Ο Χάρος μαύρα φόρησεν

O θάνατος του Διγενή
00:00

Στίχοι

Ο Χάρος μαύρα φόρησεν, μαύρον καβαλικεύκει,
μαύρα σκλαβούνικα1 φορεί να πα στο παναΰριν.
Στην νάκραν του παναϋρκού ήβρεν τους χαροκόπους2,
στη μέσην του παναϋρκού ήβρεν τους τρων και πίνουν.
Καλώς ήρτεν ο Χάροντας να φά’, να πκιει μιτά μας3,
να φάει άγριν4 του λαού, να φα’ οφτόν περτίκιν5,
να πιει γλυκόποτον κρασίν που πίνουν φουμισμένοι6,
που πίνουσιν οι άρρωστοι και βρέθουνται γιαμένοι7.
– Εν ήρτα ‘γιώ ο Χάροντας να φάω, να πκιω μιτά σας,
να φάω άγριν του λαού, να φάω οφτόν περτίκιν
μηέ γλυκόποτον κρασίν που πίνουν φουμισμένοι,
μόνον ήρτα ο Χάροντας τον κάλλιο σας να πάρω.
– Και πκοιος ένι ο κάλλιος μας απού ‘ρτες για να πάρεις;
– Κείνος ο χοντροδάκτυλος, κείνος ο ναρκοδόντας8.
Που τον γροικά ο Διενής αρκώθην9 κι εθυμώθην.
– Για μέν’ το λέεις Χάροντα, για μέν’ το συντυχάνεις10.
Χερκές, χερκές επκιάσασιν11 και στην παλιώστραν πάσιν
και κει ‘νι που παλιώνασιν12 τρεις νύκτες, τρεις ημέρες.
Κει πο’ ‘πκιανεν ο Χάροντας τα γαίματα πιτούσαν,
κει πο’ ‘πκιανεν ο Διενής τα κόκκαλα ελειούσαν13.
Κει πο’ νοσεν14 ο Χάροντας πως έν’ να τον νικήσει,
επολοήθην κι είπεν του τού Διενή, και λέει.
– Και χάμνα χάμνα15, Διενή, για να μεταπκιαστούμεν16.
Κι εχάμνησεν ο Διενής για να μεταπκιαστούσιν.
Γρουσός ατός17 εγίνηκεν στους ουρανούς κι εξέην18
κι ανοίξεν τες αλάτες19 του και το Θεό δοξάζει.
– Δοξάζω σε, καλέ Θεέ, που ‘σαι στα ψηλωμένα,
καμιά βουλή ε γένεται με δίχως σου εσένα.
[Αντρειωρκές που το ‘δωσες20 και πώς να σου τον φέρω;
– Και πκιάσε, πκιάσε, Χάροντα, και τούτην τη θεότην21,
του Διενή την έπαρε κι έρκεται τ’ απισώ σου.
Και πκιάνει, πκιάν’ ο Χάροντας κι εκείνην τη θεότην,
του Διενή την έδειξεν και πέφτει στο κρεβάτιν.
Απεξωθκιόν22 του στέκονται τρακόσοι δκυο νομάτοι,
θέλουν να μπούσιν να τον δουν και ‘κόμα ‘κροφοούνται.
Κι έναν κοντόν, κοντούτσικον και χαμηλοβρακάτον
στέκεται, νεπουγκώνεται23 και μπαίνει κι αρωτά τον.
– Απεξωθκιό σου στέκουνται τρακόσοι δκυο νομάτοι,
θέλουν να μπούσιν να σε δουν και ‘κόμα ‘κροφοούνται.
– Πε τους να μπούσιν να με δουν, πε τους να μη φοούνται.
Στήνει τους τάβλαν αρκυρήν, ποτήριν και κερνά τους.
– Τρώτε και πίνετ’, άρκοντες, κι εγιώ να σας ξηούμαι24.
– Και πε μας, πε μας, Διενή, πα στες παλικαρκές σου,
πάνω στες παιδκιωσύνες25 σου και τες αντρειωρκές26 σου.
– Πάνω στες παιδκιωσύνες μου και τες παλικαρκές μου
ήτουν τ’ αγκάθιν πιθαμή και το τριόλιν27 δόλιν28.
Κάτω στες νάκρες των νακρών, στον αρκοκαλαμνιώναν29,
κει μέσα έν’ που γύριζα και νύχταν και ημέραν,
είχα και την καλίτσα μου πίσω μου πα στο μαύρον
κι έφγγαν μου τα κάλλη της την νύχταν να γυρίζω.
Και πα στα γλυκοξίφωτα που πα να ξημερώσει,
σιαστήκασιν30 τ’ αμμάδκια μου κι ένα μεγάλο φίιν·
εξήντα τζύκλους έκαμνεν, βδομηνταδκυό καμάρες,
κι ακόμα δκυο τζυκλίσματα τον Έλενον31 να φάει.
Με του Θεού τη δύναμην, με του Θεού τη χάρην,
