00:00
Κεντρική σελίδα / Το έργο της / Κατάλογος τραγουδιών / Το τραγούδι του Αϊ-Γιώργη
Θεριό έχουμε στον τόπο μας, σ’ ένα βαθύ πηγάδι
ν-ανθρώπους το ταΐζουμε, κάθε πρωί και βράδυ.
Μια μέρα αν δεν τον δώσουμε άνθρωπο να δειπνήσει
σταλιά νερό δεν άφηνε η χώρα να δροσίσει.
Κι ας ρίξουμε τα μπουλετιά να διούμ’ σε ποιον θα πέσει
να στείλει το παιδάκι του στου λιονταριού πεσκέσι.
Και έπεσε το μπουλετί σε μια βασιλοπούλα
ν-οπού την είχε ο βασιλιάς [μονάχ’ κι ωραιοπούλα.
Ο βασιλιάς σαν τ’ άκουσε, αυτό το λόγο είπε:
– Όλο το βιο μου πάρετε και το παιδί μ’ αφήστε.
Πολύς λαός συνάχτηκε, πάει στο βασιλέα.
– Για δώσ’ μας το παιδάκι σου ή παίρνουμε και σένα.
– Πάρτε το το παιδάκι μου και κάντε το σα νύφη
και σύρτε το στου λιονταριού πεσκέσι να δειπνήσει.
Πάρτε το και στολίστε το μ’ ατίμητα πετράδια,
μ’ ατίμητα, μ’ αμέτρητα και με μαργαριτάρια.
Πολύς λαός ξεκίνησε και τηνε πάει στη βρύση,
δεν το ’ λπιζε η βαριόμοιρη πως θα ξαναγυρίσει.
Φύγαν και την αφήσανε εκεί κοντά στη βρύση
δια να έβγει το θεριό να κάτσει να δειπνήσει.
Εκεί ν-οπού καθότανε μονάχη, μοναχούλα,
ίδρος την περεχιότανε σα σιγανή βροχούλα.
Αϊς-Γιώργης σαν τ’ άκουσε τρέχει να τη γλυτώσει
κι απ’ τον κακό της θάνατο να την ελευθερώσει.
Γυρίζει βλέπει πίσω της, θωρεί έναν καβαλάρη
αρματωμένο με σπαθί και μ’ αργυρό κοντάρι.
Από μακράν τονε θωρεί και κάθεται και κλαίει.
– Φύγε ξενάκι μ’ από ’δώ να μη σε φάει και σένα
αυτό το άγριο θεριό ν-οπού θα φάει και μένα.
– Λιγάκι θε να κοιμηθώ εδώ κοντά στη βρύση
κι όταν θα έβγει το θεριό θέλω να με ξυπνήσεις.
Την ώρα που κοιμότανε ήρθε ένα περιστέρι
και βάστα τίμιο σταυρό εις το δεξί του χέρι
κι απάνω έγραφ’ ο σταυρός βέβαιος Αϊς-Γιώργης.
Όταν έβγαινε το θεριό τα όρη σιγοτρέμαν
κι η κόρη από το φόβο της φωνάζει – άγιε μου Γιώργη
σήκω και σκότωσ’ το θεριό που μ’ είπες δε φοβάσαι.
Σηκώνετ’ ανατολικά και κάνει το σταυρό του,
μια κονταριά του έσυρε κι έκοψεν το λαιμό του.
– Κόρη μ’ πού το ’βρες τ’ όνομα και πού το αθιβάλλεις;1
– Την ώρα που κοιμόσουνα ήρθε ένα περιστέρι
και βάστα τίμιο σταυρό εις το δεξί του χέρι
κι απάνω έγραφ’ ο σταυρός βέβαιος Αϊς-Γιώργης.
Πες με το, στρατιώτη μου, πώς λένε τ’ όνομά σου,
να κάνει ο πατέρας μου χάρισμα τ’ς αφεντιάς σου.
– Αϊ-Γιώργη με λέγουνε απ’ την Καππαδοκία,
να πείσεις τον πατέρα σου να φκιάσει εκκλησία
κι αριστερά της εκκλησιάς να στήσει καβαλάρη
αρματωμένο με σπαθί και μ’ αργυρό κοντάρι.
Χρυσή κορδέλα έβγαλε και τα μαλλιά της δένει,
χαρά μεγάλη έγινε στη γη, στην οικουμένη.
Τρεις μέρες εχυνότανε το αίμα με την κίνη
χαρά μεγάλη έγινε μέσα στη χώρα εκείνη.
Και το τραγούδι σώθηκε και πείτε νά ’βρω τ’ άλλο,
για πέστε το, για θα το πω, για ’ρχίζω και το λέγω
κι αν αρχινήσω και το πω πολλές καρδιές θα κάψω,
θα κάψω νιες, θα κάψω νιους, θα κάψω παλικάρια,
θα κάψω και τους μαραγκούς που φκιάνουν τα καράβια
και ταξιδεύουν τα παιδιά, τα ’μορφα παλικάρια.
