Στη μέση στα Καλάβρυτα, στον πλάταν’ από κάτω, καθόσαντε, γέρο-Ζαΐμη μ’ τρεις γέ- μωρέ τρεις γέροντες. Καθόσαντε τρεις γέροντες και τρεις κοτζαμπασήδες.1 Ζαΐμης και Πετιμεζάς κι ο γέρο-Χαραλάμπης, συμβούλιο εκάνανε την Πάτρα για να κάψουν. – Ζαΐμη βάλε υπογραφή…. 1κοτζαμπασήδες: επί Τουρκοκρατίας, οι κοινοτάρχες, οι δημογέροντες
Της Τρί- μάνα μ’ της Τρί- της Τρίπολης οι λοχαγοί, της Τρίπολης οι λοχαγοί και του Μωριά οι λεβέντες στο Τεπελένι κείτουνται και στο Ιβάν κοιμούνται. Ανάθεμά σε Κορυτσά, Κλεισούρα, Τεπελένι που πήρες τα κορμάκια μας, δεν άφησες λεβέντη. Λεβέντης πήγα στο στρατό να πα να πολεμήσω και σα λεβέντης [...]
Τί τον(ε) ζηλεύεις, Βέργω μ’, τί τον(ε) ζηλε-νε-ύεις, τον ψηλόν τον ά-ν-άντρα, και τον ακαμά-να-τη, πο ’σπερνε το χρόνο, Βέργω μ’, πο ’σπερνε το χρόνο, πο ’σπερνε το χρόνο, ένα σκιάδι σπόρο. Κι έκλαιε κι οδυρόταν, Βέργω μ’, κι έκλαιε κι οδυρόταν, πως θα το θερίσει και θα ντ’ αλωνίσει. [...]
Για δέστε το μαργιόλικο και το μαργιολεμένο πώς βάζει το, άιντε ρούσα μου πώς βάζει το, ωρέ, το φεσάκι του πώς βάζει το φεσάκι σαν να ’ναι μεθυσμένο κείνο κρασί δεν έπινε, ρακί για να μεθύσει η αγάπη το βαλάντωσε.
Το πίν’ ο Κώστας το κρασί, το πίνει το πίνει, το πίνει, και στάλα δεν αφήνει. Για πιες το Κώστα το κρασί, για πιένε το, πιέ το για πιένε το, πιέ το και ξαναγέμισε το να βρει τον γείτονά σου τον Μήτσο που’ ν’ κοντά σου.
Τον γιαλό γιαλό πηγαίνω – πέσ’ τε το, ματάκια μου, την αγάπη μου να βρω – πεσ’ το όπως το λέω κι εγώ. Μα επήγα και την ηύρα – πέσ’ τε το, ματάκια μου, σ’ ασημένιον αργαλειό – πεσ’ το όπως το λέω κι εγώ. Της μιλώ, δεν μου μιλάει [...]
Τούτ’ τη γης, ντελή-Ρωμιά, τούτ’ τη γης την έσκαψα τούτ’ τη γης την έσκαψα με δυ’ ασημομάχαιρα. Κι όσο χώ- κι αμάν, αμάν, κι όσο χώμα έβγαλα κι όσο χώμα έβγαλα, στην ποδιά μου το ’βαλα. Γεφυρά- ντελή-Ρωμιά, γεφυράκι στέριωσα γεφυράκι στέριωσα, να περνάν οι κοπελιές. Να μαζε- κι αμάν, αμάν, να μαζεύουν τις ελιές, τις ελιές [...]
Τριάντα καράβια αρμένιζαν, Κάβο-Μαλιά και Ύδρα άιντε , τα δέκα ήταν φρα- μωρέ, ήταν φραντσέ- έρημε Μπραήμη μ’, φραντσέ- μωρέ, φραντσέζικα τα δέκα ήταν φραντσέζικα, τα δέκα της Αγγλίας και τ’ άλλα ήταν του Μόσκοβα, του βασιλιά του Ρούσου μα ήρθανε κι αράξανε στην Πύλο στο λιμάνι, πιάνουν και γράφουν γράμματα και [...]
Tώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια τώρα οι πέρδικες συχνολαλούν και λένε. – Ξύπνα αφέντη μου, ξύπνα καλέ μ’ αφέντη, ξύπνα αγκάλιασε κορμί κυπαρισσένιο κι άσπρονε λαιμό, βυζάκια σαν λεμόνια, σαν το κρύο νερό πο ’ρχεται από τα χιόνια. – Ας με λυγερή λίγον ύπνο να πάρω γιατί αφέντης μου [...]
Άντε, φώτα, καλέ, φώτα, φώτα το φεγγαράκι μου, φώτα το φεγγαράκι μου, να πάω στην αγάπη μου. Φώτα ψηλά και χαμηλά, γιατ’ είναι λάσπες και νερά· φώτα και χαμηλότερα να πάω γρηγορότερα. ν-Εγώ φωτάω ως το πρωί κι όπ’ έχει αγάπη ας περπατεί.
Μωρέ, χαρά που τo ’χουν, χαρά που το ’χουν τα βουνά, χαρά που το ’χουν τα βουνά κι οι κάμποι περηφάνεια. Γιατί γιορτάζει η Παναγιά, γιορτάζει κι η πατρίδα. Σαν βλέπουν διάκους με σπαθιά, παπάδες με ντουφέκια, σαν βλέπουν και το Γερμανό, της Πάτρας το Δεσπότη, για να βλογάει τ’ [...]
Κάλαντα Χριστουγέννων ⬥ Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου, για ’βγάτε, ιδέστε, μάθετε το που ο Χριστός γεννιέται. Γεννιέται κι αναθρέφεται με μέλι και με γάλα· το μέλι τρων οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες· και το μελισσοχόρταρο το λούζουντ’ οι κυράδες. Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά γαϊτανοφρύδα, κυρά μ’, [...]
Ω, Παναγία Δέσποινα, με τον μονογενή σου στ’ αντρόγυνο που θα γενεί, να δώσεις την ευχή σου. Σου τάζω Παναγία μου ένα χρυσό καντήλι να τους ταιριάξεις και των δυο στο χέρι δαχτυλίδι. Σου τάζω Παναγία μου μιαν ασημένια ζώνη να τους ταιριάξεις και των δυο σ’ ένα διπλό σεντόνι. [...]