Συνέντευξη της Δόμνας Σαμίου στον Θανάση Θ. Νιάρχο για τη σειρά «Τα παιδικά μου χρόνια» που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Τα Νέα» στις 30 Σεπτεμβρίου 2000.
Aς μου επιτραπεί, οι εισαγωγικές γραμμές της τελευταίας συνομιλίας της σειράς «Τα παιδικά μου χρόνια» να έχουν εξομολογητικό τόνο: Λυπάμαι ειλικρινά όποιον δεν έχει ακούσει τη Δόμνα Σαμίου να μιλά ή μάλλον δεν έχει συνομιλήσει μαζί της· δεν έχει αισθανθεί τη δύσκολη Ιστορία της Ελλάδας του ’30 και του ’40 να τρέχει σαν καθαρό νερό μέσα από τη μακρυγιαννικού τύπου αφήγησή της. Η ίδια συνηθίζει να λέει πως ό,τι έκανε στη ζωή της «το οφείλει στον Θεό και την κυρία Ζάννου». Οι Έλληνες, ωστόσο, μπορούν να λογαριάζουν την ίδια ως ένα δώρο θεού που τους έχει γίνει. Ο Θεός να την έχει πάντα καλά. Θανάσης Θ. Νιάρχος

Κυρία Σαμίου, όπως με όλους, περίπου, τους συνομιλητές μας, ως τώρα, ας αρχίσουμε μιλώντας για τους γονείς και τα αδέλφια σας.
«Η μητέρα μου ήρθε στην Ελλάδα με τη Μικρασιατική Καταστροφή, τότε που οι Έλληνες αφήνανε τα σπίτια τους όπως είναι, οι νοικοκυρές το τσουκάλι στη φωτιά ή την μπουγάδα απλωμένη και παίρνανε ό,τι βρίσκανε μπροστά τους, θυμάμαι τη μητέρα μου, που μας έλεγε (γιατί είχα και μιαν αδελφή, που την έχασα το ’44), πως το χραμάκι που έστρωνε πάνω σ’ έναν καναπέ, το είχε φέρει από ’κεί. “Το τύλιξα γρήγορα γρήγορα και το έβαλα στη μασχάλη και έφυγα να πάρω το τρένο, περνούσε τρένο από το χωριό μου, για να πάω στη Σμύρνη, όπου μαζευόταν ο κόσμος για να μπει στα καράβια να φύγει”.
Όταν ήρθε εδώ, μαζί με τους άλλους, τους βάλανε σε αποθήκες σε σχολεία, σε εργοστάσια και κάνανε τοίχο η μια οικογένεια με την άλλη, κρεμώντας μια κουβέρτα ή ένα σεντόνι ανάμεσά τους. Μετά τις αποθήκες, τους δώσανε αντίσκηνα, πήρε κι η μητέρα μου ένα αντίσκηνο στην Καισαριανή, έμενε μόνη της, έκανε ό,τι δουλειά έβρισκε για να ζήσει. Και βέβαια δεν ήξερε πού βρίσκεται ο Γιάγκος της (ο Γιάννης, ο πατέρας μου), όπως και εκείνος δεν ήξερε πού βρίσκεται η μητέρα μου. Η Ελλάδα ήταν ξένη προς τους Μικρασιάτες. Οι παππούδες βέβαια, είχανε φύγει από ’δώ, από του πατέρα μου την πλευρά από τη Σάμο, από της μητέρας μου την πλευρά από την Άνδρο. Αλλά οι γονείς μου είχανε γεννηθεί και είχανε μεγαλώσει εκεί».
