Αμπέ- μωρέ, αμπέλι μου πλατύφυλλο αμπέλι μου πλατύφυλλο και κοντοκλαδεμένο για δε- μωρέ, για’ δεν ανθείς, για’ δεν καρπείς για δεν ανθείς, για’ δεν καρπείς, σταφύλια για’ δεν κάνεις με χρέωσες παλιάμπελο και θέλ’α σε πουλήσω. Μη με πουλάς αφέντη μου κι εγώ σε ξεχρεώνω για βάλε νιους και σκάψε [...]
Ανάμεσα Τσιρίγο και σε Κάβο-Μαλιά καράβι κινδυνεύει, Παναγιά μου, μ’ όλη τη σιρμαγιά.1 Γυρίζει, τριγυρίζει λιμάνι για να ’βρει, τα κύματα το σπρώχνουν, ν’ αράξει δε μπορεί. −Βοήθα, Παναγιά μου, για να γλυτώσουμε κι όσα καντήλια έχεις να σ’ τ’ ασημώσουμε. Δεν κλαίω το καράβι ούτε και τα πανιά μόν’ [...]
’Κεί απάνω στη, κι αμάν-αμάν-αμάν ’κεί απάνω στην τριανταφυλλιά ’κεί απάνω στην τριανταφυλλιά έφτιασε η πέρδικα φωλιά. Κι αναταράχτ’ η πέρδικα και πέσαν τα τριαντάφυλλα. Το μάθανε οι γειτόνισσες της Πάτρας οι αρχόντισσες. Παίρνουν τα καλαθάκια τους και πάνε να τα μάσουνε στεφάνια να τα φτιάσουνε.
Aπόψε δεν επλάγιασα, πέρδικα, μωρέ πέρδικα, πέρδικα, η πέρδικα μου, και πάλι δε νυστάζω, γιατ’ εκουβέντιασα πολύ με μια γειτόνισσα μου, που ‘χε τ’ αχείλι κόκκινο, με το βερτζί βαμμένο κι έσκυψα και τη φίλησα κι έβαψε το δικό μου.
Απόψε πίν’ αφέντης μου, χάνουμ’ αγάπη μ’ χάνουμαι Χαμάιδω η πέρδικά μου, μαζί με την κυρά μου. Βάζουν και μένα κεραστή, χάνουμ’ αγάπη μ’ χάνουμαι Χαμάιδω η πέρδικά μου, να τους κερνώ να πίνουν. Κι απέ το συχνοκέρασμα κι απ’ τα πολλά ποτήρια, εράγισε το χέρι μου, κι έπεσε το [...]
Ποιος είδε, γεια σ’ Αρκαδιανή, ποιος είδε την Αρκαδιανή; Αρκαδιανή καημένη, στα κλέφτικα ντυμένη. Δώδεκα χρόνους έκανε η κόρη με τους κλέφτες, κανείς δεν τηνε γνώρισε πως ήταν κορασίδα. Και μια Λαμπρή, μια Κυριακή, μια ’πίσημην ημέρα βγήκαν οι κλέφτες στο χορό να ρίξουν το λιθάρι. Το ρίχνουν τα κλεφτόπουλα το [...]
Aς πα να δουν, ας πα να δουν τα μά- τα μάτια μου ας πα να δουν τα μά- τα μάτια μου πώς τα περνά η αγά- η αγάπη μου, μήν’ ηύρ’ αλλού κι αγάπησε και μένα μ’ απαράτησε. Ποιος τό ειπε, βρε μελαχρινό, ποιος τό ειπε πως δε σ’ αγαπώ. Κι αν [...]
Ας πα να ιδούν τα μάτια μου πώς τα περνά η αγάπη μου μην’ ηύρ’ αλλού κι αγάπησε και μένα μ’ απαράτησε. Ποιος το ‘πε, βρε μελαχρινό ποιος το ‘πε πως δε σ’ αγαπώ. Κι αν το ‘π’ ο ήλιος να μη βγει τ’ άστρι να μην ξημερωθεί.
Ωρέ, Βασίλω Καλαματιανή, αχ, Βάσω, Βασίλω μου ωρέ, κι από τη Μικρομάνη, αχ, μπω-μπω Βασίλω μου ωρέ, κι από τη Μικρομάνη. Ωρέ, δεν είναι μια δεν είναι δυο ωρέ, στον ύπνο μου, Βάσω μ’, να μη σε δω. Ωρέ, ν-ετρέλανες όλους τους νιούς, αχ, Βάσω, Βασίλω μου ωρέ, κι εμένα τον αρφάνη, αχ, μπω-μπω [...]
Για μια γαργαλιανιώτισσα κι απάνω μαχαλιώτισσα δέρνει τη θυγατέρα της κρυφ’ από τον πατέρα της. Μωρ’ πού ’ν’ τα δαχτυλίδια σου μαύρα γλαρά τα φρύδια σου. Μάνα μ’ ο Γιώργος τα φορεί από την άλλη Κυριακή.
Γενή- μωρέ, γενήκαν τα γεννήματα γιεμ, και μπαίνομε στο θέρο, πες μ’ αγάπη μ’ τι να γένω. Παίρνω, μωρέ, παίρνω το δρεπανάκι μου γιεμ, και πάω να θερίσω, μαύρα μάτια ν’ αγαπήσω. Παίρνω τον έργο σαν πλατύ σαν πλατύ και σα μεγάλο, πες μ’ αγάπη μ’ τι να κάνω. Βρίσκω [...]
