Αλέξαντρος, μπρ’ αμάν αμάν, Αλέξαντρος κι ο βασιλιάς, Αλέξης αντρειωμένος – κι ο μικρο-Κωσταντίνος· μαζ’ έτρουγαν, μαζί έπιναν, μαζί χαροκοπιούνταν. Κει πότρουγαν κει πόπιναν και κει π’ χαροκοπιούνταν λαλιά τ’ς ήρθι ’πού του Θιό, λαλιά ’πού τα ουράνια. «Θα πάρει Τούρκος το ψωμί, θα σέβ’ και μες στην Πόλη». «’Ντα βγουν [...]
Ιστορικός θρύλος ⬥ Ανάμεσα τρεις θάλασσες καράβι κινδυνεύει. Με τά ’ργανα κινδύνευε, με τον αέρα σειώνταν και με τα χαλκοτύμπανα μαζεύοντ’ αντρειωμένες, μαζεύονταν, συνάζονταν ’κκλησιά θέλουν να στήσουν, να στήσουν την Αγιά Σοφιά, το Μέγα μαναστήρι. Τα περιστέρια κουβαλούν, τα χελιδόνια χτίζουν· και οι άγγελοι απ’ τους ουρανούς βάζουν τα [...]
Μωρ' Δεροπολίτισσα, μωρ' καημένη, ζη- μωρ' ζηλεμένη, σίντα πας στην εκκλησιά, με λαμπάδες με κεριά και με μοσχοθυμιατά. Για προσκύνα και για μας, και για μας τους χριστιανούς. Μη μας σφάξει η τουρκιά, σαν τ' αρνιά την Πασχαλιά.
Ιστορικός θρύλος της Άλωσης. Ζωντανή ηχογράφηση από τη συναυλία "Μικρασιάτικα τραγούδια με τη Δόμνα Σαμίου" που πραγματοποιήθηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στις 8/3/2005.
Λαλού- βάι, λαλούδι της Μονομπασιάς, λαλούδι της Μονομπασιάς και κάστρο της Αθήνας και κάστρο της Αθήνας. Και Παλαμήδι τ’ Αναπλιού άνοιξε να ’μπω μέσα. Να δω τις Αναπλιώτισες, τις Αναπλιωτοπούλες, πώς πλένουν, πώς λευκαίνουνε, πώς μοσχοσαπουνάνε. Με το ’να χέρι πλένουνε, με τ’ άλλο σαπουνάνε, και με τα δυο τα χέρια [...]
Λεβέντης εξεκίνησε για τη Μακιδουνία, τα παλληκά- τα παλληκάρια ο Παύλος σύναξε, τα παλληκάρια σύναξε κι όλο το Εικοσιένα. «Παιδιά, μας κράζει η Καστοριά κι όλη η Μακιδουνία, μας προσκαλούν τα Γρεβενά». Γέφυρα θε να φκιάξω σ’ όλα τα ρέματα για να περάσ’ ο Παύλος με τα στρατεύματα». Φωτ. Σωτήριος [...]
Μας χάλασαν κι αϊμάν αϊμάν εννιά χωριά και δεκαπέντε κάστρα, πρόβαλε να δεις, αμάν, κορμί που τυραννείς. Μας πάτησαν, κι αϊμάν αϊμάν τη Νιάουστα που ήταν κεφαλοχώρι, άστρο της αυγής, αμάν, γιατι άργησες να βγεις; Ένα μήλο αμάν, κι άλλο μήλο αμάν, βράδιασε και πού θα μείνω. Πήραν μανούλες με παιδιά [...]
Μια προυσταγή μιγά-, μια προυσταγή μιγά-, μια προυσταγή μιγάλη προυστάζ’ ου βασιλιάς να κατιβ’ η γιαρμάδα κι ου καπουδάν πασάς. Να κατιβ’ η γιαρμάδα κι ου καπουδάν πασάς. Μι του Θιού του λόγου κι μι του βασιλιά, η γιαρμάδα ν-ικατέβη στα δώδικα νησιά. Βγαίνουν στουν Κάβου Ντόρου καράβια φουβιρά. Σαν [...]
Όντεν εδικονίζετο ο Κωσταντής στα ξένα, τσι ρούγες ρούγες πορπατεί και τα στενά διαβαίνει, φορεί τα ράσα κούντουρα κι εφάνη το σπαθί του κι εφάνη τ' αργυρό σπαθί [με το χρυσό θηκάρι. Βασιλιοπούλα το θωρεί από ψηλό παλάτι. - Αυτός δεν είν' καλόγερος, μουδέ και διακονιάρης, μόνο 'ναι βασιλιά παιδί...] [...]
Ιστορικός θρύλος για το χτίσιμο της Πόλης ⬥ Όντεν τη θεμελιώνανε - ε, οι γιαγγέλοι την Πόλη ’πού τ’ Άγιον όρος το νερό, ’πού τ’ Άγιον όρος το νερό, κι από τη Χιο το χώμα κι από την Αντριανούπολη παίρνουν τα κεραμίδια. Κι απίς την αποχτίσασι οι γιαγγέλοι την Πόλη, [...]
Ούλες οι χώρες χαίρουνται κι ούλες βαρούν παιχνίδια, Ανάπλι μ' για δε χαίρεσαι. Ιστορικό τραγούύδι από την Πελοπόννησο. Το τραγούδι αφηγείται την τελευταία και μοιραία πολιορκία του ενετοκρατούμενου Ναυπλίου από τους Τούρκους, το 1715.
