Ανάρια, ανάρια τα ’ριχναν οι κλέφτες τα ντουφέκια ήταν οι μαύροι λιγοστοί πεντέξι οκτώ νομάτοι κι ο καπετάνιος έλειπε με δυο, με τρεις νομάτους, πάει να βαφτίσει ένα παιδί να κάνει έναν κουμπάρο να το ’χει ο μαύρος γύρισμα.
Ποιος είδε, γεια σ’ Αρκαδιανή, ποιος είδε την Αρκαδιανή; Αρκαδιανή καημένη, στα κλέφτικα ντυμένη. Δώδεκα χρόνους έκανε η κόρη με τους κλέφτες, κανείς δεν τηνε γνώρισε πως ήταν κορασίδα. Και μια Λαμπρή, μια Κυριακή, μια ’πίσημην ημέρα βγήκαν οι κλέφτες στο χορό να ρίξουν το λιθάρι. Το ρίχνουν τα κλεφτόπουλα το [...]
ν-Εσείς βουνά, βουνά του Γρεβενού και πεύκα του Μετσόβου, λίγο για χα- για χαμηλώσετε. Λίγο για χαμηλώσετε δυο ντουφεκιές του βάθους για να φανούν τα Γρεβενά, το παινεμένο Σπήλιο, πώς πολεμάει Τζιάκας με την Τουρκιά. Πέφτουν τα τόπια1 σα βροχή κι οι μπόμπες σα χαλάζι, κι αυτά τα λιανοντούφεκα σα [...]
Εψές προψές επέρναγα απ’ τα, μωρέ ν-απ’ τα βουνά της Πιάνας κι ακώ το γέ- μωρέ παιδιά, κι ακώ το γέρο του Μωριά. Κι ακώ το γέρο του Μωριά, το γερο-Θοδωράκη να λέει στα παλικάρια του, να λέει στα παιδιά του. Παιδιά μ’ πήρ’ ο χινόπωρος, πήρ’ ο βαρύς χειμώνας, πέσαν τα [...]
Θρήνος μεγάλος έγινε μέσα στο Μεσολόγγι το Μάρκο παν, παιδιά μ’, στην εκκλησιά. Το Μάρκο παν στην εκκλησιά, το Μάρκο παν στον τάφο ’ξήντα παπάδες παν μπροστά. Αέρας τα φυσάει τα πλατανόφυλλα Θεός να τα φυλάει τα ελληνόπουλα.
Ωχ, ν-έχετε γεια ψηλά βουνά και σεις κοντές ραχούλες, γεια σου Kατσαντώνη μου, και σεις κοντές ραχούλες, γεια σου καπετάνιε μου. Και σεις Tζουμέρκα κι Άγραφα, παλικαριών λημέρια μην πείτε πως με πιάσανε, με προδοσιά, με δόλο, αρρωστημένο μ’ ηύρανε ξαρμάτωτον στο στρώμα.
Ωχ, ν-έχετε γεια, γεια ψηλά βουνά και σεις κοντές ραχούλες, ραχούλες, γεια σου Κατσαντώνη μου, και σεις κοντές ραχούλες, ραχούλες, γεια σου καπετάνιε μου. Και σεις Τζουμέρκα κι Άγραφα, παλικαριών λημέρια. Μην πείτε πως με πιάσανε, με προδοσιά, με δόλο, αρρωστημένο μ’ ηύρανε, ξαρμάτωτον στο στρώμα.
Λάμπουν τα χιό- μωρέ, τα χιόνια στα βουνά κι ο ήλιος στα λαγκάδια ν-έτσι λάμπει, μωρέ, λάμπει κι η κλεφτουριά. Έτσι λάμπει κι η κλεφτουριά, οι Κολοκοτρωναίοι π’ αυτοί δεν καταδέχουνται τη γης να την πατήσουν. Καβάλα παν στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε, καβάλα παίρν’ αντίδωρο απ’ του παπά το χέρι. Φλωριά [...]
Με γέλασαν μια χαραυγή τ’ άστρι και το φεγγάρι και βγήκα ο μαύρος στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια κι ακώ τα πεύκα να βογγούν και τις οξιές να τρίζουν και τα λημέρια των κλεφτών…
Μια κόρη τ’ απεφάσισε να πάει με τους κλέφτες βάνει φωτιά, βρ’ αμάν ωχ αμάν αμάν, βάνει φωτιά στον αργαλειό. Βάνει φωτιά στον αργαλειό, στο φιλντισένιο χτένι, και τ’ άρματά της φόρεσε και πάει με τους κλέφτες. Δώδεκα χρόνους έκανε στους κλέφτες καπετάνιος κανείς δεν τηνε γνώρισε πως ήταν κορασίδα. [...]
Όλες οι καπετάνισσες των καπεταναραίων όλες πάησαν, προσκύνησαν στ’ Αλή πασά την πόρτα κι αυτή ν-η Λέν’ του Μπότσαρη δεν πα να προσκυνήσει. Δεν προσκυνώ Αλή πασά και σε μωρέ βεζύρη, εγώ είμ’ η Λέν’ του Μπότσαρη. Φωτ. Courage des femmes Souliotes (Η αντίσταση των Σουλιωτισσών στην Κιάφα). Επιχρωματισμένη λιθογραφία. [...]