Γιώργη, μωρέ Γιώργη, Γιώργη βαράν τα σήμαντρα, Γιώργη βαράν τα σήμαντρα, σημαίνουν οι καμπάνες. Να πα- μωρέ, να πα- να πας Γιώργη μ’ στην εκκλησιά, να πας Γιώργη μ’ στην εκκλησιά, να πα να μεταλάβεις. – Εγώ μανούλα αμάρτησα στρατιώτης όταν πήγα. Όλοι τα δέναν τ’ άλογα σε πράσινο λιβάδι, μα εγώ πήγα [...]
Έβγα ήλιε μ’ έβγα, έβγα ήλιε μ’ έβγα έβγα ήλιε μ’ έβγα, έβγα λιγουλάκι. Έβγα ήλιε μ’ έβγα, έβγα λιγουλάκι για να σιργιανίσουμε μες στο περιβολάκι. Ζαλιάρικο, ζαλιάρικο μικρό και παιχνιδιάρικο. Να βρω πόρο να βρω1, πέρα να περάσω. να βρω την αγάπη μου, να παίξω, να γελάσω. Ζαλιάρικο, ζαλιάρικο [...]
Εψές προψές επέρναγα απ’ τα, μωρέ ν-απ’ τα βουνά της Πιάνας κι ακώ το γέ- μωρέ παιδιά, κι ακώ το γέρο του Μωριά. Κι ακώ το γέρο του Μωριά, το γερο-Θοδωράκη να λέει στα παλικάρια του, να λέει στα παιδιά του. Παιδιά μ’ πήρ’ ο χινόπωρος, πήρ’ ο βαρύς χειμώνας, πέσαν τα [...]
Ευτού ψηλά που πας στη Φτέρη και μένανε κοντοκαρτέρει παίζοντας να πάμ’ οι δυο μας μη το μάθει το χωριό μας μη μας δουν τα χελιδόνια εγώ θα σ’ αγαπώ αιώνια μη μας δούνε τα λουλούδια, γεια σ’ αγάπη μου καινούργια αντάμα έλα να πάμ’ οι δυο μας κι ας [...]
Ήρθανε τα Φώτα και τα Φωτερά ήρθε κι η Κυρά μας η Παναγιά σπάργανα κρατάει και κερί βαστεί και τον Άγιο Γιάννη παρακαλεί. «Άγιε Γιάννη Πρόδρομε και βαφτιστή δύνασαι βαφτίσεις Θεού παιδί;». «Δύναμαι και σω αλλά δεν τολμώ να βαφτίσω Εσέ απ’ τον ουρανό που ’ρθες να συντρίψεις τα είδωλα [...]
Καινούργιος γάμος γίνεται, με γεια του, με γεια του με γεια του, με χαρά του και η Παναγιά κοντά του. Xαίρεται η μάνα του γαμπρού, με γεια του, με γεια του χαίρεται κι ο πατέρας του, με γεια του, με γεια του χαίρουνται τ’ αδερφούλια του, με γεια του, με [...]
Κάτω στον κάμπο τον πλατύ, που ’ν’ τα, μωρέ, που ’ν’ τα πολλά λελούδια εκεί μαζέ- το Ρηνάκι μου, εκεί μαζεύοντ’ οι ξανθιές. Εκεί μαζεύοντ’ οι ξανθιές να χτίσουν μοναστήρι. Τα περιστέρια κουβαλούν, τα χελιδόνια χτίζουν το χτίσαν, τ’ αποχτίσανε, πιάνουν χορό χορεύουν. Μπροστά χορεύουν οι ξανθιές και πίσω οι μαυρομάτες [...]
Κινήσανε τρεις λυ- μωρέ, λυγερές και τρεις, μωρέ, και τρεις μαυροματούσες τουμπουρλού και πάν’ μωρέ, τουμπουρλού, και πάν’ τουμπουρλού και πάν’ την άκρη το γιαλό και πάν’ την άκρη το γιαλό και πάν’ την άμμον άμμο και χαλικάκια μάζευαν και στην ποδιά τα βάζουν πετροβολάν τη θάλασσα, πετροβολάν το κύμα. Μωρή [...]
Κλέφτες μπή- μωρέ, ρούσα μου, κλέφτες μπήκαν στην αυλή μπήκαν κλέφτες στην αυλή κλέψαν τη Βασιλική και την πήραν και την πάνε στα βουνά την τριγυρνάνε «Για περπάτα γρήγορα μη μας πιάσουν σήμερα». «Δεν μπορώ να περπατήσω στα βουνά να τριγυρίσω». «Για περπάτησε λιγάκι μη μας πάρει το βραδάκι».
Λαλού- βάι, λαλούδι1 της Μονομπασιάς, λαλούδι της Μονομπασιάς και κάστρο της Αθήνας και κάστρο της Αθήνας. Και Παλαμήδι τ’ Αναπλιού άνοιξε να ’μπω μέσα. Να δω τις Αναπλιώτισες, τις Αναπλιωτοπούλες, πώς πλένουν, πώς λευκαίνουνε, πώς μοσχοσαπουνάνε. Με το ’να χέρι πλένουνε, με τ’ άλλο σαπουνάνε, και με τα δυο τα [...]
Λάμπουν τα χιό- μωρέ, τα χιόνια στα βουνά κι ο ήλιος στα λαγκάδια ν-έτσι λάμπει, μωρέ, λάμπει κι η κλεφτουριά. Έτσι λάμπει κι η κλεφτουριά, οι Κολοκοτρωναίοι π’ αυτοί δεν καταδέχουνται τη γης να την πατήσουν. Καβάλα παν στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε, καβάλα παίρν’ αντίδωρο απ’ του παπά το χέρι. Φλωριά [...]