Πώς έγινε τελικά και συναντηθήκανε οι γονείς σας, αφού όλα αυτά συμβαίνουνε πριν γεννηθείτε εσείς;
«Τον πατέρα μου τον είχανε πάρει αιχμάλωτο, δεν θυμάμαι πού ακριβώς τον είχανε πάει. Μετά δυο χρόνια, όταν έγινε η ανταλλαγή των πληθυσμών, έφτασε ο πατέρας μου μ’ ένα καράβι στον Πειραιά, και ρωτούσε πού είναι οι Μπαϊντιριανοί, οι συχωριανοί του, για να μπορέσει να βρει τη μάνα μου. Βρέθηκε τότε μια γυναίκα, τύχη καλή, που ήξερε ότι η μάνα μου βρίσκεται σ’ ένα αντίσκηνο στην Καισαριανή, και τον πήρε και τον έφερε με τα πόδια από τον Πειραιά. Φαντάζεστε τώρα τους δύο αυτούς ανθρώπους, όταν βλέπουνε ξαφνικά μπροστά τους ο ένας τον άλλον. Η μητέρα μου αμέσως έβαλε φωτιά στη φουφού, έβαλε πάνω τον γκαζοντενεκέ με νερό, έβρασε, έβαλε τη σκάφη, τον έπλυνε, τον καθάρισε, μας διηγότανε μετά ότι “είχε ψείρα πάνω του σαν κουκουνάρι μεγάλη”. Το μόνο που ξέρω για τον τόπο που είχανε αιχμάλωτο τον πατέρα μου, είναι αυτό που μας έλεγε ο ίδιος, ότι τον είχανε πάει κάπου και τάιζε καμήλες».
Πώς είναι ο χώρος αλλά και ο κόσμος της Καισαριανής με τους οποίους πρωτοέρχεστε, ως παιδί, σ’ επαφή;
«Δεν υπήρχανε οδοί, εμείς ήμασταν τρίτο τετράγωνο, αριθμός 1, οι παράγκες ήτανε ανά έξι, η μία πλάι στην άλλη. Από πάνω είχανε πισσόχαρτο και θυμάμαι τον δήμαρχο Καισαριανής να κάνει δώρο στους άπορους κατοίκους κάθε φθινόπωρο ένα τόπι πισσόχαρτο. Ανεβαίνανε, λοιπόν, οι άντρες πάνω στη στέγη χωρίς παπούτσια, με της κάλτσες, ξηλώνανε το παλιό και βάζανε το καινούργιο πισσόχαρτο, που το καρφώνανε με πήχες. Με τον πρώτο δυνατό αέρα σκιζότανε το πισσόχαρτο και θυμάμαι ακόμη τον ήχο που έκανε “πλαπ, πλαπ” και τη βροχή να πέφτει μέσα στο δωμάτιο.
Εμείς λογαριαζόμασταν προνομιούχοι, γιατί μέναμε σε ακριανή παράγκα και είχαμε παράθυρο που έβλεπε στο στενό, ενώ οι μεσαίες παράγκες παίρνανε αέρα και βλέπανε φως από έναν φεγγίτη που είχε επάνω. Βέβαια, μια παράγκα δεν ήταν αρκετή για τις νοικοκυρές, να μαγειρέψουνε, να πλύνουνε, και έτσι θυμάμαι όλες τις παράγκες να έχουνε ένα κουζινάκι απέξω. Κόβανε ένα μέρος από τα ξύλα ενός τοίχου της παράγκας και προσθέτανε με γκαζοντενεκέδες το κουζινάκι. Έτσι είχε κάνει και ο πατέρας μου.
Σ’ αυτό το κουζινάκι είχε η μάνα μου ένα βαρέλι, όπου μάζευε βρόχινο νερό και μας έλουζε όλους εκεί μέσα. Θυμάμαι πως, όταν έβρεχε πολύ, τύλιγε η μάνα μου το στρώμα για να μη βραχεί και μουχλιάσει, το ’βάζε σε μιαν άκρη και μας ξάπλωνε εκεί πάνω με την αδελφή μου να κοιμηθούμε, ώσπου να ξημερώσει».