Πιδιά μ’ σαν θέ- μαύρα πιδιά, πιδιά μ’ σαν θέλτι λιβιντιά πιδιά μ’ σαν θέλτι λιβιντιά κι κλέφτις να γινείτι, ιμένα να ρουτήσιτι του τι τραβούν οι κλέφτις. Δώδικα χρόνους έκανα στους κλέφτις καπιτάνιους. ν-Όλη μιρούλα πόλιμου, του βράδυ καραούλι.1 Ζιστό ψουμί δεν έφαγα, γλυκό κρασί δεν ήπια. [Το χέρι [...]
Eσείς, μωρέ, παιδιά κλεφτόπουλα, παιδιά της Σαμαρίνας, μωρέ, παιδιά καημένα, παιδιά της Σαμαρίνας, κι ας είστε λερωμένα. Κι αν πάτε απάνω στα βουνά κατά τη Σαμαρίνα, [ντουφέκια να μη ρίξετε, τραγούδια να μην πείτε], κι αν σας ρωτήσει η μάνα μου κι η δόλια η αδερφή μου, μην πείτε πως [...]
Σαράντα κλέ- μωρέ κλέφτες είμαστε, σαράντα παλικάρια, κι κάμαμ’ ό- μωρέ όρκο στο σταυρό. Κι κάμαμ’ όρκο στο σταυρό κι όρκο στην Παναγία αν αρρωστήσει και κανείς, να μην τον παρατούμε κι ’ρρώστησε που το ’λεγε, ο πρώτος καπετάνιος. Σαράντα ημέρες ήκαμε εις το βουνό απάνω, ελιώσανε τα ρούχα του [...]
Στα Τρίκορφα1 λέει, στα Τρίκορφα, στα Τρίκορφα μες στη κορφή, στα Τρίκορφα μες στη κορφή Κολοκοτρώνης πολεμεί και στα Τρίκορφα στη ράχη πάει το αίμα σαν αυλάκι. Κολοκοτρώνης φώναξε κι όλος ο κόσμος τρόμαξε το Νικηταρά φωνάζει και τους Τούρκους τους τρομάζει. 1Τρίκορφα: βουνό της Μαντίνειας, παρακλάδι του Μαίναλου
Στα Τρίκορφα1 μες στην κορφή Κολοκοτρώνης ρίχν’ ορδή,2 μες στα Τρίκορφα στη ράχη πάει το αίμα σαν αυλάκι. Κολοκοτρώνης φώναξε κι ούλος ο κόσμος τρόμαξε, γιεμ, ο Θοδωρής φωνάζει και το στράτευμα διατάζει. Πού ’σαι μωρέ Νικηταρά πο ’χουν τα πόδια σου φτερά, γιεμ, και συ μωρέ Γιατράκο κάθε μέρα [...]
Στη βρύση στα Τσερί -νι-τσιανα, στη μέ- μωρέ στη μέσ’ από τη χώρα Μπουλουμπασιά- άι γεια σας παιδιά, Μπουλουμπασιάδες κάθουνταν. Μπουλουμπασιάδες κάθουνταν κι όλο Μαργαριτιώτες. Κι αγνάντιβαν τον πόλιμο που κάνουν οι Σουλιώτες (πώς πολιμάν μικρά παιδιά, γυναίκες σαν τους άντρες), πώς πολιμά η Τζαβέλαινα σαν άξιο παλικάρι, σέρνει τα [...]
Τ’ Αντρούτσου η μά- τ’ Αντρούτσου η μάνα χαίρεται, τ’ Αντρούτσου η μάνα χαίρεται, του Διάκου καμαρώνει. Γιατί έχουν γιους αρματωλούς και γιους καπεταναίους. Ένας στο χάνι της Γραβιάς κι άλλος στην Αλαμάνα τους Τούρκους εσκορπίσανε, σπαχήδες1 γενιτσάρους.2 1σπαχήδες: ειδικό σώμα Τούρκων πολεμιστών 2γενίτσαροι: σώμα επιλέκτων στρατιωτών που το αποτελούσαν [...]
Τ’ έχεις καημέ- καημένε πλάτανε και στέκεις μαραμένος με τις ριζού- ριζούλες στο νερό, αμάν, με τις ριζού- ριζούλες στο νερό, με τις ριζούλες στο νερό και πάλι μαραμένος; Παιδιά μ’ σαν με ρωτήσατε, να σας το μολογήσω. Αλή πασάς επέρασε με δεκοχτώ χιλιάδες. Κι όλοι στον ίσκιο μ’ έκατσαν, [...]
Τ’ έχεις καημέ- καημένε πλάτανε και στέκεις μαραμένος με τις ριζού- ριζούλες στο νερό, αμάν με τις ριζού- ριζούλες στο νερό με τις ριζούλες στο νερό και πάλι μαραμένος; Παιδιά μ’ σαν με ρωτήσατε, να σας το μολογήσω. Aλή πασάς επέρασε με δεκαοχτώ χιλιάδες. Κι όλοι στον ίσκιο μ’ έκατσαν. [...]
Μωρέ, του Κίτσου η μά- μωρέ η μάνα κάθουνταν στην άκρη στο ποτάμι, με το ποτά- μωρέ ποτάμι μάλωνε. Με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε. –Ποτάμι για λιγόστεψε, ποτάμι στρίψε πίσω για να περάσω αντίπερα, πέρα στα κλεφτοχώρια πο ’χουν οι κλέφτες σύναξη κι ούλ’ οι καπεταναίοι. Τον Κίτσο [...]