Πες μας να ζεις, Βασίλειε, πόσα μουζούρια σπέρνεις; Σπέρνω σταράκι δώδεκα, κριθάρι δεκαπέντε, ταγή και ρόβι δεκαοχτώ κι από νωρίς στο στάβλο. Ο Αϊ-Βασίλης ζευγολάτης. Καλαντίζει παιδική χορωδία (1974)
Ο πεντοζάλης ακολουθεί το μέτρο των 2/4 και είναι ο πιο χαρακτηριστικός και θεαματικός απ’ όλους τους κρητικούς χορούς. Τα βήματά του είναι μικρά, γρήγορα και επακριβή και ποικίλλονται με ενδιαφέροντα πηδήματα. Η κίνησή του, αργή στην αρχή, με την πάροδο του χρόνου γίνεται όλο και πιο γρήγορη. Το κομμάτι [...]
Αυγή τσ’ αυγής, αυγή τσ’ αυγής θα σηκωθώ ’πού του βουνού τη ρίζα, ’πού του βουνού τη ρίζα, να σύρω να- να σύρω να ξημερωθώ. Ριζίτικο. Ηχογραφήθηκε το 2004.
Αύριο είναι τω Φωτώ π' αγιάζουν οι παπάδες, μέσα στα σπίτια μπαίνουνε και λεν τσι εορτάδες. Τα κάλαντα ηχογραφήθηκαν το 1974 με την Παιδική Χορωδία του Γυμνασίου «Εστίας Νέας Σμύρνης».
Για δες περβόλι ν-έμορφο, για δες κατάκρυα βρύση· κι όσα δέντρα ’μπεψεν ο Θιός μέσα ’ναι φυτεμένα. Ριζίτικο τραγούδι με τον Παναγιώτη Μπαγάνη. Ηχογραφήθηκε το 1980.
Είναι δέντρα πολλά στη γη, σαν την ελιά δεν είναι· βρέχει, χιονίζει, λιάζεται και πάντα δροσερή ’ναι. Μαντινάδες για την ελιά με τον Ηλία Ανδρεουλάκη στο τραγούδι και στη λύρα. Ηχογραφήθηκε το 2006.
Άχι, και να ’χα μια ρακή και τέσσερα στραγάλια, να δείτε πως θα τραγουδώ με δίχως παρακάλια. Μαλεβιζιώτικος σκοπός με τον Ηλία Ανδρεουλάκη στο τραγούδι και στη λύρα. Ηχογραφήθηκε το 2006.
Χριστουγεννιάτικη μαντινάδα Κρήτης ⬥ Η μέρα η σημερινή δεν είναι σαν τις άλλες, γιατί γεννήθηκε ο Χριστός και είναι χαρές μεγάλες. Στη λύρα και το τραγούδι ο Μανώλης Περιστέρης. Ζωντανή ηχογράφηση (1981).
Τον σκοπό κατέγραψε η Δόμνα Σαμίου το 1965 στα Χανιά. Στην κρητική λύρα, η Ασπασία Παπαδάκη. Στην Κρήτη συναντάμε τέσσερις βασικούς τύπους χορών: τον συρτό, που χορεύεται κυρίως στην περιοχή των Χανίων· τη σούστα, χαρακτηριστικό χορό του Ρεθύμνου· και τον πεντοζάλη μαζί με τον καστρινό, χορούς που προέρχονται από το [...]
«Κάστρο, και πού ’ν’ οι πύργοι σου και τα καμπαναριά σου; Και πού ’ν’ οι γι-αντριωμένοι σου, όμορφα παλληκάρια;» «Μα μένα οι γι-αντριωμένοι μου, όμορφα παλληκάρια, η μαύρη γης τα χαίρεται στον μαυρισμένον Άδη. Δεν έχω αμάχη τσι Τουρκιάς, μούιδε κακιά του χάρου· μόνο ’χω αμάχη και κακιά του σκύλου [...]
Ξενιτεμένο μου πουλί, γοργό μου χελιδόνι, απ' όταν εχωρίσαμε ο νους μου δε μερώνει. Ο Κρητικός στη ξενιτιά δεν πρέπει να πεθαίνει γιατί το χώμα είναι βαρύ κι η πλάκα είναι ξένη. Χιλιάδες χαιρετίσματα όσοι κι αν με γροικάτε κι αφήνω σας παραγγελιά, την Κρήτη μην ξεχνάτε. Λεβεντογέννα Κρήτη μας, [...]
Μάνα πολλά μαλώνεις με, κι εγώ μισέψει θέλω, να πάω μάνα μ’ στην ξενιτιά, να πάω μάνα μ’ στα ξένα, να κάμεις μήνες να με δεις, χρόνους να μ’ ανταμώσεις. Να ’ρθουσι μάνα μ’ οι γιορτές, να ’ρθουσι κι οι σκολάδες, να πας μάνα μ’ στην εκκλησιά να κάμεις το [...]