Έγιναν τα πράγματα καλύτερα, έστω και για λίγο, όταν πήγατε στο σχολείο;

Κτίστηκε με δωρεά της Έλενας Βενιζέλου και ξεκίνησε τη λειτουργία του τον Δεκέμβριο του 1929
φωτ. από το βιβλίο του Σπύρου Τζόκα "Καισαριανή: Η φυσιογνωμία μιας πόλης", Αθήνα 1998
«Στην αρχή το σχολείο που μας βάλανε, ήταν κι αυτό παράγκα. Η γειτονιά που μεγάλωσα στην Καισαριανή ήταν μόνο Μικρασιάτες. Πρέπει να ήμουνα στη δεύτερη ή την τρίτη τάξη, όταν χτίστηκε το σχολείο του “Βενιζέλου”, όπως λέγεται, ωραίο, μεγάλο. Είχαμε μια δασκάλα, την κυρία Σωσώ, που κούτσαινε λιγάκι. Δεν είχαμε ούτε τσάντες ούτε τετράδια, όπως έχουν σήμερα τα παιδιά. Έπαιρναν οι μανάδες μας ένα κομμάτι πανί, το διπλώνανε, το ράβανε, του βάζανε και μια λουρίδα, για να το κρεμάμε στον ώμο μας, αυτή ήταν η τσάντα μας. Βάζαμε μέσα την πλάκα και το κοντύλι, η μάνα μου, μου είχε κρεμάσει πλάι στην πλάκα ένα σφουγγαράκι για να μπορώ να σβήνω (καμιά φορά φτύναμε κιόλας πάνω στην πλάκα).
Κάτω από το σχολείο υπήρχε μια μεγάλη αίθουσα με πάγκους και τραπέζια, όπου μοιραζόταν το συσσίτιο για τα άπορα παιδιά, όπως ήμουνα εγώ. Έπαιρνα από το σπίτι κάθε μέρα, μέσα σε μια πετσέτα, ένα πιάτο, ένα πιρούνι, ένα κουτάλι, τα ’δενε η μητέρα μου με κόμπο κι έτρωγα στο σχολείο. Θυμάμαι ακόμη πως κάθε φθινόπωρο που άρχιζε το σχολείο, έρχονταν κάποιες κυρίες με ένα αυτοκίνητο, που ήταν γεμάτο με χάρτινα πακέτα. Κάθε πακέτο είχε τυλιγμένα ένα ζευγάρι παπούτσια και μια ποδιά με ένα άσπρο γιακαδάκι. Δίνανε από ένα πακέτο σε κάθε παιδί. Οι κυρίες αυτές ήταν εθελόντριες και εργάζονταν για την “Ιματιοθήκη του μαθητή”».
Μέσα σ’ ένα περιβάλλον, όπως αυτό που περιγράφετε, μόνο για μουσική και τραγούδι δεν μπορεί να γίνει λόγος. Όταν αναλογίζεται όμως κάποιος τη ζωή σας και τη δουλειά σας, σκέφτεται πως δεν μπορεί παρά σ’ αυτό ακριβώς το περιβάλλον, να πιστώνεται όλη η μεταγενέστερη εξέλιξή σας.
«Ο πατέρας μου τραγουδούσε και έψελνε πάρα πολύ ωραία. Κοντά μας υπήρχε μια απλή, ταπεινή εκκλησούλα, του Αγίου Νικολάου. Κάθε Κυριακή ο πατέρας μου πήγαινε στην εκκλησία και μ’ έπαιρνε μαζί του. Ό,τι έγινα ως τώρα, ξεκινά από εκείνα τα χρόνια κι από εκείνη την εκκλησία. Εγώ πήγαινα μπροστά μπροστά, έξω από το ψαλτήρι, εκεί που ήταν ο αριστερός ψάλτης. Υπήρχε ένα βάθρο με κάγκελα μαύρα γύρω γύρω, σιδερένια, και με μια πορτούλα ώστε όταν βγαίνει από την πόρτα του ιερού ο ψάλτης, να μπαίνει κατ’ ευθείαν στο ψαλτήρι. Τον άκουγα να ψέλνει με τα ψαλτόπουλα και τους βοηθούς του και ζήλευα τρομερά, έλεγα στη μάνα μου: “Γιατί δεν μ’ έκανες αγόρι, για να μπορώ να ψέλνω κι εγώ μετά παιδιά”.