Άγιε μου Γιώργη αφέντη μου κι έμορφε καβαλάρη
δώσε τσι γριπαροί2 κολιοί και τα ναυτάκια κιάρι3
και μας τσι καλορίζικες οκάδες το μετάξι.
Άγιε μου Γιώργη πο ’βγαλες το ρόδο και τ’ αγκάθι
εσύ τηνε πρωτόβγαλες στον κόσμο την αγάπη.]
1αθιβάλλεις: αναφέρεις, μνημονεύεις
2τσι γριπαροί: σ’ αυτούς που ψαρεύουν με γρίπο
3κιάρι: καθαρός καιρός / [το κέρδος, τα έσοδα, τα καζάντια, από το τουρκ. kâr]
Το τραγούδι αυτό από τα παράλια της Προποντίδας είναι σύνθεση μοτίβων από δύο τραγούδια με διαφορετική συνήθως υπόθεση. Το πρώτο μέρος προέρχεται από το τραγούδι με τον θαλασσινό θρύλο των κοριτσιών που κατεβαίνουν στο γιαλό να παίξουν, να πλύνουν ή να σεργιανίσουν κι εκεί κινδυνεύουν να γίνουν λεία των πειρατών. Στο δεύτερο μέρος, για τη διάσωση της κόρης που προσπαθεί να διαφύγει, επιστρατεύεται το μοτίβο που συνήθως ανήκει στο πανελλήνιο τραγούδι της αντρειωμένης κόρης που πολεμά ανάμεσα στους άντρες κι όταν αποκαλύπτεται το φύλο της και τα παλικάρια την κυνηγούν, καταφεύγει στον Αϊ-Γιώργη και του τάζει για να τη σώσει. Πρόκειται για μια ευρηματική συνάρθρωση απ’ αυτές που αναδεικνύουν την ευελιξία, τη φαντασία, την ευστροφία των λαϊκών τραγουδιστών, που αντλώντας από την τεράστια παρακαταθήκη των δημοτικών τραγουδιών παράγουν αέναα καινούργιες δημιουργίες.
Το τραγούδι ή ρίμα του Αϊ-Γιώργη, αυτό το μακροσκελές ομοιοκατάληκτο πανελλήνια γνωστό αφηγηματικό ποίημα, που άλλοτε τραγουδιέται και συχνότερα απαγγέλεται, είναι μια σύνθεση βασισμένη σε παλιούς λαϊκούς μύθους και θρησκευτικές παραδόσεις καθώς και σε στοιχεία που προέρχονται από τα συναξάρια και την εικονογραφία του αγίου.
Το θέμα για το δράκο/δαίμονα, που κρατάει το νερό από το οποίο υδρεύεται μια πόλη και απαιτεί μιαν ανθρωποθυσία –συνήθως μιας αρχοντικής κόρης– για να το απολύσει, είναι γνωστό από την αρχαιότητα και το συναντάμε στις παραδόσεις πολλών λαών. Στην ελληνο-χριστιανική παράδοση ο δρακοκτόνος και λυτρωτής της κόρης και του λαού που υποφέρει είναι ο Αϊ-Γιώργης. Η αιφνίδια εμφάνισή του ως περιπλανώμενου στρατιώτη και η ανιδιοτελής επέμβασή του τον κατατάσσουν στη μεγάλη χορεία των μυθικών παλικαριών που εξαλείφουν κινδύνους και ευεργετούν κοινωνικά σύνολα, περνώντας ως λαϊκοί ήρωες στο συλλογικό φαντασιακό. Ο Ν. Γ. Πολίτης υποστήριξε ότι τόσο η θρησκευτική διήγηση όσο και το τραγούδι απηχούν τον ανάλογο αρχαίο μύθο του Περσέα και της Ανδρομέδας που ως λαϊκή αφήγηση είχε διασωθεί στην Καππαδοκία, πιθανή περιοχή πρώτης εμφάνισης του τραγουδιού και κοιτίδα της λατρείας του αγίου. Μιράντα Τερζοπούλου (2008)
Το κατέγραψε η Δόμνα Σαμίου στα Νέα Παλάτια Ωρωπού Αττικής, το 1980.
Τα Τραγούδια και οι Τόποι τους – Μικρασιατική Προποντίδα (Α’ μέρος). Περιήγηση πάνω στον διαδραστικό χάρτη των περιοχών του Μαρμαρά, της Αρτάκης και της Πανόρμου, με οδηγό το Αρχείο Δόμνας Σαμίου. Τραγούδια, πληροφορίες, μαρτυρίες και φωτογραφίες από τις 50 πόλεις και χωριά όπου ζούσαν Ρωμιοί έως το 1922. Ξεκινήστε την περιήγηση
Τραγούδι