μπαίνω και σαϊτεύκω τον στη μεσακήν καμάραν.
‘Πού το φαρμάκιν του φιδιού εδίψασεν ο μαύρος
και στον Αφρίτην32 ποταμόν πάω να τον ποτίσω,
πά’ κι ηύρα τον Σαρακηνόν κι έβλεπεν τον Αφρίτην.
Σαν το βουνόν εκάθετουν, σαν τ’ όρος εκοιμάτουν,
και πάνω στη ραχούλα του σκύλος λαόν εβούραν33,
πάνω στην κεφαλούλαν του περτίκια κακαρίζαν
και μέσα στα ρουθούνια του αππάρκα34 ξισταβλίζαν35.
Και που τον είδε Διενής γοιον36 να τον κροφοήθην
και στέκει, δκιαλοΐζεται πώς να τον χαιρετήσει.
Άτε, ας τον χαιρετήσομεν γοιον37 πρέπει, γοιον ταιρκάζει.
– Και γεια σου, γεια Σαρακηνέ, γλεπάτουρε38 του τόπου,
νάκκον39 νερόν χερκάστηκα40 τον μαύρον να ποτίσω.
Τούτος νερόν εζήτησεν, κείνος σπαθίν ετάβραν41.
Ο Διενής ογλήορος άρπαξεν το ραβτίν του
και μια ξυλιάν του ξύλωσεν και μια ξυλιάν του βκάλεν,
τσακίζει τ’ οχτώ κόκαλους κι εξηνταδκυό παΐες42,
κι άλλους δκυο μονοκόκαλους, κείνη ‘ν’ η αρρωστιά του.
Ξέην το νάχος43 της ραβκιάς εξηνταπέντε μίλια.
Άρκοντες εποτρώασιν μες στου ρηός τα σπίδκια
και την ξυλιάν ακούσασιν κι ούλοι μπρουμουτιστήκαν.
– Κάπου στράφτει, κάπου βροντά, κάπου χαλάζι ρίβκει,
γιά θέλησεν ο πλάστης μου τον κόσμον του να χάσει44!
Να σου και τον Παλιοπαππούν που κειαχαμαί και ράσσει45.
– Τρώτε και πίνετ’ άρκοντες, τίποτες μη φοάστε,
κι ένι ξυλιά του Διενή, κι αλί τον που την έφαν,
και που την έφαν κι έζησεν, κάλλιον του παλικάρι46.
Να σου και τον Σαρακηνόν κι έρκετον κογκυστώντα47
και ‘πού τες ποκογκύστρες του εσειούνταν τα παλάδκια.
Κι έναν κοντόν κοντούτσικον και χαμηλοβρακάτον
στέκεται, νεπουγκώνεται, και μπαίνει κι αρωτά τον.
– Και πε μας, πε, Σαρακηνέ, είντα ‘ν’ η αρρωστιά σου;
– Σαράντα χρόνους έβλεπα το γέρημον Αφρίτην,
μήτε πουλίν εδκιάλασεν48, μήτ’ άνθρωπος επέρναν
κι ένας νερό μου ζήτησεν κι εγιώ σπαθίν ετάβρουν.
Κείνος απού ‘τον γλήορος άρπαξεν το ραβτίν του
και μια ξυλιάν μου έδωσεν, και μια ξυλιάν μου βκάλεν,
τσακίζει μου δκυο κόκαλα και δεκοχτώ παΐες
κι άλλους δκυο μονοκόκαλους, τούτη ‘ν’ η αρρωστιά μου.
Σηκούτε την κουτάλα49 μου να δείτε τη ραβκιάν μου.
Σηκώσαν την κουτάλαν του να δούσιν τη ραβκιάν του,
σήκωσαν την κουτάλαν του κι εφάνην το φλαγκίν30 του
και ‘πού τον πόνον τον πολύν εξέην η ψυχή του.
Και ‘πολοάτ’ ο Διενής της κάλης του και λέει.
– Έλα ώδε, καλίτσα μου, ν’ αποχαιρετιστούμεν.
Το Γιάννη εσού μεν πάρεις, κι έπαρ’ τον Κωσταντίνον.
– Ο Γιάννης άντρας μου ήτουν, πάλε τον Γιάννη παίρνω.
– Έλα ώδε, καλίτσα μου, ν’ αποχαιρετιστούμεν,
θέλεις το Γιάννη έπαρε, θέλεις τον Κωσταντίνον.
Επήεν κι η καλίτσα του ν’ αποχαιρετιστούσιν,
στ’ αγκάλια του την έσφιξεν κι εξέην η ψυχή τους.
Δοξάζω σε, καλέ Θεέ, που ‘σαι στα ψηλωμένα,
οπού γινώσκεις τα κρυφά και τα φανερωμένα,
‘πό πίσω παν τα ζωντανά κι ομπρός τα πεθαμένα.
Ζωήν και χρόνους να ‘χουσιν όσοι κι αν τ’ αγροικούσιν,
κι αν έν’ η γνώμη τους καλή, πρέπει να μας κερνούσιν51.]