Χωρίς να ξέρω τι ακριβώς είναι, είχα μεγάλη αγάπη και λατρεία γι’ αυτήν τη μουσική. Η μεγαλύτερή χαρά της ζωής μου ήταν η Μεγάλη Εβδομάδα. Αισθανόμουν όπως σήμερα, όταν πάει κάποιος σε μια συναυλία ή σε ένα κοντσέρτο. Ήξερα όλη τη Λειτουργία απέξω. Όταν τον χειμώνα μαζευόμασταν (σάμπως είχαμε και πουθενά αλλού να πάμε) το βράδυ στο κουζινάκι και ζεσταινόμαστε πάνω από το μαγκάλι, ο πατέρας μου ή τραγουδούσε ή έψελνε κάνοντας ο ίδιος τον παπά κι εγώ τον διάκο. Ραδιόφωνο δεν είχαμε (η Ραδιοφωνία, νομίζω, δημιουργήθηκε το ’36), την παράγκα την φωτίζαμε με λάμπες πετρελαίου.
Στην αρχή, όμως, του Παγκρατίου, στην οδό Φορμίωνος, αν δεν κάνω λάθος, υπήρχε το καφενείο “Ο Ποσειδώνας”, πολύ γνωστό καφενείο. Αυτός που το είχε, έφερε ραδιόφωνο, έβγαλε κι ένα κουτάκι απέξω και έτσι ό,τι έπαιζε το ραδιόφωνο μέσα, ακουγότανε κι απέξω. Κι όταν φύσαγε αέρας, μας έφερνε είτε τα τραγούδια είτε τις ομιλίες απ’ αυτό το κουτάκι. Άλλη μας διασκέδαση ήταν να πάμε καμιά φορά την Κυριακή στο Περιστέρι ή στη Νέα Ιωνία, να επισκεφθούμε συγγενείς της μάνας μου και του πατέρα μου, που μένανε κι αυτοί σε παράγκα.
Δεν έχουμε μιλήσει ως τώρα για τη δουλειά που έκαναν ο πατέρας σας και η μητέρα σας, κι αν η δουλειά που έκαναν στην Ελλάδα ήταν ίδια μ’ εκείνη της Μικρασίας.
«Ο καημένος ο πατέρας μου στη Μικρά Ασία, στο χωριό του, δούλευε κοντά σ’ έναν ράφτη. Όπως ξέρετε, οι άντρες τότε, ιδιαίτερα οι νησιώτες, φορούσανε την εθνική ενδυμασία που ήταν οι βράκες με τα ωραία, σταυρωτά, μεγάλα γιλέκα, τα κεντημένα με μπιρσίμι (δηλαδή με μεταξωτή κλωστή). Η δουλειά του πατέρα μου ήταν να κάνει τα κεντήματα αυτά πάνω στα γιλέκα.
Όταν ήρθε ο άνθρωπος εδώ, πού να πάει, τι να κάνει, αναγκάστηκε να δουλέψει στον Δήμο Αθηναίων ως οδοκαθαριστής. Σκούπιζε την οδό Αιόλου. Το πρόβλημα όμως δεν ήταν η δουλειά που έκανε, ήταν οι δήμαρχοι που αλλάζανε. Πότε ερχόταν ο Κοτζιάς, πότε ερχόταν ο Μερκούρης. Δεν ξέρω πού ανήκε ο πατέρας μου, αλλά τον άκουγα που έλεγε: “Εμένα και να με βάλουνε στη θάλασσα να με πνίξουνε, θα βγάλω το δαχτυλάκι μου και θα λέω Βενιζέλος”. Έτσι έξι μήνες δούλευε, έξι μήνες καθότανε.
