– Αλησμονώ και χαίρομαι, θυμιούμαι και λυπιούμαι, θυμήθηκα την ξενιτιά και θέλω να πααίνω. Σήκω μάνα μ’ και ζύμωσε καθάριο παξιμάδι. Με πόνους βάζει το νερό, με δάκρυα το ζυμώνει και με πολύ παράπονο βάζει φωτιά στο φούρνο. – Άργησε φούρνε να καείς και συ ψωμί να γένεις για να [...]
Aλησμονώ και χαίρομαι, θυμάμαι και λυπάμαι, θυμήθηκα την ξενιτιά και θέλω να πηγαίνω. Σήκω μάνα μ’ και ζύμωσε καθάριο παξιμάδι. Mε πόνους βάζει το νερό, με δάκρυα το ζυμώνει και με πολύ παράπονο βάζει φωτιά στο φούρνο. “Άργησε φούρνε να καείς και συ ψωμί να γένεις για να περάσει ο [...]
Aλησμονώ και χαίρομαι, θυμιούμαι και λυπούμαι θυμήθηκα την ξενιτιά και θέλω να πηγαίνω. – Σήκω μάνα μ’ και ζύμωσε καθάριο παξιμάδι. Mε πόνους βάνει το νερό με δάκρυα το ζυμώνει και με πολύ παράπονο βάζει φωτιά στο φούρνο. – Άργησε φούρνε να καείς και συ ψωμί να γένεις για να [...]
Bλάχα πλένει στο ποτάμι κι άλλη βλάχα τη ρωτάει. Bλάχα μ’ τι ‘σαι σκουμπωμένη και βαριά βαλαντωμένη, Tι ‘ν’ τα νύχια σου βαμμένα, τα μαλλιά σου μπερδεμένα.
Kαλότυχα είναι τα ι-βουνά, καλότυχοι είν’ οι κάμποι που θάνατο δεν καϊρτερούν και Χάρο δεν παντέχουν μόν’ καϊρτερούν την άνοιξη, το Μάη, το καλοκαίρι να λουλουδίσουν τα βουνά, να λυώσουνε τα χιόνια να βγουν οι βλάχοι στα βουνά, να βγουν κι οι βλαχοπούλες να βγουν και τα βλαχόπουλα, λαλώντας τις [...]
Κλαίν’ οι πέρδικες στα πλάγια κλαίνε τον καημό έκλαιγα κι εγώ ο καημένος τον ξεχωρισμό, πώς θαλα ξεχωριστούμ’ αγάπη εμείς τα δυο. Ξένε συ που είσαι στα ξένα και στα μακρινά, δε σου βάρεσαν τα ξένα και η μαύρη ξενιτιά; Μωρ’ αν είσαι να έρθεις έλα, άιντ’ αν έρχεσαι, ωχ [...]
Μου ’λεγε, μωρ’ μου ’λεγε, μου ’λεγεν η μάνα μου μου ’λεγεν η μάνα μου, μάθε γιε μου γράμματα μάθε γιε μου γράμματα, μάθε κοντυλίσμστα μάθε κοντυλίσματα κι εγώ δεν την άκουσα κι εγώ δεν την άκουσα μπιστικός εγίνηκα, χίλια πρόβατα βοσκώ κι εβδομήντα δυο σκυλιά, φλογερίτσαν έκοψα από κίτρο [...]
Ο Γιάννος και η Μαριγώ σ’ ένα σχολειό πηγαίναν ο Γιάννος ξέρει γράμματα κι η Μαριγώ τραγούδια. Τα δυο τους αγαπήθκανε κανένας δεν το ξέρει. Ο Γιάννος τ’ αποφάσισε της μάνας του το λέει. – Μάνα μ’ τη Μάρω αγαπώ και θέλω να την πάρω. – Τι λες μωρέ παλιόπαιδο [...]
Σηκωθείτ’ ολίγο λίγο ήρθ’ η ώρα για να φύγω. Πού θα πάμε οι καημένοι που ήμαστανε μαθημένοι, στο σπιτάκι μας θα πάμε τηγανίτες θαλα φάμε τηγανίτες με το μέλι και ρακή με πιτιμέζι για να ιδώ και ν’ αποειδώ, σαν καλύτερα είν’ εδώ.