Ούλες οι χώρες χαίρουνται κι ούλες καλή καρδιά ’χουν. Μα η Ρόδο η βαριόμοιρη στέκ’ αποσφαλισμένη. Τρεις χρόνους τηνε πολεμούν στεριάς και του πελάου κι οι πόρτες τ’ς αραχνιάσανε και τα κλειδιά σκουριάσαν. Ιστορικό ριζίτικο τραγούδι.
Ιστορικός θρύλος της Άλωσης ⬥ Πήραν την Πόλη, πήρανε, μωρέ πήραν τη Σαλονίκη πήραν κι την- πήραν κι την Αγια-Σοφιά. Πήραν κι την Αγια-Σοφιά, το μέγα μαναστήρι, μι τιτρακόσια σήμαντρα, μ’ ιξήντα δυο καμπάνις πάσα καμπάνα κι παπάς, [πάσα παπάς κι διάκος. Να κι η κυρά η Παναγιά, στην πόρτα [...]
Πουλάκια μ' της Ανατολής κι αηδόνια μου της Δύσης για συχναστείτε μια μεριά για να σας παραγγείλω, το Μάη να μη λαλήσετε, [το Μάη να μην ’κουστείτε για το βαρύ τον πόλεμο.]
Σαββάτο μέρα πέρασα από το Μεσολόγγι κι ήταν Σαββά-, γεια σας παιδιά, κι ήταν Σαββάτο των Βαγιών. Κι ήταν Σαββάτο των Βαγιών, Σαββάτο τ’ Αϊ-Λαζάρου, κι ακούω αντρίκια κλάματα, γυναίκεια μοιολόγια. Δεν κλαίνε για το σκοτωμό, δεν κλαίνε για το φόνο, μόν’ κλαίν’ που σώσαν το ψωμί κι η πείνα [...]
Σούρνει ο Τάταρης, σούρνει ο Τάταρης εννιά αδέρφια-να δεμένα μ’ έναν ά-να-λυσο, μπιρμπιλομά-να-τα μου, μωρέ, μ’ έναν ά-να-λυσο, σε κλαίν’ τα μά-να-τια μου. Μ’ έναν άλυσο, και τα εννιά δεμένα. Πάει και η μάνα τους, κοντά παρακαλώντας. Αφέντη Τάταρη, αφέντη των μπαιδιών μου, για χάρισε κι εμέ ένα από τα [...]
Στα Τρίκορφα μες στη κορφή, Κολοκοτρώνης πολεμεί, και στα Τρίκορφα στη ράχη πάει το αίμα σαν αυλάκι. Ιστορικό τραγούδι από την Πελοπόννησο, στο τραγούδι η μικρή Ευθυμία Μητροπούλου (1976).
Στα Τρίκορφα μες στη κορφή, Κολοκοτρώνης πολεμεί. Ιστορικό τραγούδι από την Πελοπόννησο που αναφέρεται στη μάχη του Bαλτετσίου (13 Mαΐου 1821). Στο τραγούδι ο Ζαχαρίας Καρούνης (2004).
Στη μέση στα Καλάβρυτα, στον πλάταν’ από κάτω, καθόσαντε, γέρο-Ζαΐμη μ’ τρεις γέ- μωρέ τρεις γέροντες. Καθόσαντε τρεις γέροντες και τρεις κοτζαμπασήδες. Ζαΐμης και Πετιμεζάς κι ο γέρο-Χαραλάμπης, συμβούλιο εκάνανε την Πάτρα για να κάψουν. – Ζαΐμη βάλε υπογραφή.... *κοτζαμπασήδες: επί Τουρκοκρατίας, οι κοινοτάρχες, οι δημογέροντες
Στης Στάτιστας τα μέρη τα μέρη σιμά στην Καστουριά δεν κλαίτε μάνις, μάνις κι πιδιά. Σκοτώσανε τον Παύλο τον Παύλο το Μελά δεν κλαίτε δέντρα και κλαδιά. Τρεις τουφεκιές τον ρίξαν μες στη δεξιά μεριά δεν κλαίτε χώρες και χωριά. Τρεις μέρες ξαπλωμένος, ο Παυλάκης σαν ψάρι στο γιαλό δεν [...]
Ιστορικός θρύλος της Άλωσης ⬥ Τα χελιδόνια τση Βλαχιάς και τα πουλιά τση Δύσης κλαίσιν αργά, και κλαίσιν ταχιά, κλαίσιν το μεσημέρι, κλαίσιν την Αντριανούπολη τη βαροκουρσεμένη, οπού την εκουρσεύανε τσι τρεις γιορτές του χρόνου· τω Χριστουγέννω για κερί, και τω Βαγιώ για βάγια και την ημέρα τση Λαμπρής για [...]
Τρεις καλογέροι Κρητικοί και τρεις απ’ τ’ Άγιον Όρος καράβιν αρματώνανε, καράβιν αρματώνανε καράβιν αρματώνανε και καλοσυγυρίζουν, στην πλώρη βάζουν το σταυρό, στην πρύμη το βαγγέλιο την Παναγία Δέσποινα στο μεσινό κατάρτι και ψάλλουν το χερουβικό και τ’ άξιον εστίν ως. Φωνή ηκούστ’ εξ ουρανού, εκ στόματος αγγέλου. – Ας [...]
Τριάντα καράβια αρμένιζαν, Κάβο-Μαλιά και Ύδρα άιντε , τα δέκα ήταν φρα- μωρέ, ήταν φραντσέ- έρημε Μπραήμη μ’, φραντσέ- μωρέ, φραντσέζικα τα δέκα ήταν φραντσέζικα, τα δέκα της Αγγλίας και τ’ άλλα ήταν του Μόσκοβα, του βασιλιά του Ρούσου μα ήρθανε κι αράξανε στην Πύλο στο λιμάνι, πιάνουν και γράφουν γράμματα και [...]