Τί να κάνω ο έρημος τη γυναίκα που ’χω. Το Γενάρ’ και το Φλεβάρ’ με προβοδάει στο θέρο θέριζα, αλώνιζα, όλο βροχές και χιόνια κι όταν τα θημώνιαζα, όλο κρουσταλλάκια. Κίνησα κι εγώ ο καημένους να πάω σπίτι, βρίσκω τη νοικοκυρά μέσα με τους φίλους μπουγατσούδις έψηναν και αβγά τηγάν’ζαν. [...]
Αλέξαντρος, μπρ’ αμάν αμάν, Αλέξαντρος κι ο βασιλιάς Αλέξης αντρειωμένος – κι ο μικρο-Κωσταντίνος μαζ’ έτρουγαν, μαζί έπιναν, μαζί χαροκοπιούνταν1. Κει πότρουγαν κει πόπιναν και κει π’ χαροκοπιούνταν λαλιά τ’ς ήρθι ’πού του Θιό, λαλιά ’πού τα ουράνια. − Θα πάρει Τούρκος το ψωμί, θα σέβ’2 και μες στην Πόλη. − ’Ντα3 βγουν [...]
Δώδεκα ευζωνάκια τ’ αποφασίσανε στον πόλεμο να πάνε, Παναγιά μου, να πολεμήσουνε. Στο δρόμο που πηγαίνουν, στη μαύρη θάλασσα, μαύρη φουρτούνα πιάνει ξεσκίζει τα πανιά. Βοήθα Παναγιά μου να τα γλυτώσουμε κι όσα καντήλια έχεις να σ’ τ’ ασημώσουμε. Δεν κλαίγω το καράβι, δεν κλαίγω τα πανιά, μον’ κλαίγω τα [...]
Χορός του Πάσχα ⬥ Μαρία πάει για πασχαλιές, λάλησ’ αηδόνι μ’ λάλησι πασχαλίτσις να μαζέψει, μες στ’ αμπέλια στα χουράφια. Μαζώνουντας τις πασχαλιές, γελώντας τραγουδιώντας, βρίσκ’ αηδόν’ που κελαηδούσι. Αγάλια-αγάλια του ζυγών’ να μην του ξινουμίσει,1 να τ’ αφήσ’ να κελαηδήσει. Έκατσι του καμάρουνι κι ’κείνου την τηρούσι κι γλυκά [...]