Του Κλήδονα ⬥ Αγιόγιαννη κι βότανι αγιόγιαννη κι βότανι κι λιανοκαραφύλλι κι λιανοκαραφύλλι. Τα δυο βουτάνια μάλουναν ποιο να μυρίσει κάλλιο. Μυρίζει κι βασιλικός π’ αξαίν’ ’πού τα χαντάκια, μυρίζει του τριαντάφυλλου π’ αξαίνει απού τ’ αγκάθια μυρίζει κι η βρουμόκαρυα βρουμάει ι κάμπους ούλους. Πίσου κι σύ βρουμόκαρυα, βρουμάς τουν [...]
Αλέξαντρος, μπρ’ αμάν αμάν, Αλέξαντρος κι ο βασιλιάς, Αλέξης αντρειωμένος – κι ο μικρο-Κωσταντίνος· μαζ’ έτρουγαν, μαζί έπιναν, μαζί χαροκοπιούνταν. Κει πότρουγαν κει πόπιναν και κει π’ χαροκοπιούνταν λαλιά τ’ς ήρθι ’πού του Θιό, λαλιά ’πού τα ουράνια. «Θα πάρει Τούρκος το ψωμί, θα σέβ’ και μες στην Πόλη». «’Ντα βγουν [...]
Αμπέλι μ’ ποιος σε φύτιψι, κουντουχαμαϊδούλα μου κι ποιος θα σι κλαδέψει, λαλεί αηδουνάκι μ’ λάλει. Αμπέλι μ΄ γω σι φύτιψα, κουντουχαμαϊδούλα μου κι γω θα σι κλαδέψου, λάλει αηδουνάκι μ’ λάλει. Κάνει σταφύλι ρουζακί, κουντουχαμαϊδούλα μου κι του κρασί μουσχάτου, λάλει αηδουνάκι μ’ λάλει. Όποιες μανάδις κι αν του [...]
Άνοιξε, Λενιώ, την πόρτα να σου πω δυο τρία λόγια. Θα μας δούνε οι γειτόνοι μάνα μου θα με μαλώνει. Μη φοβάσαι, μη σε νοιάζει κι η μαμά σου ας φωνάζει.
Άνοιξε, χείλι μ' άνοιξε γλυκά να τραγουδήσεις για την καημένη την καρδιά την παραπονεμένη ώρες με βάζει και γελώ, ώρες με κάν' και κλαίω. Πολύ βαριά αρρώστησα...
Αντά’μαν παλληκάρι δώδεκα χρονώ στα σίδερα πατούσα κι έβγαζα νερό, στα μάρμαρα πατούσα και κουρνιάχτιζαν. Γιανίτσαρο μι πήραν πέρα στη Φραγκιά να μάθω το δοξάρι και τον πόλεμο. Κι ούδι δοξάρι ‘μάθα κι ούδι πόλεμο μόν’ ‘μάθα την αγάπη την παντέρημη. 1Κουρνιαχτίζω: σηκώνω, δημιουργώ σκόνη 2Στη λαϊκή ποίηση, με τη [...]
Βλέπω καράβια πo ’ρχοντι ’που μέσ’ από την Πόλη, μι τιτρακό-νο-σιες έμορφες, μι τιτρακόσιες ν-έμορφες, μ’ εξήντα παλληκάρια· στη μέση ήταν γερέντης μου, στη μέση ήταν γερέντης μου, λαλούσι το ντιλμπέρι, γιε μ’, το λαλούσι κι ίλιγι: [«Ας μη ’χα πάει στη γειτονιά, ας μη ’χα γειτονέψει, κι μ’ έριξαν [...]
Τραγούδι Χριστουγέννων ⬥ Δεν ακούς, πιριστερούδα μου, ήρθα στον μαχαλά σου, νερ, κι μαχαλά σου ξύπνησι και συ βαριά κοιμάσι. Ξύπνα, να πας στην εκκλησιά, βαρούνε οι καμπάνες, νερ, Χριστός γεννιέται σήμερα κι είναι γιορτή μεγάλη. Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου, νερ, όλος ο κόσμος χαίρεται και λένε στον [...]
Δώδεκα ευζωνάκια τ’ αποφασίσανε στον πόλεμο να πάνε, Παναγιά μου, να πολεμήσουνε. Στο δρόμο που πηγαίνουν, στη μαύρη θάλασσα, μαύρη φουρτούνα πιάνει ξεσκίζει τα πανιά. Βοήθα Παναγιά μου να τα γλυτώσουμε κι όσα καντήλια έχεις να σ’ τ’ ασημώσουμε. Δεν κλαίγω το καράβι, δεν κλαίγω τα πανιά, μον’ κλαίγω τα [...]
Αυτά τα μαύρα που φορείς, Ελένη, ν-αμάν εγώ, εγώ θα σου τα βγάλω θα σε φορέσω κόκκινα κι ύστερα θα σε πάρω. Δεν ήσαν συ που μου ’λεγες π’ αν δε με δεις πεθαίνεις και τώρα γύρισες και λες που μ’ είδες, που με ξέρεις.
