Δυο μικρασιάτικα τραγούδια στο ρυθμό του συρτού χορού ⬥ Όλα μου τα παράτησα και την μερακλοσύνη και περπατώ σιγά σιγά με την ταπεινοσύνη. Εσύ με βασανίζεις, μα τι μπορώ να πω, όλα τα υποφέρω, γιατί σε αγαπώ. Αναστενάζω και πονώ και κλαίω και λυπούμαι, του κόσμου τα πουλιά θωρώ και [...]
Όλα τα πουλάκια, κι αμάν-αμάν, όλα τα πουλάκια ζυγά-ζυγά, όλα τα πουλάκια ζυγά-ζυγά, τα χελιδονάκια ζευγαρωτά. Το ’ρημο τ’ αηδόνι το μοναχό περπατεί στους κάμπους με τον αϊτό. Περπατεί και λέει και κελαηδεί. – Βρε Μεσολογγίτη πραματευτή, πού τηνε διαλέχτεις αυτήν τη νιά, την ξανθομαλλούσα, την Πατρινιά; – Απ’ την Πόλη [...]
– Όνειρο το ’δα λυγερή να μου το ξεδυλιάνεις απόψε χώρες όριζα και πράσα επρασολόγου και λευκοκάρυα ετσάκιζα μικρό μου στην ποδιά σου. – Δεν το θωρείς βαριόμοιρε μόνος και μοναχός σου; Οι χώρες είναι χωρισμοί, τα πράσα είναι πίκρες τα λευκοκάρυα οι μπαλωθιές, ξεχωρισμοί για πάντα.
Ήθελα να 'χα δυο καρδιές τη μια να στη χαρίσω, την άλλη να την έχω εγώ να μη σε λησμονήσω. Και τ' αστεράκια τ' ουρανού τα λαμπροφορεμένα θα μαυροφορεθούν κι αυτά αν δε σε πάρω εσένα. Καρδιά μου βάστα υπομονή όπως βαστάει το χώμα που το πατούν και δε μιλεί [...]
Όταν γυρίσω και το δω τ’ αγγελοπρόσωπό σου, όλοι μεθούν με το κρασί και ’γώ με τον καημό σου. Περικαλώ σε, μάτια μου, σε βάνω και μετάνοια· σα δεν γυρίζεις να με δεις από την περηφάνια. Μωρή στρογγυλοπρόσωπη, νεραντζομαγουλάτη, ποιο παλληκάρι να σε δει, να μη σε κάνει μάτι; Ξύπνα, [...]
Όταν ζυγώνω στο χωριό πόσο καλά μου ’ρχέται για μια κοπέλα π' αγαπώ και κείνη δε το ξέρει. Πο ’χει μηλιά στην πόρτα της και κλήμα στην αυλή της. Καλώς τα τα μπιρμπίλια μας που ’ρθαν στη γειτονιά μας.
Πάλι ν-εβγήκαν στον χορό τέσσερα μαύρα μάτια που σαϊτεύουν τις καρδιές, τις κάνουνε κομμάτια. Ένα τραγούδι θα σου πω, πουλί μου, να σ’ αρέσει, πόχεις αγγελικό κορμί και δαχτυλίδι μέση. Όμορφα που ταιριάξατε τα δυο σας ένα μπόι, σαν τα κυπαρισσόμηλα πού ’ναι στο περιβόλι. Βγάλε το γελεκάκι σου και [...]
Πάμε κόρ’ σα κάστανα, κάστανα σερεύομεν, σεπεπί’ τη καστανί’, εμείς μασχαρεύομεν. ... ... 1σερεύω ή σωρεύω: μαζεύω 2σεπεπί: με αφορμή (από το τουρ. sebep= αιτία, αφορμή) 3μασχαρεύω: αστειεύομαι, ερωτοτροπώ (από το τουρ. maskara)
Πέρα θέ- μικρή μου η Παναγιούλα μου πέρα θέλω να περάσω πέρα θέλω να περάσω το χορό για να κοιτάξω πώς χορεύ’ η μια κι η γι-άλλη μια μικρή και μια μεγάλη που ’χει τα μαλλιά μετάξι και πλεγμένα με την τάξη. Πώς θα κάνω να σιγώσω το χεράκι μου [...]
– Παναγιωτί- κι αμάν αμάν αμάν, Παναγιωτίτσα λυγερή Παναγιωτίτσα λυγερή κατέβα κάτω στην αυλή – Δεν κατεβαίνω στην αυλή τι μ’ έχει η μάνα μ’ ακριβή, κι απ’ την ακρίβεια την πολλή μου φτιάσαν γυάλινο κλουβί και μέσα με κλειδώσανε, στη Βενετιά με δώσανε να πα να μάθω γράμματα ρωμαίικα [...]
Παραπονιάρικό μου, τι έχεις κι όλο κλαις και το παράπονό σου σε μένα δεν το λες. Έβγα στο παραθύρι κρυφ’ απ’ τη μάνα σου και κάνε πως ποτίζεις τη μαντζουράνα σου. [Έβγα στο παραθύρι να δεις τι γίνεται, το αίμα της καρδιάς μου για σένα χύνεται.] Αχ, αμάν, αυτό το [...]
Περτίτζιν μου κακκουριστό που γέρνεις το λαώνιν πε μου που πίνεις το νερόν να ρτω να ψιώ τζι εγιώνι ποΰρισε τζι έλα ποτζιά δώσ’ μου τα σιείλη τα γλυτζιά τζιαί μεν μου κάμνεις την καρκιάν. Tα τζιύμματα της θάλασσας τζιαί τα λαμπρά μου εν έναν ποτέ τους εν ισβήνουσιν γιατ’ εν συμπαλισμένα [...]
