Πάμε κόρ’ σα κάστανα, κάστανα σερεύομεν, σεπεπί’ τη καστανί’, εμείς μασχαρεύομεν. ... ... 1σερεύω ή σωρεύω: μαζεύω 2σεπεπί: με αφορμή (από το τουρ. sebep= αιτία, αφορμή) 3μασχαρεύω: αστειεύομαι, ερωτοτροπώ (από το τουρ. maskara)
Πέρα θέ- μικρή μου η Παναγιούλα μου πέρα θέλω να περάσω πέρα θέλω να περάσω το χορό για να κοιτάξω πώς χορεύ’ η μια κι η γι-άλλη μια μικρή και μια μεγάλη που ’χει τα μαλλιά μετάξι και πλεγμένα με την τάξη. Πώς θα κάνω να σιγώσω το χεράκι μου [...]
– Παναγιωτί- κι αμάν αμάν αμάν, Παναγιωτίτσα λυγερή Παναγιωτίτσα λυγερή κατέβα κάτω στην αυλή – Δεν κατεβαίνω στην αυλή τι μ’ έχει η μάνα μ’ ακριβή, κι απ’ την ακρίβεια την πολλή μου φτιάσαν γυάλινο κλουβί και μέσα με κλειδώσανε, στη Βενετιά με δώσανε να πα να μάθω γράμματα ρωμαίικα [...]
Παραπονιάρικό μου, τι έχεις κι όλο κλαις και το παράπονό σου σε μένα δεν το λες. Έβγα στο παραθύρι κρυφ’ απ’ τη μάνα σου και κάνε πως ποτίζεις τη μαντζουράνα σου. [Έβγα στο παραθύρι να δεις τι γίνεται, το αίμα της καρδιάς μου για σένα χύνεται.] Αχ, αμάν, αυτό το [...]
Περτίτζιν μου κακκουριστό που γέρνεις το λαώνιν πε μου που πίνεις το νερόν να ρτω να ψιώ τζι εγιώνι ποΰρισε τζι έλα ποτζιά δώσ’ μου τα σιείλη τα γλυτζιά τζιαί μεν μου κάμνεις την καρκιάν. Τα τζιύμματα της θάλασσας τζιαί τα λαμπρά μου εν έναν ποτέ τους εν ισβήνουσιν γιατ’ εν συμπαλισμένα [...]
Πέντε μήνες γκιζερούσα μες στο γκιουλ μπαξέ, δυο μου μάτια, μες στο γκιουλ μπαξέ· για να βρω καλή γυναίκα για να παντρευτώ, δυο μου μάτια, για να παντρευτώ. Βρίσκω κόρη που κοιμούνταν στα τριαντάφυλλα. Έσκυψα να τη φιλήσω, δεν μου μίλησε. Ξανασκύφτω, ο καημένος, χαμογέλασε. [«Πού ήσουν, ξένε μ’, το χειμώνα όπου [...]
Πέρασα ’πό ’να χωριό, κι είδα μια στον αργαλειό· ύφαινε πανί ’γιωτό και κορμί αγγελικό. «Πόσο, κόρη μ’, το πανί, τ’ αγγελικό σου το κορμί;» «Δεν πουλιέται το πανί, τ’ αγγελικό μου το κορμί». *ουγιωτό: με ούγια
Περβολαριά του περβολιού πες του περιβολάρη το γιασεμί που φύτεψα, τσαχπίνα περιβολαριά, καλά να το φυλάει. Περβολαριά μου σε αγάπησα μες στην καρδιά μου σε ζωγράφισα. Το γιασεμί στην πόρτα σου ήρθα να το κλαδέψω και νόμιζε η μάνα σου πως ήρθα να σε κλέψω. Περβολαριά μου σ’ αγαπώ πολύ [...]
Περιβό- περιβόλι μου, περιβόλι μ’ οργωμένο, περιβόλι μ’ οργωμένο, μαργαριταροσπαρμένο. Έχεις γύρω-γύρω αλτάνες, και στη μέση μαντζουράνες έχεις μια μηλιά στη μέση που βεργολυγάει να πέσει πάει ο νιος να κόψει μήλα και μαραίνονται τα φύλλα κι η μηλιά αναστενάζει, τον περιβολάρη κράζει. Πού ’σαι αφέντη που μ’ ορίζεις, και [...]
Περιβόλι ν-είχα, η πάπια μ’, περιβόλι ν-είχα, περιβόλι ν-είχα νεραντζοσπαρμένο. Νεραντζοσπαρμένο, η πάπια μ’, νεραντζοσπαρμένο, νεραντζοσπαρμένο και στ’ άνθη γεμισμένο. Κι από κάτω απ’ τ’ άνθη και το νεραντζάκι, πέρδικα καθόταν και δροσολογιόταν. Κι από τη δροσιά της, πέσανε τα φτερά της, τα χρυσοπούπουλά της.
Περνοδιαβαίνω για να δω δυο μάτια αγαπημένα, για να με φέρει ο λογισμός ξανά στα περασμένα. Ξύπνα, που να ζεις και να ’σαι, κι αύριο βραδίς κοιμάσαι. Άνοιξε το παράθυρο η γειτονιά να φέξει, η πούλια κι ο αυγερινός μαζί σου θε να παίξει. Ξύπνα να σε δω λιγάκι, να [...]
