Αν δεις καράβι να περνά της Οχτωνιάς* τον κάβο βγάλε το μαντιλάκι σου και κάνε μου σινιάλο. Θάλασσα πλατιά, κακούργα ξενιτιά. Της θάλασσας τα κύματα έρχονται ένα ένα μα τα δικά μου βάσανα έρχονται μαζεμένα. Τη γλυκιάν αυγή, να σ’ έβρω μοναχή. *Η Οκτωνιά είναι χωριό της Εύβοιας, νότια της [...]
Ανάρια, ανάρια τα ’ριχναν οι κλέφτες τα ντουφέκια ήταν οι μαύροι λιγοστοί πεντέξι οκτώ νομάτοι κι ο καπετάνιος έλειπε με δυο, με τρεις νομάτους, πάει να βαφτίσει ένα παιδί να κάνει έναν κουμπάρο να το ’χει ο μαύρος γύρισμα.
Aφήνω γεια στις έμορφες και γεια στις μαυρομάτες κι εγώ θα πάω στα Γιάννενα, στου μπέη τα σαράγια, θα πα να γίνω μπέισσα, να γίνω μπεϊοπούλα. – Γεια σου, χαρά σου μπέη μου, – Kαλώς τηνε τη βλάχα. – Eγώ είμαι η βλάχα η έμορφη.
Βλέπω καράβια πo ’ρχοντι ’που μες από την Πόλη μι τιτρακό-νο-σιες έμορφες μι τιτρακόσιες ν-έμορφες, μ’ εξήντα παλικάρια στη μέση ήταν γερέντης μου, στη μέση ήταν γερέντης1 μου, λαλούσι το ντιλμπέρι,2 γιε μ’, το λαλούσι κι ίλιγι: [– Ας μη ’χα πάει στη γειτονιά, ας μη ’χα γειτονέψει κι μ’ έριξαν βαριά [...]
Για δέστε τράπεζα χρυσή και πιάτα ασημένια κι αγγελικά προσώπατα τριγύρω καθισμένα. Τα δυο της χεροκάλαμα μ’ ασήμι κι όλο μάλαμα. Σε τούτη δω την τράπεζα, τα πιάτα ’ν’ ασημένια του χρόνου σαν ξανάρθουμε να ’ναι μαλαματένια. Για δες τηνε την πέρδικα πως περπατεί λεβέντικα. Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να [...]
Δεν είν’ αυγή να σηκωθώ να μην αναστενάξω, έβγα ήλιε μου κι έλα μίλιε μου να γείρω στο προσκέφαλο κι από καρδιάς να κλάψω, έβγα να σε δω να παρηγορηθώ. Στ’ Αλάτσατα ’ναι ένα βουνό, Καρανταή το λένε, έλα ταίρι μου και πιάσ’ το χέρι μου που παν οι Αλατσατιανές και τον καημό τους [...]
Δεν ξημερώ- δεν ξημερώνεις μαύρη αυγή να πά’ να η- να πά’ να ησυχάσω, τζιβαέρι μου, να πά’ να η- να πά’ να ησυχάσω. Τα μάτια μ’ α- τα μάτια μ’ απ’ την αγρυπνιά κοντεύω να, κοντεύω να τα χάσω, τζιβαέρι μου, κοντεύω να, κοντεύω να τα χάσω. Έβγα να σε [...]
Η γκάϊντα, άσκαυλος με τρεις αυλούς, μοιάζει στις γενικές της γραμμές με τον σκωτσέζικο και ιταλικό τύπο. Ο πρώτος αυλός (γκαϊντανίτσα) παίζει τη μελωδία κι έχει επτά τρύπες μπρός και μία πίσω για τον αντίχειρα, καθώς κι ένα μονό επικρουστικό γλωσσίδι, τύπου κλαρίνου. Ο δεύτερος αυλός (φυσητάρι), χρησιμοποιείται για να [...]
Eψές προυψές επέρασα από τη γειτονιά σου κι άκουσα λάβρα και φωνή, άκουσα που σε μάλωνε η μάνα σου για μένα, πες μου να μη πυκνοπερνώ. Πέρνα λεβέντη μ’, πέρασε, κανείς δε σε πειράζει, ο δρόμος είναι ανοιχτός.
Θρήνος μεγάλος έγινε μέσα στο Μεσολόγγι το Μάρκο παν, παιδιά μ’, στην εκκλησιά. Το Μάρκο παν στην εκκλησιά, το Μάρκο παν στον τάφο ’ξήντα παπάδες παν μπροστά. Αέρας τα φυσάει τα πλατανόφυλλα Θεός να τα φυλάει τα ελληνόπουλα.