Πέντε μήνες γκιζερούσα μες στο γκιουλ μπαξέ, δυο μου μάτια, μες στο γκιουλ μπαξέ· για να βρω καλή γυναίκα για να παντρευτώ, δυο μου μάτια, για να παντρευτώ. Βρίσκω κόρη που κοιμούνταν στα τριαντάφυλλα. Έσκυψα να τη φιλήσω, δεν μου μίλησε. Ξανασκύφτω, ο καημένος, χαμογέλασε. [– Πού ήσουν, ξένε μ’, το χειμώνα [...]
Πέρασα ’πό ’να χωριό κι είδα μια στον αργαλειό ύφαινε πανί ’γιωτό* και κορμί αγγελικό. Πόσο κόρη μ’ το πανί τ’ αγγελικό σου το κορμί. Δεν πουλιέται το πανί τ’ αγγελικό μου το κορμί. * Ουγιωτό: με ούγια
Περβολαριά του περβολιού πες του περιβολάρη το γιασεμί που φύτεψα, τσαχπίνα περιβολαριά, καλά να το φυλάει. Περβολαριά μου σε αγάπησα μες στην καρδιά μου σε ζωγράφισα. Το γιασεμί στην πόρτα σου ήρθα να το κλαδέψω και νόμιζε η μάνα σου πως ήρθα να σε κλέψω. Περβολαριά μου σ’ αγαπώ πολύ [...]
Περιβό- περιβόλι μου, περιβόλι μ’ οργωμένο, περιβόλι μ’ οργωμένο, μαργαριταροσπαρμένο. Έχεις γύρω-γύρω αλτάνες, και στη μέση μαντζουράνες έχεις μια μηλιά στη μέση που βεργολυγάει να πέσει πάει ο νιος να κόψει μήλα και μαραίνονται τα φύλλα κι η μηλιά αναστενάζει, τον περιβολάρη κράζει. Πού ’σαι αφέντη που μ’ ορίζεις, και [...]
Περιβόλι ν-είχα, η πάπια μ’, περιβόλι ν-είχα περιβόλι ν-είχα νεραντζοσπαρμένο. Νεραντζοσπαρμένο, η πάπια μ’, νεραντζοσπαρμένο νεραντζοσπαρμένο και στ’ άνθη γεμισμένο. Κι από κάτω απ’ τ’ άνθη και το νεραντζάκι πέρδικα καθόταν και δροσολογιόταν. Κι από τη δροσιά της, πέσανε τα φτερά της τα χρυσοπούπουλά της.
Περνοδιαβαίνω για να δω δυο μάτια αγαπημένα για να με φέρει ο λογισμός ξανά στα περασμένα. Ξύπνα που να ζεις και να ’σαι κι αύριο βραδίς κοιμάσαι. Άνοιξε το παράθυρο η γειτονιά να φέξει η πούλια κι ο αυγερινός μαζί σου θε να παίξει.. Ξύπνα να σε δω λιγάκι να [...]
Πέρσι το καλοκαιράκι κυνηγού- κυνηγούσα ένα πουλάκι, κυνηγού- κυνηγούσα ένα πουλάκι, κυνηγούσα, λαχταρούσα να το πιάσω δεν μπορούσα. Κι έστησα τα ξόβεργά μου κι ήρτε το πουλί κοντά μου κι από την πολλή χαρά μου πέταξ’ απ’ την αγκαλιά μου. Πέτα, πέτα, θα πετάξω και στους ουρανούς θα φτάσω.
Πέρσι το-, γεια σας, βρε παιδιά, πέρσι το καλοκαιράκι, κυνηγούσα ένα πουλάκι. Κυνηγού-, γεια σας, βρε παιδιά, κυνηγούσα, λαχταρούσα, να το πιάσω δεν μπορούσα. Έκανε για να πετάξει και στους ουρανούς να φτάσει, άγγελο να κατεβάσει και τη θάλασσα ν’ αδειάσει. Και τη θάλασσα ν’ αδειάσει, να την κάνω περιβόλι, [...]
Πέρτικα, πέρτικα, πέρτικαν εμέρωνα, πέρτικαν εμέρωνα, τον Απρίλη και τον Μά’. Κι όσον την εμέρωνα, τόσο μου ’γκριαζεν κακά. ’Ποθυμώνομαι και γω και πετώ την στο βουνό στο βουνό το πετρωτό και το πετροχαλατό. *μου ’γκριαζε: μου γκρίνιαζε
Ποιος είδε πράσινο δεντρί, μαυροματούσα και μικρή, να ’χει ασημένια φύλλα, μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια και στην κορφή μαλάματα, κοράσια με τα θάματα και στη ρίζα κρύα βρύση, ποιος να πιει και να γεμίσει. Πήγα να πιω και ’γω νερό, φιλώ τα μάτια της τα δυο, να πιω και να [...]
Ποιος είδε πράσινο δεντρί, μαυροματούσα και ξανθή να ’χει και- να ’χει και γεράνια φύλλα μαύρα μά- μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια. Και στην κορφή μαλάματα, κορίτσια με τα κλάματα και στη ρίζα κρύα βρύση, ποιος να πιει και να γεμίσει. Κει πόσκυψα να πιω νερό, βλέπω τα μάτια π’ αγαπώ [...]