Ανοίξετε την πόρτα σας τα κάλαντα να πούμε και βάλετε και μια ρακή για να σας ευχηθούμε. Ταχιά ταχιά ‘ν’ αρχιμηνιά, πρώτη γιορτή του χρόνου αρχή που βγήκεν ο Χριστός στη γης να περπατήξει και βγήκεν και χαιρέτηξε ούλους τσι ζευγολάτες κι ο πρώτος που χαιρέτηξε ήταν άγιος Βασίλης. «Καλώς [...]
Ο πεντοζάλης ακολουθεί το μέτρο των 2/4 και είναι ο πιο χαρακτηριστικός και θεαματικός απ’ όλους τους κρητικούς χορούς. Τα βήματά του είναι μικρά, γρήγορα και επακριβή και ποικίλλονται με ενδιαφέροντα πηδήματα. Η κίνησή του, αργή στην αρχή, με την πάροδο του χρόνου γίνεται όλο και πιο γρήγορη. Το κομμάτι [...]
Κάλαντα Πρωτοχρονιάς ⬥ Αρχιμενιά κι αρχιχρονιά κι αρχή καλός μας χρόνος Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία βαστάει εικόνα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί μιλούσε. Παινέματα για τον αφέντη Μα σένα, αφέντη, πρέπει σου καρέκλα καρυδένια για ν’ ακουμπάς τη μέση σου τη [...]
Αυγή τσ’ αυγής, αυγή τσ’ αυγής θα σηκωθώ ’πού του βουνού τη ρίζα, ’πού του βουνού τη ρίζα να σύρω να- να σύρω να ξημερωθώ. Να σύρω να ξημερωθώ, βουνό μου στην κορφή σου να κάμω κύκλο στο βουνό, βολίτα στη μαδάρα να βρω μια μπέτρα ριζιμιά, να διπλωθώ να [...]
Αύριο είναι τω Φωτώ π’ αγιάζουν οι παπάδες μέσα στα σπίτια μπαίνουνε και λεν τσι εορτάδες. Ο Ιωάννης Βαπτιστής επέρασε και είπε. Χαρίσετέ μου τα κλειδιά τα μαργαριταρένια ν’ ανοίξω τον Παράδεισο, να μπω στο περβολάκι να θέσω ν’ αποκοιμηθώ σε μια μηλιά ‘πό κάτω. Πέφτουν τα μήλα κόκκινα απάνω [...]
Για δες περβόλι ν-έμορφο, για δες κατάκρυα βρύση κι όσα δέντρα ‘μπεψεν ο Θιός μέσα ’ναι φυτεμένα κι όσα πουλιά πετούμενα μέσα ’ναι φωλεμένα. Μέσα σε ’κείνα ντα πουλιά ευρέθει ένα παγώνι και χτίζει τη φωλίτσα του σε μιας μηλιάς κλωνάρι.
Είναι δέντρα πολλά στη γη, σαν την ελιά δεν είναι βρέχει, χιονίζει, λιάζεται και πάντα δροσερή ’ναι. Μα γω αγαπώ την την ελιά, γιατί βγάνει το λάδι και φέγγει στην αγάπη μου όντε δειπνά το βράδυ. Απόψε μόνο κι αύριο αργά θα ν’ είμαστε νομάδι κι ύστερα ξεχωρίζομε ωσάν τσ’ [...]
Άχι, και να ’χα μια ρακή και τέσσερα στραγάλια να δείτε πως θα τραγουδώ με δίχως παρακάλια. Θωρείς εκείνη τη ρακή α-που ’ναι στο ποτήρι ήμουνε και του λόγου μου μέσα στο πατητήρι. Πίνω ρακή δε με μεθεί, αν πιω και δυο κανάτες ως με μεθούν οι κοπελιές οι γαϊτανοφρυδάτες. [...]
Χριστουγεννιάτικη μαντινάδα Κρήτης ⬥ Η μέρα η σημερινή δεν είναι σαν τις άλλες γιατί γεννήθηκε ο Χριστός και είναι χαρές μεγάλες. Χριστουγεννιάτικο δεντρί να ‘μουνα χιονισμένο να μ’ έχουνε στο σπίτι σας σε μια γωνιά στεμένο.
– Κάστρο και πού ’ν’ οι πύργοι σου και τα καμπαναριά σου και πού ’ν’ οι γι-αντριωμένοι σου, όμορφα παλικάρια. – Μα μένα οι γι-αντριωμένοι μου, όμορφα παλικάρια, η μαύρη γης τα χαίρεται στο μαυρισμένον Άδη. Δεν έχω αμάχη1 τσι Τουρκιάς, μούιδε κακιά του χάρο μόνο ’χω αμάχη και κακιά [...]
Ξενιτεμένο μου πουλί, γοργό μου χελιδόνι, απ’ όταν εχωρίσαμε ο νους μου δε μερώνει. Ο Κρητικός στη ξενιτιά δεν πρέπει να πεθαίνει γιατί το χώμα είναι βαρύ κι η πλάκα είναι ξένη. Χιλιάδες χαιρετίσματα όσοι κι αν με γροικάτε κι αφήνω σας παραγγελιά, την Κρήτη μην ξεχνάτε. Λεβεντογέννα Κρήτη μας, [...]