1Το σκλαβούνικο είναι ένα είδος επενδύτη, συνήθως έτσι ονομάζεται στα κυπριακά το αμάνικο γιλέκο. Πιθανόν η λέξη να παραπέμπει στη φορεσιά των Σκλαβηνών ή Σκλάβων, όπως ονομάζονταν από τους Βυζαντινούς τα σλαβικά φύλα που εμφανίστηκαν στα όρια της αυτοκρατορίας τον 6ο αιώνα, περνώντας στο θρύλο σαν το απόλυτα άγνωστο, άγριο και απειλητικό – όπως άλλωστε και ο Χάρος.
2χαροκόπους: τους γλεντιστές
3μιτά μας: μαζί μας
4άγριν: τη λέξη συναντάμε και ως άφριν ή άκριν· είναι ο καλύτερος μεζές απ’ το λαγό
5οφτόν περτίκιν: ψητό περδίκι
6φουμισμένοι: ξακουσμένοι
7βρέθουνται γιαμένοι: γιατρεύονται
8ναρκοδόντας: αραιοδόντης, κατά τη λαϊκή δεισιδαιμονία όποιοι έχουν αραιά δόντια πεθαίνουν νέοι
9αρκώθην: εξαγριώθηκε
10συντυχάνεις: κουβεντιάζεις
11χερκές, χερκές επκιάσασιν: Πιάστηκαν από τα χέρια. Μέχρι σήμερα στους λαϊκούς παλαιστικούς αγώνες οι αντίπαλοι προσέρχονται στην παλαίστρα κρατημένοι απ’ το χέρι
12παλιώνασιν: παλεύανε
13ελειούσαν: έλιωναν
14κει πο’ νοσεν: μόλις κατάλαβε
15χάμνα: χαλάρωσε το σφίξιμο
16μεταπκιαστούμεν: να ξεκινήσουμε νέο γύρο πάλης
17γρουσός ατός: χρυσός αετός
18εξέην: ανέβηκε
19αλάτες: φτερούγες, ιταλ. ala = φτερό
20αντρειωρκές που το ’δωσες: τέτοια ανδρεία που του έδωσες
21Ο Θεός δίνει στο Χάροντα κάποιο θεϊκό εφόδιο για να μπορέσει να νικήσει τον Διγενή και να τον πάρει μαζί του. Ο Ν.Γ. Πολίτης υποθέτει κάτι σαν γοργόνειο. Στην ουσία ο Θεός χρησιμοποιεί μια μαγική πρακτική σαν εκείνες που ζητούν απ’ τις μάγισσες οι ερωτευμένοι για να υποτάξουν το αντικείμενο του ερωτά τους.
22απεξωθκιόν: έξω απ’ την κάμαρα του
23νεπουγκώνεται: ανασκουμπώνεται
24ξηούμαι: λέω, αφηγούμαι
25παιδκιωσύνες: νεανικές αποκοτιές
26αντρειωρκές: ανδραγαθήματα
27τριόλιν: τριβόλι, άγρια βάτα
28διόλιν: Από τα συμφραζόμενα και από άλλες παραλλαγές του τραγουδιού ο Πολίτης θεωρεί ότι σημαίνει «σε αφθονία». Η Μ. Κιτρομηλίδου (Ακριτικά τραγούδια και παραλογές από την Κύπρο, Λευκωσία 1990, σ. 102) αναφέρει ότι δόλιν είναι το γόνατο. Επομένως μάλλον η έκφραση σημαίνει «ψηλό μέχρι το γόνατο».
