί, καλά να το ροδίσεις, γιατί ο γιός μου θα ξενιτευτεί.
– ν-Αυτού ψηλά που περπατείς, τρυγόνα, τρυγόνα και χαμηλά λογιάζεις,1 τρυγόνα μου γραμμένη μην είδες τον ασίκη2 μου, τρυγόνα, τρυγόνα τον αγαπητικό μου, τον άντρα το δικό μου. – Εψές προψές τον είδαμε στον κάμπο ξαπλωμένο, μαύρα πουλιά τον τρώγανε κι άσπρα τον τριγυρνούσαν. 1λογιάζεις: κοιτάζεις 2ασίκης: λεβέντης, αγαπημένος
– ν-Αυτού ψηλά που περπατείς, τρυγόνα, μωρή τρυγόνα, και χαμηλά λογιάζεις,1 τρυγόνα μου γραμμένη μην είδες τον ασίκη2 μου, τρυγόνα, μωρή τρυγόνα, τον αγαπητικό μου, τον άντρα το δικό μου; – ν-Εψές προψές τον είδαμε στον κάμπο ξαπλωμένο μαύρα πουλιά τον τρώγανε κι άσπρα τον τριγυρνούσαν. 1λογιάζεις: κοιτάζεις 2ασίκης: λεβέντης, αγαπημένος
Φεύγω και παραγγέλω σου παραγγελιά μεγάλη απάνω στην αγάπη μας μη θεμελιώσεις άλλη. Δε σ’ απαρνιούμαι γω ποτές χρυσέ μου καλαμνιώνα παρά να τα σκεπάσουνε τα μάτια μου με χώμα. Ο χωρισμός κι η ξενιτιά είναι μεγάλος πόνος γιατί σε κάμει στη ζωή να νοιώθεις πάντα μόνος. Άμε πουλί μου [...]