Μάνα πολλά μαλώνεις με, κι εγώ μισέψει θέλω, να πάω μάνα μ’ στην ξενιτιά, να πάω μάνα μ’ στα ξένα, να κάμεις μήνες να με δεις, χρόνους να μ’ ανταμώσεις. Να ’ρθουσι μάνα μ’ οι γιορτές, να ’ρθουσι κι οι σκολάδες, να πας μάνα μ’ στην εκκλησιά να κάμεις το [...]
Mαύρο καπνό είδα κι έβγαινε από ‘να καλαμιώνα κι ο καλαμιώνας έν’ πολύς κι ένα θεριό ’χει μέσα. Tρεις κυνηγοί παρθήκανε να πα’ να το σκοτώσουν. Στη στράτα όπου πηαίνανε επερριροζονάραν. Σαν το σκοτώσουμ’ το θεριό που ’ναι στον καλαμιώνα να πάμε εις το βασιλιά μιστό να μας εδώσει γιατί [...]
Μες στου Μαγιού τση μυρωδιές, τα κόκκινα κεράσια για δέστε πώς χορεύουνε τση Κρήτης τα κοράσια. Μαυροματού, μαυροφρυδού, μαύρα είναι τα μαλλιά σου μαύρα είν’ τα χιόνια στα βουνά μπροστά στην ομορφιά σου. Άγγελος είσαι μάτια μου κι αγγελικά χορεύεις αγγελικά πατείς στη γη κι όλους τους νιους μαραίνεις.
Ε-νε, μια κό- μια κόρη συ- ε, μια κόρη συναπόβγανε μια κόρη συ- μια κόρη συναπόβγανε ε, τον άντρα ντζη, άντρα ντζη στα ξένα, κρατεί κερί και φέγγει του, ποτήρια και κερνά τον κι όσα ποτήρια τον κερνά τόσα λόγια του λέει: – Μισεύγεις Κωσταντίνο μου κι ίντα μου παραγγένεις; [...]
Σε ψηλό βουνό, σε ριζιμιό χαράκι κάθεται αϊτός βρεμένος ο καημένος και παρακαλεί τον ήλιο ν’ ανατείλει. – Ήλιε, ανάτειλε, ήλιε, λάμψε και δώσε για να λειώσουνε χιόνια ’πού τα φτερά μου και τα κρούσταλα απού τ’ ακρανυχά μου. Μη τονε κλαις τον αετό όντε βροντά και βρέχει μόνο να κλαις [...]
Tον αντρειωμένο μην τον κλαις όσο ε όσο κι αν α- όσο κι αν αστοχήσει, μ’ αν αστοχήσει μια, μ’ αν αστοχήσει μια και δυο, μ’ αν αστοχήσει μια και δυο πάλι ε πάλι αντρειωμέ- πάλι αντρειωμένος είναι, πάντα ‘ν’ η πόρτα του ανοιχτή κι η τάβλα ντου στρωμένη και [...]
Tον αντρειωμένο μην τον κλαις όντε κι αν αστοχήσει, μ’ αν αστοχήσει μια και δυο πάλι αντρειωμένος είναι, πάντα ‘ναι η πόρτα ντου ανοιχτή κι η τάβλα ντου στρωμένη, χαροκοπούν οι φίλοι ντου. Oι άντρες οι φανήσιμοι κι οι καστροπολεμάρχοι πως είν’ οι μπάλες δανεικές κατέχου ντο στη μάχη.
Ο βασιλιάς κι ο Μαυριανός σε περιβόλι τρώγουν αθιβολές1 δεν είχανε και αθιβολές εφέραν για τσι ξανθές, για τσι σγουρές και για τσι μαυρομάτες, πως δεν εβρέθηκε καμιά στον κόσμο μην πλανάται. – Ωσάν το ρόδο τ’ ανοιχτό, το λουλουδάκι τ’ άσπρο έχω κι εγώ μιαν αδερφή, μ’ αλήθεια δεν πλανάται. [...]
Παιδιά, κι είντα γινή- παιδιά, κι είντα γινήκανε του κόσμου οι γι-α- ε νε, του κόσμου οι γι-αντρειωμένοι; Μουδέ στσι μέσες φαίνουνται μουδέ στσ’ αναμεσάδες1. Κάτω στην άκρη τ’ ουρανού, στην τελείωση του κόσμου, εκειδά πύργο χτίζουνε του Χάρου να κρυφτούνε. [Κι ο Χάρος μύγα γίνεται μπαίν’ απ’ το παραθύρι [...]
– Όνειρο το ’δα λυγερή να μου το ξεδυλιάνεις απόψε χώρες όριζα και πράσα επρασολόγου και λευκοκάρυα ετσάκιζα μικρό μου στην ποδιά σου. – Δεν το θωρείς βαριόμοιρε μόνος και μοναχός σου; Οι χώρες είναι χωρισμοί, τα πράσα είναι πίκρες τα λευκοκάρυα οι μπαλωθιές, ξεχωρισμοί για πάντα.