Η μάνα μου (πριν έρθει ο πατέρας μου) ή δούλευε σε ζαχαροπλαστεία, και έσπαγε αμύγδαλα και καρύδια για τα γλυκά, ή έπλενε τα πιάτα που τρώγανε οι πελάτες την πάστα και το κανταΐφι τους ή έπαιρνε ρούχα από τους στρατώνες και τα έπλενε. Τι να έκανε η γυναίκα; Ξένη σε ξένο τόπο ήτανε. Δεν ήξερε καθόλου γράμματα, τελείως αγράμματη. Είχε πεθάνει η μητέρα της όταν ήταν παιδάκι, ο πατέρας της ξαναπαντρεύτηκε και η μητριά δεν ήθελε το παιδί, το έδιωχνε και το μεγαλώσανε οι γειτόνισσες».
Είναι πολλοί, κάτω από τα σαράντα τους χρόνια, που θα τους κόβεται η ανάσα ακούγοντάς σας να τα λέτε όλα αυτά. Μπαίνει όμως κανείς στον πειρασμό να σας ρωτήσει αν όσα είπατε ως τώρα είναι ό,τι χειρότερο ζήσατε.
«Υπήρχε βέβαια μια φτώχεια, μια μιζέρια, αλλά εκεί που ζούσαμε, ξέραμε αυτό που βλέπαμε, δεν ξέραμε ότι υπήρχε και κάτι καλύτερο. Πολλές φορές το βράδυ δεν είχαμε τίποτε να φάμε. Στέλνανε εμένα με το τεφτεράκι στον μπακάλη της γωνίας να πάρω βερεσέ μια ρέγγα. Την έψηνε ο πατέρας, την τεμάχιζε, ήτανε κι αλμυρή, διψούσαμε, πίναμε άφθονο νερό, τρώγαμε και ψωμί, φούσκωνε το στομάχι και χορταίναμε. Για πρωινό πίναμε φασκόμηλο και τρώγαμε ελιές.
Απέναντι μας έμενε ο κύριος Στέφος, που δούλευε σ’ έναν φούρνο. Είχε έξι παιδιά και δύο οι γονείς, οκτώ. Σε μια παράγκα και μια κουζινίτσα, όπως κι εμείς που ήμασταν τέσσερεις. Θυμάμαι τον κύριο Στέφο να έρχεται από τον φούρνο με την ποδιά του γεμάτη άσπρες φραντζόλες και να μοσχομυρίζει η γειτονιά. Ο πατέρας μου ο καημένος, για οικονομία, δεν πήρε ποτέ ψωμί από τον φούρνο.
Την Κυριακή, μετά την εκκλησία, έπαιρνε ένα μεγάλο τραπεζομάντιλο, το δίπλωνε και πήγαινε στην οδό Ρηγίλλης που ήτανε ρέμα, τα λεγόμενο “Πυροβολικά”. Στρατός δηλαδή. Μ’ έπαιρνε κι εμένα ο πατέρας μου μαζί, καθόμασταν από την εδώ μεριά, κάτω από ένα δέντρο, μην τυχόν και μας δει κανένας αξιωματικός. Στους κακόμοιρους τους στρατιώτες κάθε Κυριακή δίνανε, ανά τέσσερεις, μια κουραμάνα. Πουλούσανε λοιπόν την κουραμάνα για να πάνε την Κυριακή το βράδυ, που είχανε έξοδο, σε κανένα σινεμά ή βόλτα με την κοπελίτσα τους. Μας έκαναν νόημα, έτρεχε ο πατέρας μου, κατέβαινε κι ο φαντάρος γρήγορα γρήγορα το ρέμα, έδινε ο πατέρας μου δέκα δραχμές κι έπαιρνε την κουραμάνα. Αν αγόραζε πέντε κουραμάνες ήταν πανευτυχής. Αλλά ως την άλλη Κυριακή, προς την Παρασκευή και το Σάββατο, οι κουραμάνες είχαν γίνει ξερές σαν το ξύλο».