Καλώς ανταμωθήκαμε όλα τ’ αγαπημένα από καιρό χαρούμενα και καλοκαρδισμένα. Βρε, το γιαλό γιαλό ψαράκια κυνηγώ. Καλώς ήρθαν τα σύννεφα και φέραν τον αγέρα και φέραν τους Μαρμαρινούς που λείπανε στα ξένα. Βρε, τα μελιτζανιά να μην τα βάλεις πιά. Όσοι καθόμαστ’ εδωνά, αράδα την αράδα να μας φυλάει η [...]
Κοιμάτ’ η νύφη κι ο γαμπρός και πώς να τους, και πώς να- και πώς να τους ξυπνήσω, θα πάρω διαμαντόπετρες να τους πετρο- να τους πε- να τους πετροβολήσω. Έλα μάτια μ’, έλα φως μου λόγια μην ακούς του κόσμου. Έλα, έλα σαν σου λέγω μη με τυραννείς και [...]
Κοράσιν ετραγούδαγε σ’ ένα ψηλό παλάτι κι επήρ’ αγέρας τη φωνή στα πέλαγα την πάει. Κι όσα καράβια τ’ άκουσαν όλα πανιά μαϊνάραν. [Κι ένα καράβι της φιλιάς, καημένο της αγάπης ούτε μαϊνάρει τα πανιά ούτε τα παίρνει κάτου τα μπάσο μούδο τα ’ριξε* και στη φωνή πηγαίνει.] – Κόρη [...]
Κοράσιν ετραγούδαγε σ’ ένα ψηλό παλάτι κι επήρ’ αγέ- κι επήρ’ αγέρας τη φωνή, κι επήρ’ αγέρας τη φωνή στα πέλαγα, στα πέλαγα την πάει. Κι όσα καράβια τ’ άκουσαν όλα πανιά εμαϊνάραν. Κι ένα καράβι της φιλιάς, καημένο της αγάπης, ούτε μαϊνάρει τα πανιά ούτε τα παίρνει κάτου, τα [...]
Κόρη μου κα- κόρη μου καλορίζικη χαρά στο ρι- χαρά στο ριζικό σου που παίρνεις τέ- που παίρνεις τέτοιον άγγελο να βάλεις στο- να βάλεις στο πλευρό σου. Κόκκινα μανταρινάκια, φύλλα πράσινα εις υγείαν της παρέας κι όξω βάσανα. Τρία γαρύφαλλα χρυσά σε ασημένιο τάσι τ’ αντρόγυνο που έγινε να [...]
Μ’ έχεις μπερντεμένο, μ’ έχεις, ωσάν τη μέλισσα, σκλάβος κι αγοραστής σου, μικρό μου εγώ εβαζιέστησα. Μ’ έχεις μπερντεμένο, μ’ έχεις, το νου και την καρδιά, σκλάβο θα με πουλήσεις, μικρό μου μέσα στη Μπαρμπαριά.
Με γέλασαν μια χαραυγή τ’ άστρι και το φεγγάρι και βγήκα ο μαύρος στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια κι ακώ τα πεύκα να βογγούν και τις οξιές να τρίζουν και τα λημέρια των κλεφτών…
Μια γκαστρω- μια γκαστρωμένη θέριζε, μια γκαστρωμένη θέριζε σ’ ένα κοντό σιτάρι, κι εκεί που, κι εκεί που το δεμάτιαζε, κι εκεί που το δεμάτιαζε χρυσός αϊτός της πέφτει. Βάζει τον στην ποδίτσα ντης και πάει να το ’ξορίσει1. Μια πέρδικα της απαντά, μια πέρδικα της λέει. – Μαρή σκύλα, [...]
Μπερμπέρη μ’ τα ξουράφια σου καλά να τ’ ακονίσεις για να ξουρίσεις το γαμπρό να τον ευχαριστήσεις. Έλα πέρασι, παίξι κι γέλασε. Γαμπρός μας είναι άξιος καράβι ν’ αρματώσει και τα καραβουσάνιδα να τα μαλαματώσει. Έλα μια βραδιά, να σ’ έχω συνοδειά. Σήκου γαμπρέ μου κι άλλαξε και βάλε τα [...]
Να ’μαν πουλί να πέταγα ψηλά στα κορφοβούνια ν’ αγνάντευα ολόγυρα στα μακρινά τα ξένα να ’βλεπα την αγάπη μου, να ’βλεπα τον καλό μου σε τι σαντήρια κάθεται…
Να ΄μαν πουλί να πέταγα ψηλά στα κορφοβούνια ν’ αγνάντευα ολόγυρα στα μακρινά τα ξένα να ‘βλεπα την αγάπη μου, σε τι τραπέζια τρώει ποιανού χεράκια την κερνούν.