Έρχομαι κι εσύ κοιμάσι μέσα στ’ άσπρα γιασιμιά, ξύπνα που να ζεις κι να ’σι, φουντουτή μου λιμουνιά. Λιβισιανή μου πέρδικα στα δίχτυα σου μπερδεύτηκα. Της καρτιάς μου τα κλειδάκια πάρι τα κι άνοιξι κι έχει μέσα γκιούλ μπαξέδους κι έμπα κι σιργιάνισι. Έλα κι μην τη βαριθείς τη στράτα να ’ρτεις να μι [...]
Εφτά βδομά- ν-εφτά βδομάδες έκανα εφτά βδομάδες έκανα πουλί μ’ να σου μιλήσω γιατ’ ήτανε- γιατ’ ήτανε Σαρακοστή γιατ’ ήτανε Σαρακοστή, να μη σε κριματίσω. Τα ματάκια σου θυμούμαι κι όλη νύχτα δεν κοιμούμαι. Όμορφη πού ’ναι η Λαμπρή κι όμορφα που γλεντούνε σαν έρχεται το νιότριτο,1 ίδι’ αετοί πετούνε. [...]
− Έχετε ψαράδες ψάρια, έχετε ψαράδες ψάρια, έχετε ψαράδες ψάρια, αστακούς και καλαμάρια, αστακούς και καλαμάρια. − Έχομε χρυσή σαρδέλα σαν την έμορφη κοπέλα. − Έμαθα κυρά πως έχεις ψαροπούλα και ψαρεύεις κι ήρθα να σου τη γυρέψω μαύρα μάτια να ψαρέψω.
Χήρα, ν’ αλλάξεις όνομα, χήρα να μη σε λένε, γιατ’ έκανες τα μάτια μου μέρα και νύχτα κλαίνε. Μα γιατί δε μας το λες τον πόνο π’ έχεις κι όλο κλαις. Της χήρας το προσκέφαλο μυρίζει από κυδώνι και όποιος νέος κοιμηθεί τα νιάτα του σκλαβώνει. Μα γιατί δε μ’ [...]
Η χρυσή παρηγοριά μου είν’ το κρασάκι μου με αυτό διασκεδάζω το μεράκι μου. Κόκκινα μου ρεπανάκια, φύλλα πράσινα εις υγείαν της παρέας κι όξω βάσανα. Όλο ούζο, ούζο, ούζο το βαρέθηκα βάλτε μου λίγο κρασάκι που τ’ ορέχτικα. Σαν μεθώ και πέφτω κάτω και λασπώνουμαι ακουμπώ στα δυο μου [...]
Τραγούδι της νύφης ⬥ Ήρθεν η ώρα η καλή κι η υπερευλογημένη να παραδώσ’ την πέρδικα, την ανθοστολισμένη. Βάλε μετάνοια, φίλησε της μάνας σου το χέρι γιατί θα πας στην εκκλησιά, να κάνεις άλλο ταίρι. Μα σένα κόρη πρέπει σου, καρέκλα καρυδένια για ν’ ακουμπάς τη μέση σου, τη μαργαριταρένια. [...]
Αρχιμηνιά, κερά, κι αρχιχρονιά, κι αρχή, κι αρχή καλός μας χρόνος και κει που βγήκε, κερά μου, ο Χριστός, τριώ- τριώ χρονώ παιδάκι όλο τον κόσμο γύρισε σαν το καλογεράκι. Κι εκεί που περιπάτησε χρυσή μηλίτσα βγήκε και μες στα φύλλα της μηλιάς, δυο μήλα χρυσομήλα όποιος τα πάρει χρύσωσε [...]
Αυτά τα μάτια τα γλυκά, ωχ αμάν, γιαντίμ1, αμάν για πες μου πού τα ηύρες καλέ -καλέ συ- καλέ δε μιλάς και συ. Και με αυτά με πλάνεψες, ωχ αμάν, γιαντίμ, αμάν και σκλάβο σου με πήρες καλέ -καλέ συ- καλέ δε μιλάς και συ. Έχεις δυο μάτια σαν ελιές, ωχ αμάν, γιαντίμ, αμάν απάνω [...]
Kαλέ δε με λυπάσαι δε μ’ ασπλαχνίζεσαι που χάνομαι γισ σένα και συ στολίζεσαι. Έλα να σε φιλήσω και γρήγορα να πας να μη μας δουν γειτόνοι και πουν πως μ’ αγαπάς.
Κάμω να σ’ αλησμονήσω, μα η καρδιά μου με πονεί Σύ σ’ η πρώτη μου αγάπη, σύ ’σαι η παντοτινή Κάμω χάζι να σε βλέπω την ημέρα μια φορά Για να παίρνει ο νους μου αέρα κι η καρδιά παρηγοριά Απεφάσισα τα μαύρα να φορώ παντοτινά και να κλαίω μέρα-νύχτα, [...]
Kάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι κόρην α- κόρην αγαπώ. Κόρην αγαπώ, ξανθή και μαυρομάτα δώδεκα, δώδεκα χρονώ. Δώδεκα χρονώ, π’ ο ήλιος δεν την είδε παρά η μάνα της κανέλα τη φωνάζει κανελόριζα και άνθη της κανέλας φούντα της μηλιάς τα μήλα φορτωμένη τ’ άκουσα κι εγώ, πάω να κόψω μήλα [...]
Το σκοπό κατέγραψε η Δόμνα Σαμίου στο χωριό Σήμαντρα Χαλκιδικής από τους μουσικούς Γιάννη Νικολαϊδη, βιολί και Αντώνη Θωμαϊδη λαούτο, το 1982. Ηχογραφήθηκε το 1986.
Αντικριστός χορός 9σημου ρυθμού (2-3-2-2). Πολύ γνωστός στους Μεγαρίτες, που προφανώς τον έμαθαν από τους πρόσφυγες του χωριού Μελί της χερσονήσου Ερυθραίας, όταν οι τελευταίοι εγκαταστάθηκαν σε περιοχή κοντά στα Μέγαρα. Ηχογραφήθηκε το 1995.
Με τη θεια μου την Κοντύλω επηγαίναμε στο μύλο μπιγιρνέ, μπιγιρνέ, μπίγι-μπίγι μπιγιρνέ. Κούντα1 γω και κούντα κείνη, δίν’ ο Θιός και πέφτ’ εκείνη πάνω γω, ’πό κάτω εκείνη. – Άχου, θεια, και να ’σουν ξένη, και το τι ’θελε να γένει! – Κάμε, γιε μου, τη δουλειά σου κι εγώ [...]
Με τη θεια μου την Κοντύλω επηγαίναμε στο μύλο, μπιγιρνέ-μπιγιρνέ-μπίγι-μπίγι-μπιγιρνέ. Κούντα1 γω και κούντα κείνη, δίν’ ο Θιός και πέφτ’ εκείνη, πάνω γω, ’πό κάτω εκείνη. – Άχου, θεια, και να ’σουν ξένη, και το τι ’θελε να γένει! – Κάμε, γιε μου, τη δουλειά σου κι εγώ είμαι πάλι θεια [...]
Μια κόρη από την Εύριπου θέλει να ταξιδέψει, ερ, θέλει να κά- ερ, θέλει να κά- ερ, θέλει να κά- να κάνει πέρασμα, θέλει να κάνει πέρασμα, πέρα για να περάσει, δίνει ’κατό βενέτικα στον τόπο της να πάει κι τετρακόσια τέσσιρα να πάει με την τιμή της. Κι ξαδιαντράπ’* [...]
Μια κόρη Βρονταδούσαινα ύφαινε κι ξεφαίνε κιλαηδισμός τ’ αργαστηριού, κιλαηδισμός τ’ αργαστηριού κι ο χτύπος του χτενιού της, πουλάκι πήγε κι ήκατσε, πουλάκι πήγε κι ήκατσε πάνω στο ξυλοχτένι. Δεν ηκιλάδγιε σαν πουλί ούτε σα χιλιδόνι, μόνο κιλάδγιε κι ήλεγε ανθρωπινή μιλίτσα: – Χριστέ, και να ’σπανε η οτρά1 να [...]
Να το πούμε ένα, να το πούμε ένα, ένα είναι τ’ αηδόνι, κι αυτό γλυκά λαλεί. Να το πούμε δύο, να το πούμε δύο, δύο πέρδικες στ’ αλώνι ένα είναι τ’ αηδόνι, κι αυτό γλυκά λαλεί. Να το πούμε τρία, να το πούμε τρία, τρία η Αγιά Τριάδα, δύο πέρδικες [...]
Έλα, ύπνε μου, πάρε το κι άμε το στους μπαξέδες και γέμισε τους κόρφους του λουλούδια, μενεξέδες. Κοιμήσου, μέρα μ’ όμορφη, νύχτα με τ’ αστεράκια Μάη μου με τα λούλουδα και με τα χορταράκια. Νάνι που το ’σπερνε αϊτός κι όπου το γέννα χήνα κι όπου το μοσχανάθρεψε μια χρυσογερακίνα.
Κοιμήσου και σου χάρισα τρία χωριά μεγάλα τη Σμύρνη με τα λούλουδα, τη Χιο με τα καράβια και την Κωσταντινούπολη με τα μαργαριτάρια. Κοιμάται που να μου θραφεί, με μάνα και με κύρη και αδερφό πραματευτή κι άντρα καραβοκύρη. Κοιμήσου που παρήγγειλα φεργάδα να μας πάρει μ’ ασήμι και με [...]
Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, έλα πάρε και τούτο μικρό, μικρό σου το ‘δωσα μεγάλο φέρε μου το μεγάλο σαν ψηλό βουνό ίσιο σαν κυπαρίσσι κι οι κλώνοι του ν’ απλώνονται σ’ Ανατολή και Δύση.