29στον αρκοκαλαμνιώναν: στον άγριο καλαμιώνα.
30σιαστήκασιν: διέκριναν
31Όπως σημειώνει ο Ν.Γ. Πολίτης (Λαογραφία 1 (1909) & αναδημοσ. Σύμμεικτα 4 (1980-1985), σ. 126), ο πρώτος εκδότης του τραγουδιού Σίμος Μενάρδος (στο Ακρίτας 1 (1904). σ. 207), από το απλό λ στην προφορά του ποιητάρη από τον οποίο κατέγραψε το τραγούδι, από το ε αντί του η, και την κατάληξη -ος συμπέρανε ότι η λέξη είναι επείσακτη από το ποντιακό ιδίωμα, όπου Έλληνας σημαίνει παλικάρι, ήρωας με τεράστια δύναμη (βλ. τραγούδι Αϊτέντς επαραπέτανεν). Πάντως και οι Κύπριοι ονομάζουν Έλληνα έναν φανταστικό γίγαντα.
32στον Αφρίτην: στον Ευφράτη
33σκύλος λαόν εβούραν: σκύλος κυνηγούσε λαγό
34αππάρκα: αλογάκια
35ξισταβλίζαν: σταβλίζονταν
36γοιον: σαν
37γοιον: καθώς
38γλεπάτουρε: βιγλάτορα, φύλακα
39νάκκον: λιγάκι
40χερκάστηκα: χρειάστηκα, ζήτησα
41ετάβραν: τράβηξε
42παΐες: πλευρά
43ξέην το νάχος: ακούστηκε ο ήχος
44να χάσει: να χαλάσει, να καταστρέψει
45που κειαχαμαί και ράσσει: που από εκεί περνάει
46Αλίμονο σε κείνον που έφαγε τέτοιο χτύπημα, κι όποιος το έφαγε και επιβίωσε είναι πιο ανδρείος από τον Διγενή.
47κογκυστώντα: γογγύζοντας
48εδκιάλασεν: διάβαινε
49κουτάλα: ωμοπλάτη
50φλαγκίν: Συνήθως σημαίνει το συκώτι. Ίσως όμως εδώ να σημαίνει τα πλευρά από το γαλλικό flanc.
51Οι πέντε τελευταίοι ομοιοκατάληκτοι στίχοι, άσχετοι με το περιεχόμενο του τραγουδιού, αποτελούν ένα στερεότυπο «κλείσιμο» που οι Κύπριοι ποιητάρηδες προσαρτούσαν στα μακροσκελή αφηγηματικά τραγούδια, όπου με φιλοσοφικούς στοχασμούς καθώς και ευχές και κολακείες προς το ακροατήριο απέβλεπαν στην εξασφάλιση της αμοιβής τους.

Προέλευση: Κύπρος
Ταξινόμηση: Ακριτικό
Διάρκεια: 03:37

Πληροφορίες καταγραφής

Ηχογραφήθηκε σε στούντιο, στις 28/10/2004.

Συντελεστές

Δείτε επίσης