00:00
Κεντρική σελίδα / Το έργο της / Κατάλογος τραγουδιών / Στην Πόλη ήμουν κι έμαθα
Στην Πόλη ήμουν κι έμαθα παντρεύουνταν καλούδα μ’,
παντρεύουνταν, αρρεβωνιάζουνταν κι άλλον καλό πως παίρνει.
Παίρνω κ’ ιγώ τ’ αγλήγουρνο1 στουν τόπου μου να πάνω.
Δεν πάου κοντά, δεν πάου μακρά, στου δράκου το πηγάδι
βρίσκου κοράσιον απού ’κλαιγι στα μαύρα φουριμένου.
«Καλημέρα σι, κόρη μου».
«Καλώς τον ξένον που ’ρθι».
«Τι έχεις, κόρη μου, ν-απού κλαις, [βαριά π’ αναστινάζεις;
«Είπα, ξένε μ’, να μην του ειπώ, να μην του μαρτυρήσου·
μα τώρα που με ρώτησες θα σι του μαρτυρήσου.
Το δαχτυλίδι μ’ έπεσε στουν πάτου του πηγάδι·
παρακαλώ σε, ξένε μου, να σέβεις να του βγάλεις».
Ξεντύθ’κε, ξαρματώθηκε, μες στο πηγάδι σιβαίνει.
Τρογύρου τρογύρου το ’φιρνι, το δαχτυλίδι δε βρίσκει·
βρίσκει από της κόρ’ς μαλλιά κι απ’ αντρειωμένου χέρι.
Η κόρη δράκος έγινε, μες στο πηγάδι σιβαίνει·
κι ι ξένους τουν παρακαλεί, κάθιτι κι τουν λέει.
«Άφ’σε με, δράκε μ’, άφ’σε με, στουν τόπου μου να πάω·
δώδεκα χρόνια έκαμα, στουν τόπου μου δεν πήγα».
Κι πιάστηκαν κι πάλευαν στουν πάτου του πηγάδι·
’πό κει ’π’ πιάνει ι ξένους, του γιόμα2 σα γαϊτάνι,
’πό κει ’π’ πιάνει ι δράκους, μοίρες3 κομμάτια τ’ν έβγαλε.]
1αγλήγουρνο: άλογο
2γιόμα: αίμα
3μοίρες: κομμάτια
Το τραγούδι αυτό, όπως και το τραγούδι Tο γυάλινο πηγάδι, δραματοποιεί ποιητικά θρύλους για δαιμονικά όντα που παίρνουν τη μορφή σαγηνευτικής γυναίκας, με σκοπό να παραπλανήσουν και να εξολοθρεύσουν νέους, ρωμαλέους άντρες.
Τραγούδια λες φτιαγμένα από το υλικό των ονείρων, αντλούν από τον πλατύτερο και πλουσιότερο —από εκείνον της σκέψης— κόσμο του υποσυνείδητου και εκφράζουν συναισθήματα και αντιλήψεις που διέπουν τις ανθρώπινες σχέσεις και την καθημερινή ζωή μέσα σε μια πατριαρχική κοινωνία. Τα συμβολικά τους πρόσωπα αντανακλούν τις μορφές της καθημερινότητας, αλλά ενσαρκώνουν επίσης την αόρατη και απέραντη αλήθεια της ψυχής και των φαντασιώσεων, μέσα σε μια υπερβατική πραγματικότητα. Πρόκειται για μια μυθοπλασία όπου οι δύο κόσμοι —ο αισθητός της εμπειρίας και ο υπερφυσικός των σκοτεινών δυνάμεων— συνυπάρχουν και συναντιούνται στο φιλιατρό ενός πηγαδιού.
Στον κόσμο αυτό, οι γυναίκες, στενά δεμένες με τη φύση αλλά και με το υπερφυσικό Άγνωστο —απ’ όπου ερχόμαστε και όπου επιστρέφουμε—, βρίσκονται διαρκώς υπό καχυποψία, ως ενδεχόμενες σύμμαχοι με υπερκόσμιες δυνάμεις. Ένοχες και ανεξέλεγκτες εκ φύσεως, απειλούν την κανονικότητα της κοινότητας. Η δύναμή τους είναι η δύναμη της αποπλάνησης. Οι άντρες —πολιτισμένοι, λογικοί, γενναίοι, χρήσιμοι— κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή να παρασυρθούν από δόλιες θηλυκές μορφές με συγκεχυμένη ταυτότητα. Η πεντάμορφη που καλεί τον νέο άντρα να κατέβει στα έγκατα της γης —στο πηγάδι που ο ανθρώπινος συμβολισμός ανέκαθεν ταύτιζε με το σκοτεινό βάθος της γυναίκας—, αποδεικνύεται μια αιμοδιψής Λάμια. Και έτσι, το φροϋδικό αυτό τραγούδι διδάσκει έμμεσα πως κάθε γυναίκα μπορεί να είναι ένα καμουφλαρισμένο ξωτικό, ένας δαίμονας καταχθόνιος, όπως η ίδια η γη που, στα σκοτεινά της βάθη, γεννά τη ζωή και αποσυνθέτει τα σώματα των ανθρώπων.
Μιράντα Τερζοπούλου (2008)
Το κατέγραψε η Δόμνα Σαμίου το 1976 στο Παλιούρι Διδυμοτείχου Έβρου.
Τραγούδι
Πληροφορητές