Ο βασιλιάς διάταξε

Του Πορφύρη
00:00

Στίχοι

Ο βασιλιάς διάταξε σ’ όλα τα βελαγέτια,
 σ’ όλα τα βε- σ’ όλα τα βελαγέτια,
να μαζευτούνε οι γ-έμορφες κι όλα τα παλληκάρια,
κι όλα τα πα- κι όλα τα παλληκάρια.
Σαν τ’ άκουσαν οι έμορφες κι όλα τα παλληκάρια,
όλοι συναντηθήκανε κι ο βασιλιάς τούς λέει.
– Ποιος είν’ αξός και δυνατός τον Κωσταντή να πιάσει;
[Κανείς δεν απ’λογήθηκε, κανείς δεν απαντάει,
μόν’ ένας μικρός,
ένας κοντός, κοντούκικος [και μικροκαμωμένος],
βγήκε και τον απήντησε.
– Εγώ ’μαι αξός [και δυνατός] τον Κωσταντή να πιάσω·
μόν’ θέλω χίλιοι από τη μια και χίλιοι από την άλλη
και χίλιοι καταπόδι μου να γίνουν τρεις χιλιάδες,
να πιάσουμε τον Κωσταντή, χαρές και νοστιμάδες.

Ξεκίνησαν και πα να βρουν τον Κωσταντή στον κάμπο,
να παν να βρουν τον Κωσταντή στον ύπνο να κοιμάται,
να ’χει το μαύρο στη βοσκή και τα σπαθιά βγαλμένα.
Έννοια σ’ και τονε βρήκανε στον ύπνο και κοιμόταν,
ο μαύρος του ήταν στη βοσκή και τα σπαθιά βγαλμένα.
Τον πιάνουνε, τον δένουνε τα χέρια και τα πόδια,
τον δένουνε τα χέρια του μ’ εφτάδιπλη ’λυσίδα·
τον δένουνε τα μάτια του μ’ εφτάδιπλο ζουνάρι,
τον βάζουν και στους ώμους του του μύλου το λιθάρι·
και τότες εξεκίνησαν στον βασιλιά να πάνε.
Όταν έπιασαν τα μισά, ο Κωσταντής εστάθη.
– Για σταματήστε, ρε παιδιά, κι εγώ να σας μιλήσω.
Όπου θέλτε πηγαίντε με κι όπου θέλτε με πάτε·
μόν’ της αγάπης τα στενά δεν θε να με περνάτε.
Έννοια σ’ και τον περνούσανε απ’ το στενό τ’ς αγάπης,
εβγήκε η αγάπη του απ’ τ’ αψηλό κανάτι.*
Και τότες τον απήντησε.
– Δε σου ’πα εγώ, ρε Κωσταντή, να μη πολυκαυχιέσαι,
γιατ’ έχει ο βασιλιάς σκυλιά, τα βάζει και σε πιάνουν;
– Έννοια σ’, αγάπη μου, μην κλαις, μην κλαις και μη χτυπιέσαι·
θα βγούμε μέσα στα στενά, θα πιάσουμ’ τα λιβάδια,
τότε θα δεις τον Κωσταντή, πώς είν’ τα παλληκάρια.
Μόλις βγήκαν απ’ τα στενά και πιάσαν τα λιβάδια,
σαλεύει μια τα μάτια του και κόβει το ζουνάρι,
σαλεύει και τους ώμους του και ρίχτει το λιθάρι,
σαλεύει και τα χέρια του και σπάει την αλυσίδα.
Παίρνει απ’ τον Τούρκο το σπαθί, τον πρώτο καβαλάρη.
Τότε στο μαύρο του μιλά, γλυκά και τον φιλάει.
– Δέχεσαι, μαύρε μ’, δέχεσαι στο αίμα για να πλέξεις;
– Δέχομ’, αφέντη μ’, δέχομαι στο αίμα για να πλέξω.
Για δέσε το κεφάλι μου μ’ εφτάδιπλο ζουνάρι,
να μην ακούω τις βροντές κι αλλούθε θε να πάω.
Σαν τον πετρίτ’ κατέβηκε, σαν τον αϊτό ανέβ’κε·
στην πρώτη πήρε εκατό, στη δεύτερη διακόσιοι
και στον καλό τον γυρισμό ούδ’ ηύρε, ούδ’ αφήκε.
Τότες πηγαίν’ στον βασιλιά, γλυκά και του μιλάει.
– Αν έχεις χίλια πρόβατα, αν έχεις χίλια γίδια,
εγώ ημουν που τα φίλησα τ’ς βασίλισσας τα φρύδια.
Αν έχεις κι άλλα πρόβατα, στείλ’ τα να τα κουρέψω·
κι έχω ψαλίδια κοφτερά για να σ’ τα σημαδέψω.]


*κανάτι: παραθυρόφυλλο, τουρκ. kanat.

Τόπος: Λήμνος
Ταξινόμηση: Ακριτικό
Ρυθμός: 4σημος
Διάρκεια: 01:38

Πληροφορίες καταγραφής

Η Δόμνα Σαμίου κατέγραψε τo τραγούδι το 1973 στο χωριό Κοντιάς της Λήμνου, από τον 59χρονο Σταύρο Λαντούρη.
Τους στίχους στις αγκύλες, που δεν ακούγονται, τους απήγγειλε ο ίδιος.

Συντελεστές

Σταύρος Λαντούρης

Τραγούδι

Δείτε επίσης