Ν-ένας άγουρος κι έν’ άξιον παλληκάρι κάστρα γύ- κάστρα γύριβι, Ρωμιοπού- Ρωμιοπούλα μου. Κάστρα κι αν δεν βρει, χουριά να πάει να μείνει, βρίσκ' ένα, βρίσκ' ένα δεντρί, Ρωμιοπού- Ρωμιοπούλα μου. «Ν-αχ δεντρίτσι μου, ψηλό μου κυπαρίσσι, πού να μείνω ιγώ και πού να ξιβραδιάσω;» «Να κι η ρίζα μου [...]
Ένας άγουρος κι ένας καλός στρατιώτης κάστρο γύ- κάστρο γύρευε, ρωμιοπού- ρωμιοπούλα μου, κάστρο γύρευε, χωριό να πάει να μείνει, κι ούδε κάστρο βρίσκ’ κι ούδε χωριό να μείνει. Βρίσκει ένα δεντρί, δεντρί μαλαματένιο, στέκ’ και το ρωτάει, στέκεται και του λέει: – Δέξε με, δεντρί, εμέν’ και τ’ άλογό [...]
Η γκάιντα, άσκαυλος με τρεις αυλούς, μοιάζει στις γενικές της γραμμές με τον σκοτσέζικο και τον ιταλικό τύπο. Ο πρώτος αυλός (γκαϊντανίτσα) παίζει τη μελωδία και έχει επτά τρύπες μπροστά και μία πίσω για τον αντίχειρα, καθώς και ένα μονό επικρουστικό γλωσσίδι, τύπου κλαρίνου. Ο δεύτερος αυλός (φυσητάρι) χρησιμοποιείται από [...]
Κι τι τραγούδι να ’βρουμι ν’ αρέσ’ στου παλληκάρι. Η μάνα που ’χει τουν ιγιό, τουν πουλυουκανακάρη, τουν έλουζι, τουν χτένιζι κι στου σκουλειό τουν στέλνει, για να μαθαίνει γράμματα, να γένει γραμματέας. Κι ου δάσκαλους τουν έδειρνι μι μια χρυσή βιργίτσα· τουν δέρνει κι η δασκάλισσα μ’ ένα κλουνάρι [...]
Η Ευγενούλα η μοσχονιά, η πολυαγαπημένη, εβγήκε και παινέθηκε πως Χάρο δε φοβάται. Κι έχει τα σπίτια τα ψηλά και άντρα παλληκάρι, έχει και τους εννιά ’δερφούς, τους καστροπολεμίτες. Κι ο Χάρος όταν τ’ άκουσε πολύ του κακοφάνη, εβγήκε και σαΐτεψε στης κόρης τ’ν αρραβώνα. Και μπαινοβγαίνουν οι γιατροί και [...]
Ήρθαν τρεις σπανοί απ’ την Πόλη, πέντε τρίχες είχαν όλοι ήρθε κι έ- μπρε μπρε μπρε, ήρθε κι ένας Τηνιακός. Ήρθε κι ένας Τηνιακός, πέντε τρίχες μοναχός. Οι σπανοί όταν τον είδαν, πήγαν και τον συνεπήραν. −Βρε καλώς τον πολυγένη κι από πούθε κατεβαίνει; −Απ’ την Πόλη κατεβαίνω και στη Βενετιά [...]
Ήρθαν τρεις σπανοί απ’ την Πόλη πέντε τρίχες είχαν όλοι ήρθε κι ένας Τηνιακός πέντε τρίχες μοναχός. Οι σπανοί όταν τον είδαν πήγαν και τον συνεπήραν.* «Βρε, καλώς τον πολυγένη κι από πούθε κατεβαίνει;». «Απ’ την Πόλη κατεβαίνω και στη Βενετιά πηγαίνω θέλω ν’ αγοράσω χτένια γιατί μ’ έφαγαν τα [...]
Παίρνω το χρυσοσκέπαρο και τ’ αργυρόν πριόνι, και τ’ αργυρόν πριόνι ν’ ανέβω σε ψηλό βουνό και σ’ έμορφο βαλκάνι, και σ’ έμορφο βαλκάνι. Να κόψω δάφνες και μηλιές και μια νεραντζουπούλα, να φτιάξω τη λυρίτσα μου και τ’ αργυρόν δοξάρι. Για να λαλώ πουλύ καλά, χουρεύουν τα κουρίτσια, χουρεύ’ [...]
Ήταν Σαββατόβραδο πό 'λαχε να τηνε δω ήταν Σαββατόβραδο που την πρωτοείδα έφερνε κρύο νερό και της γύρεψα να πιω Λυγερή Θρακιώτισσα μ' έκανες κι αρρώστησα. Τέτοια νιάτα κι ομαρφιά δεν τα είδα πουθενά τέτοια νιάτα κι ομαρφιά δεν είδ' αλλού της είπα κείνη δε μου μίλησε, ντράπηκε, κοκκίνησε. Λυγερή [...]
Κάτου στα Ρόδα, στα Ροδοπούλα, ξένους αγάπ’σι μια ρωμιοπούλα κι η ρωμιοπούλα δεν τονε θέλει. – Πάρτουν, κόρη μου, τουν ξένουν άντρα, θα σι φουρέσει φλουριά κι χάντρα. – Δεν τονε θέλω, δεν τονε παίρνω, δεν τονε θέλω τουν ξένουν άντρα, κι ας μι φουρέσει φλουριά κι χάντρα.