Μεικτός, συγκαθιστός χορός που χορευόταν συνήθως στους γάμους, όταν συνόδευαν τη νύφη και τον γαμπρό στην εκκλησία. Στο κλαρίνο ο Ναπολέων Σααδεδήν (1983).
Ανέβηκα στην κερασιά, Μαρί-, Μαρία, Μαριγώ, να κόψω ένα κεράσι — βάι τζιγκιτζέλα, βάι τζιγκιτζό. Τ’ αντρόγυνο που γίνηκε, να ζήσει, να γεράσει. Να κάνει δώδεκα παιδιά, δώδεκα παλληκάρια, να κάνει κι ένα θηλυκό, να μη χαθεί το σόι.
Μια πέρτικα καυχήστηκε σ’ Ανατολή και Δύση πως δεν ευρέ- πως δεν ευρέθη κυνηγός, πως δεν ευρέθη κυνηγός για να την κυνηγήσει. Κι ο κυνηγός σαν τ’ άκουσε πολύ του κακοφάνη. Στήνει τα βρόχια στα βουνά, τις ξόβεργες στους κάμπους, τα δίχτυα τα μεταξωτά σε μια καθάρια βρύση. Πάει η [...]
Γαμπρέ μου ρήγισσας παιδί, κολώνα του ηλίου, ρίζα του μαργαριταριού και πλάσμα του Κυρίου. Γαμπρός δεν είναι μάνας γιός, μόν’ είναι λεμονιάς ανθός. Γαμπρέ μου σε παρακαλώ, σε κάνω και μινέτι ν’ αφήνεις τη νυφούλα μας να ’ρχεται να μας βλέπει. Για τραγουδήστε το γαμπρό που ’ναι γαρίφαλο ανοιχτό. Γαμπρός [...]