Μαύρο καπνό είδα κι έβγαινε από ’να καλαμιώνα. Κι ο καλαμιώνας έν’ πολύς κι ένα θεριό ’χει μέσα. Τρεις κυνηγοί παρθήκανε να πα’ να το σκοτώσουν. Στη στράτα όπου πηαίνανε επερριροζονάραν: «Σαν το σκοτώσουμ’ το θεριό που ’ναι στον καλαμιώνα, να πάμε εις το βασιλιά μιστό να μας εδώσει, γιατί [...]
Μες στου Μαγιού τση μυρωδιές, τα κόκκινα κεράσια, για δέστε πώς χορεύουνε τση Κρήτης τα κοράσια. Μαυροματού, μαυροφρυδού, μαύρα είναι τα μαλλιά σου, μαύρα είν’ τα χιόνια στα βουνά μπροστά στην ομορφιά σου. Άγγελος είσαι, μάτια μου, κι αγγελικά χορεύεις. Αγγελικά πατείς στη γη κι όλους τους νιους μαραίνεις.
Ε-νε, μια κό- μια κόρη συ- ε, μια κόρη συναπόβγανε μια κόρη συ- μια κόρη συναπόβγανε ε, τον άντρα ντζη, άντρα ντζη στα ξένα, κρατεί κερί και φέγγει του, ποτήρια και κερνά τον κι όσα ποτήρια τον κερνά τόσα λόγια του λέει: «Μισεύγεις, Κωσταντίνο μου, κι ίντα μου παραγγένεις;» [«Α [...]
Σε ψηλό βουνό, σε ριζιμιό χαράκι κάθεται αϊτός βρεμένος ο καημένος και παρακαλεί τον ήλιο ν’ ανατείλει. - Ήλιε, ανάτειλε, ήλιε, λάμψε και δώσε για να λειώσουνε χιόνια ’πού τα φτερά μου και τα κρούσταλα απού τ’ ακρανυχά μου. Μη τονε κλαις τον αετό όντε βροντά και βρέχει μόνο να κλαις [...]
Τον αντρειωμένο μην τον κλαις όσο ε όσο κι αν α- όσο κι αν αστοχήσει, μ’ αν αστοχήσει μια, μ’ αν αστοχήσει μια και δυο, μ’ αν αστοχήσει μια και δυο πάλι ε πάλι αντρειωμέ- πάλι αντρειωμένος είναι, πάντα 'ν’ η πόρτα του ανοιχτή κι η τάβλα ντου στρωμένη και [...]
Τον αντρειωμένο μην τον κλαις όντε κι αν αστοχήσει, μ’ αν αστοχήσει μια και δυο πάλι αντρειωμένος είναι, πάντα 'ναι η πόρτα ντου ανοιχτή κι η τάβλα ντου στρωμένη, χαροκοπούν οι φίλοι ντου. Οι άντρες οι φανήσιμοι κι οι καστροπολεμάρχοι πως είν’ οι μπάλες δανεικές κατέχου ντο στη μάχη.
Ο βασιλιάς κι ο Μαυριανός σε περιβόλι τρώγουν αθιβολές δεν είχανε και αθιβολές εφέραν για τσι ξανθές, για τσι σγουρές και για τσι μαυρομάτες, πως δεν εβρέθηκε καμιά στον κόσμο μην πλανάται. –Ωσάν το ρόδο τ’ ανοιχτό, το λουλουδάκι τ’ άσπρο έχω κι εγώ μιαν αδερφή, μ’ αλήθεια δεν πλανάται. –Αν [...]
Παιδιά, κι είντα γινή- παιδιά, κι είντα γινήκανε του κόσμου οι γι-α- ε νε, του κόσμου οι γι-αντρειωμένοι; Μουδέ στσι μέσες φαίνουνται, μουδέ στσ' αναμεσάδες. Κάτω στην άκρη τ' ουρανού, στην τελείωση του κόσμου, εκειδά πύργο χτίζουνε του Χάρου να κρυφτούνε. [Κι ο Χάρος μύγα γίνεται μπαίν' απ' το παραθύρι· [...]
«Όνειρο το ’δα, λυγερή, να μου το ξεδυλιάνεις: απόψε χώρες όριζα και πράσα επρασολόγου, και λευκοκάρυα ετσάκιζα, μικρό μου, στην ποδιά σου». «Δεν το θωρείς, βαριόμοιρε, μόνος και μοναχός σου; Οι χώρες είναι χωρισμοί, τα πράσα είναι πίκρες· τα λευκοκάρυα οι μπαλωθιές — ξεχωρισμοί για πάντα».