00:00
Κεντρική σελίδα / Το έργο της / Κατάλογος τραγουδιών / Του νεκρού αδελφού
Σαν τη μάνα, βάι αμάν αμάν, σαν τη μάνα, καλή μάνα,
ν-έλα γιαρένη1 μ’ έλα, και τι καλή μανούλα
ν-από ’χει τους, βάι αμάν αμάν, από ’χει τους εννιά τους γιους
ν-έλα γιαρένη μ’ έλα, και μουναχή τη γκόρη.
Προξενητάδις έρχουντι ν-από τη Βαβυλώνα
να πάρουνι την Αρετή πουλύ μακριά στα ξένα.
Κι η μάνα δεν την έδινι κι ι Κουσταντής τη δίνει.
– Πώς να τη δώσου Κουσταντή την Αρετή στα ξένα
ν-απού θα ν-έρθ’ ένας κιρός, κατακαημένος χρόνος,
θα κλαίει η μάνα γι’ Αρετή κι η Αρετή για μάνα.
– Δώσ’ τηνα μάνα, δώσ’ τηνα, ν-εγώ θα τηνε φέρω.
Την έδωσαν την Αρετή πουλύ μακρυά στα ξένα.
Ούλα τ’ αδέρφια του μπροστά κι ι Κουσταντής πιθαίνει.
Σ’ όλα τα μνήματα πααίν’ κλαίει, μοιρολογάει,
στου Κουσταντή σαν πάηνι, κλαίει και βλαστημάει.
– Ανάθεμά σε Κουσταντή και τρισανάθεμά σε
που μ’ έκανες κι έδουσα την Αρετή στα ξένα.
[’Πού τις πουλλές τις βλαστημιές, ’πού τις πουλλές κατάρις
ι Κουσταντής σηκώθικι την Αρετή να φέρει.
Κάνει του μνήμα άλουγου κι του σιντούκι σέλα
κι του σταυρό της κιφαλής δρόμου που θα τουν πάγει.
Στουν δρόμου απού πάηνι όλο πιρικαλούσι
– Θε μου να βρω την Αρετή στου χουρό να χουρεύει.
Κι όπως πιρικάλισι έτσ’ πήγι κι την βρήκι.
’Πού μακριά ν-ιστάθηκι κι από κουντά φουνάζει:
– Άιντι, άιντι μαρ’ Αρετή, η μάνα μας σι θέλει.
– Αν μι φουνάζει για καλό να βάλου τα καλά μου
κι αν μι φουνάζει για κακό να βάλου τα λερά μου.
– Άιντι, άιντι μαρ’ Αρετή, έτσ’ που ’σι έτσ’ να πάμι.
Στου δρόμου που πααίνουνι, τη στράτα που διαβαίνουν,
πουλί πήγι κι κόνιψι πα στου δεντρού την τσούτα.2
Δεν κιλαϊδούσι σαν πουλί, ούτι σα χιλιδόνι,
μόν’ κιλαϊδούσι κι ίλιγι ανθρουπινή φουνίτσα.
– Πού είδγιτι, πού άκ’σιτι ζ’ντανοί μι τ’ς πιθαμένοι.
– Ακούς, ακούς βρε Κουσταντή, τι λέει του πουλάκι;
Πού είδγιτι, πού άκ’σιτι ζ’ντανοί μι τ’ς πιθαμένοι.
– Άιντι, άιντι μαρ’ Αρετή, πουλιά είνι κι ας τα λένι.
Ισύ πάηνι στου σπίτι μας, στη μάνα να σ’ ανοίξει
κι ’γώ θα δέσου τ’ άλουγου κι ύστιρα θα ν-έρθου.
Ιπήγι κι η Αρετή στη μπόρτα κι φουνάζει:
– Άνοιξι μάνα, άνοιξι, ιγώ είμ’ η Αρετή σου.
– Αν είσι ’σύ η Αριτή κι ποιος θι να σι φέρει;
– Ι Κουσταντής μι ίφιρι τ’ άλουγού τ’ πάει να δέσει.
– Ι Κουσταντής ιπέθανι, τώρα είν’ δώδικα χρόνια.
– Άνοιξι μάνα, άνοιξι, ιγώ είμ’ η Αρετή σου.
Ανοίγει κι αγκαλιάζουντι, μαζί κι οι δυο πιθαίνουν.]
1γιαρένης: ωραίος, λεβέντης, αγαπητικός
2τσούτα: κορυφή
Το τραγούδι του Νεκρού αδελφού, γνωστό και σαν της Αρετής το τραγούδι, μαζί με το Γεφύρι της Άρτας είναι τα πιο αγαπητά, τα πιο βαλκανικά, σωστότερα παν-βαλκανικά, αφηγηματικά δραματικά τραγούδια. Ένας μεγεθυντικός καθρέφτης του κοινού πολιτισμού λαών που τόσες διαφορές τους χωρίζουν. Πολλές επιστημονικές συζητήσεις έχουν γίνει σχετικά με την αρχική του κοιτίδα αλλά και για τα πολυσήμαντα μυθολογικά στοιχεία και τις ιδέες που περιέχει, τη δύναμη του όρκου, του θρήνου και της κατάρας, την επιστροφή του νεκρού, τα πουλιά που μιλούν, και κυρίως τις αντιλήψεις για τον ξενιτεμό και τη ζωή στα άγνωστα ξένα, έννοια που συγχέεται με το θάνατο. Όλα είναι θέματα που αντανακλούν την κοινή μοίρα των λαών που το αγάπησαν και το τραγούδησαν. Γνωστός και σε μορφή παραμυθιού, ο μύθος του τραγουδιού έχει εμπνεύσει πολλούς έλληνες, βαλκάνιους και ευρωπαίους λογοτέχνες, επιβεβαιώνοντας την άποψη ότι αποτελεί κορυφαίο επίτευγμα της λαϊκής ποιητικής δημιουργίας. (Βλ και το τραγούδι Του νεκρού αδελφού (Μελί Ερυθραίας, Μικρά Ασία)). Μιράντα Τερζοπούλου (2008)
Ηχογραφήθηκε σε στούντιο, το 2006.
Το κατέγραψε ο Γιώργος Αμαραντίδης τη δεκαετία του 1970, κατά την παραμονή του ζεύγους Πιτσάνη στην Αθήνα για εμφανίσεις στο Θέατρο Δόρα Στράτου. Ο Θόδωρος και η Τραϊανή Πιτσάνη, κάτοικοι του χωριού Κίτρος Πιερίας, ήταν πρόσφυγες από την Μπάνα της Ανατολικής Ρωμυλίας. Ο Γιώργος Αμαραντίδης έδωσε την κασέτα της καταγραφής του στη Δόμνα Σαμίου για να την εντάξει στο αρχείο της.
Τραγούδι
Καβάλι
Γκάιντα
Λάφτα
Τουμπελέκι
Πληροφορητές