Πέρσι το καλοκαιράκι κυνηγούσα ένα πουλάκι, κυνηγούσα, λαχταρούσα, να το πιάσω δεν μπορούσα. Κι έστησα τα ξόβεργά μου κι ήρτε το πουλί κοντά μου (2006).
Πέρσι το καλοκαιράκι, κυνηγούσα ένα πουλάκι. Κυνηγούσα, λαχταρούσα, να το πιάσω δεν μπορούσα. Έκανε για να πετάξει, και στους ουρανούς να φτάσει (2005.)
Πέρτικα, πέρτικα, πέρτικαν εμέρωνα, πέρτικαν εμέρωνα, τον Απρίλη και τον Μά’. Κι όσον την εμέρωνα, τόσο μου ’γκριαζεν κακά. ’Ποθυμώνομαι και γω και πετώ την στο βουνό στο βουνό το πετρωτό και το πετροχαλατό. *μου ’γκριαζε: μου γκρίνιαζε
Ποιος είδε πράσινο δεντρί, μαυροματούσα και μικρή, να ’χει ασημένια φύλλα, μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια και στην κορφή μαλάματα, κοράσια με τα θάματα και στη ρίζα κρύα βρύση, ποιος να πιει και να γεμίσει. Πήγα να πιω και ’γω νερό, φιλώ τα μάτια της τα δυο, να πιω και να [...]
Ποιος είδε πράσινο δεντρί, μαυροματούσα και ξανθή να ’χει και- να ’χει και γεράνια φύλλα μαύρα μά- μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια. Και στην κορφή μαλάματα, κορίτσια με τα κλάματα και στη ρίζα κρύα βρύση, ποιος να πιει και να γεμίσει. Κει πόσκυψα να πιω νερό, βλέπω τα μάτια π’ αγαπώ [...]
Ποιος ήτο που τραούησε εχτές βραδίς στην βίγλα κι όλα τα δέντρη εμάρανε κι όλα ξερίζωσέ τα και ράισε τη φυλακή, ίριξε και το κάστρο και πλάκωσε το βασιλιά με τη βασιλοπούλα. Μια καλογριά τ’ αφ'κράστηκε από το Αγιονόρος, τσαλοπατεί τα ράσα της και το σταυρό της ρίχτει. Άμε σταυρέ [...]
Ποταμέ, τζάνεμ ποταμέ μου, ποταμέ, ποταμέ μ’ όταν γεμίζεις. Ποταμέ, ποταμέ μ’ όταν γεμίζεις και βαρείς, και βαρείς και κυματίζεις. Πάρε με στα κύματά σου στα στριφογυρίσματά σου. Να με πας στη δύση-δύση, μέσα στου πασά τη βρύση. Να ’ρχονται οι ξανθιές να πλένουν μαυρομάτες να λευκαίνουν. Νά ’ρθει και η δική [...]
Αγία μου Παρασκευή που ’σαι στα Παραδείσια, έρχονται και σε προσκυνούν τα όμορφα κορίτσια. Συρτός Αμοργού με την Δόμνα Σαμίου. Στο βιολί ο Νίκος Οικονομίδης (2001).
Πουλάκι ν-είχα στο κλουβί, μα την Αγιο-Παρασκευή, πουλάκι μυρωμένο, μια χαρά ήταν το καημένο. Του τάιζα κι ζάχαρη για τ’ ισέναν άχαρη, του τάιζα κι μέλι για τ’ ισένα βρε χαμένη. Κι απ’ την πουλλή τη ζάχαρη ξισκανταλώθ’κι του κλουβί κι έφυγε το πουλάκι μ’, τ’ αηδόνι μ’, τ’ αηδονάκι [...]
Μια γαρουφαλιά μου στείλαν, Ρουμπαλιά, Ρουμπαλιά ν-από μέσ’ απ’ τη Φραγκιά κι είν’ η γλάστρα μαρμαρένια, Ρουμπαλιά, Ρουμπαλιά τα γαρούφαλα χρυσά. Νύχτιωσε και βγήκαν τ’ άστρα και θα με σκοτώσουνε, βάλε, φως μου, ριτζατζήδες ίσως με γλυτώσουνε. Μαριγώ μου και ντουντού μου και Μελιωτοπούλα μου, να σε ζωγραφίσω θέλω στην καπνοσακκούλα μου. 1Ρουμπαλιά: γυναικείο [...]
Ποιος είδε νέο σεβνταλή και της αγάπης κλέφτη Ρουμπαλιά, γαρουφαλιά σε τριγυρνούνε τα πουλιά. Για να ξυπνάει με το αχ και με το βαχ να πέφτει. Ρουμπαλιά μου Χιώτισσα σε είδα ψες κι αρρώστησα. Τα μάτια σου με κάνανε, να στρώσω δεν κοιμούμαι Ρουμπαλιά, γαρουφαλιά σε τριγυρνούνε τα πουλιά. Και [...]
Σ’ το ’πα και σ’ το, Βασίλω μου, ωρέ, σ’ το ’πα και σ’ το παρήγγειλα· σ’ το ’πα και σ’ το παρήγγειλα, ωρέ, και μες στο γράμμα σ’ το ’γραψα. Να βρεις, Βάσω μ’, να παντρευτείς, και μένα μη με καρτερείς· τ’ εμένα με μαγέψανε, στα ξένα με παντρέψανε.