Αν δεν κάνω λάθος, μιλώντας για τη μητέρα σας, είπατε για τις δουλειές που έκανε ως την ώρα που ήρθε ο πατέρας στην Αθήνα. Συνέχισε να δουλεύει;
«Ένας συνάδελφος του πατέρα μου, οδοκαθαριστής κι αυτός, που δούλευε πριν από τον “Ευαγγελισμό”, κοντά σε κάτι κόκκινες πολυκατοικίες, απέναντι από ’κεί που είναι το “Χίλτον” σήμερα, για να οικονομεί λίγα χρήματα ακόμη, κατέβαζε τα σκουπίδια από τις οικογένειες που έμεναν στις πολυκατοικίες αυτές. Ανάμεσά τους ήταν και η κυρία Παππά, από την Κωνσταντινούπολη, γυναίκα του μεγάλου χειρουργού, του Αλέξανδρου Παππά, πατέρα του Γιάννη Παππά, του γλύπτη.
Η κυρία Παππά είπε στον συνάδελφο του πατέρα μου, Αγγελής λεγόταν, πως ήθελε μια γυναίκα για να την βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού. Τον θυμάμαι που ήρθε στο σπίτι μας, ήμουνα παρούσα, και να λέει στη μάνα μου: “Μαρία, η οικογένεια Παππά θέλει μια γυναίκα για το σπίτι, παρκέ, μπουγάδες και τέτοια”. Η μάνα μου καταχάρηκε και πήγε αμέσως στην οικογένεια Παππά.
Η κυρία Παππά, εκτός του Γιάννη, είχε και πέντε κόρες. Την Ελένη Ζάννου (ό,τι έχω κάνει ως σήμερα το οφείλω στον Θεό και στη γυναίκα αυτή), τη Ρωξάνη, που ήταν παντρεμένη με τον Άγγελο Σεφεριάδη (αδελφό του Γιώργου Σεφέρη), την Υπατία, σύζυγο του ζωγράφου Ανδρέα Βουρλούμη, την Αλεξάνδρα, σύζυγο του χειρουργού ουρολόγου Ανδρουλακάκη, που υπήρξε βοηθός του Αλέξανδρου Παππά, και τη Μαρίκα, σύζυγο του αρχιτέκτονα Τσολάκη. Η μητέρα μου, εκτός του ότι δούλευε στην κυρία Παππά, τη μητέρα, δούλευε και στις πανδρεμένες κόρες της, έτσι ώστε είχε καθημερινώς δουλειά. Βέβαια, η καημένη, όταν της έδιναν να φάει κανένα γλυκό ή τίποτε το ιδιαίτερο, το τύλιγε σ’ ένα χαρτάκι για να το φέρει να το φάμε εμείς τα παιδιά.
Αλλά και ο πατέρας μου κάποια στιγμή σταμάτησε να δουλεύει ως οδοκαθαριστής. Τον βοήθησε μια κοπέλα, γειτόνισσά μας, που δούλευε σ’ ένα τυπογραφείο και τον προσλάβανε ως μεταφορέα, να κουβαλάει πακέτα με χαρτιά και βιβλία. Το τυπογραφείο ήτανε στην οδό Βουλής, λίγο πιο κάτω από ’κεί που είναι σήμερα ο “Ίκαρος”».
Μάλλον ακούγεται ως υπερβολή να σας ρωτήσει κανείς αν υπάρχουν εικόνες που να έχουν χαραχτεί με ακόμη πιο ανεξίτηλο τρόπο στη μνήμη σας. Ωστόσο, το επιχειρούμε.

Αλλά εκείνο που με βασανίζει ακόμη, είναι ο θάνατος της αδελφής μου, της Χρύσας. Μεγαλύτερη από μένα, πέθανε από φυματίωση την Κατοχή, μέσα σε έξι μήνες. Έλιωσε η κοπέλα, ήταν είκοσι μόλις χρόνων».
Θανάσης Θ. Νιάρχος, 2000
