Ξένος ήμαν κι ήρθα τώρα από μέσα απ’ τη Φραγκιά σου ’φερα καινούργια γρόσια και διαμάντια και φλουριά. – Τι τα θέλω εγώ τα γρόσια, τι τα θέλω τα φλουριά, ’χω καρδιά μου κλειδωμένη με σαράντα δυο κλειδιά, δεν ανοίγει με παράδες, δεν ανοίγει με φλουριά μόν’ ανοίγει με λεβέντες [...]
Βασισμένο σε μέτρο 4/4, το κομμάτι αυτό ανήκει στο είδος μουσικής που λέγεται «καθιστική», της «τάβλας», ή του «τραπεζιού», επειδή δεν χορεύεται, ή μάλλον γιατί εκτελείται σε πανηγύρια, συμπόσια και διάφορες άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις με τους πάντες (εκτελεστές και ακροατήριο) καθισμένους συνήθως γύρω από ένα τραπέζι. Ηχογραφήθηκε το 1974.
Αργός σκοπός από την περιοχή της Νάουσας παιγμένος με ζουρνά και νταούλι, από τοπικούς οργανοπαίκτες. Περιέχει εξαιρετικά πολυσύνθετα, πλούσια και εναλλασσόμενα ρυθμικά σχήματα, με ρευστότητα μέτρου και ρυθμικής αγωγής. Το μέτρο είναι πότε δίσημο, πότε ελεύθερο. Ηχογραφήθηκε το 1975.
Περ’μένω σε, περ’μένω σε — πουρνόν, μεσημέρ’, βράδον· εσύ πουθέν κι φαίνεσαι, ας παίρ’ την ψυμ’ ο Χάρον! Αμόν ήλες, εφάνθες με, κι αμόν αϊτός εδέβες· κι ους να εκαλοτέρεσα, ρασία επιδέβες. Περ’μένω σε και έρχεσαι — ξέν’ είναι που περνούνε· έλα κι ας λάμπ’νε τα ρασιά, τ’ ομάλια ας [...]
Ιστορικός θρύλος της Άλωσης ⬥ Πήραν την Πόλη, πήρανε, μωρέ πήραν τη Σαλονίκη πήραν κι την- πήραν κι την Αγια-Σοφιά. Πήραν κι την Αγια-Σοφιά, το μέγα μαναστήρι, μι τιτρακόσια σήμαντρα, μ’ ιξήντα δυο καμπάνις πάσα καμπάνα κι παπάς, [πάσα παπάς κι διάκος. Να κι η κυρά η Παναγιά, στην πόρτα [...]
Πότε θα κάμει ξεστεριά, πότε θα φλεβαρίσει να πάρω ντο τουφέκι μου, την όμορφη πατρόνα να κατεβώ στον Ομαλό, στη στράτα τω Μουσούρων να κάμω μάνες δίχως γιους, γυναίκες δίχως άντρες πότε θα κάμει ξεστεριά.
Πουλάκια μ' της Ανατολής κι αηδόνια μου της Δύσης για συχναστείτε μια μεριά για να σας παραγγείλω, το Μάη να μη λαλήσετε, [το Μάη να μην ’κουστείτε για το βαρύ τον πόλεμο.]
Σαράντα παλληκάρια κι ένας γέροντας στολίστ’καν κι αρματώθ’καν για τουν πόλιμου. Βάζουνε τα ντουφέκια τ’ς, φέγγουν τα βουνά, βάζουν και τα σπαθιά τους, λάμπουν θάλασσες. Παίρνουν το δρόμο πάνε, τη γιαλόστρατα, στη μάνα τους πηγαίνουν την ευχή τ’ς να τ’ς δώσ’. Ώρα καλή, παιδιά μου, κι αντέτ’ στο καλό. *γιαλόστρατα: [...]
Στη μέση στα Καλάβρυτα, στον πλάταν’ από κάτω, καθόσαντε, γέρο-Ζαΐμη μ’ τρεις γέ- μωρέ τρεις γέροντες. Καθόσαντε τρεις γέροντες και τρεις κοτζαμπασήδες. Ζαΐμης και Πετιμεζάς κι ο γέρο-Χαραλάμπης, συμβούλιο εκάνανε την Πάτρα για να κάψουν. – Ζαΐμη βάλε υπογραφή.... *κοτζαμπασήδες: επί Τουρκοκρατίας, οι κοινοτάρχες, οι δημογέροντες
Στην Πόλη ήμουν κι έμαθα παντρεύουνταν καλούδα μ’, παντρεύουνταν, αρρεβωνιάζουνταν κι άλλον καλό πως παίρνει. Παίρνω κ’ ιγώ τ’ αγλήγουρνο στουν τόπου μου να πάνω. Δεν πάου κοντά, δεν πάου μακρά, στου δράκου το πηγάδι βρίσκου κοράσιον απού ’κλαιγι στα μαύρα φουριμένου. – Καλημέρα σι κόρη μου. – Καλώς τον ξένον [...]
Συμπάθησέ με, γειτονιά, θέλω να τραγουδήσω για μια κοπέλα π’ αγαπώ, θέλω να την ξυπνήσω. Ξύπνα, περδικομάτα μου, κι ήρθα στη γειτονιά σου· χρυσή πλεξούδα σου ’φερα...
Κινήσαν τα Σοχνούδια στο πανηγύρ’ να πάν’· στον δρόμο που πηγαίναν καρτέρ’ τους κάνανε. Τέσσερα πορτοκάλια, Θοδώρα, τα δυο σαπίσανε· ήθελα να σ’ τα στείλω, Θοδώρα, μα δεν μ’ αφήσανε. Μαύρη ήταν η καρότσα, Θοδώρα, άσπρα τ’ αλόγατα· ήθελα να σε πάρω, Θοδώρα, τα ξημερώματα.
Κορίτσια από τα Γιάννενα, νυφάδες απ’ το Σούλι το Σούλι θα χαρατσωθεί, χαράτσι θα πληρώσει. Τζαβέλαινα σαν τ’ άκουσε πολύ της κακοφάνει παίρνει και ζώνει τ’ άρματα.
Τίνος είν’ η κούπα η μονομπασιά του καπετάν Νικόλα, του μπέη, του πασά. Πιε την γιε μου, πιε την και ξαναγεμισέ την να βρεις τον γείτονά σου τον Μανόλη που ’ν’ κοντά σου. Ας την ανεβάσουμε στα επουράνια κι ας την κατεβάσουμε στα καταχθόνια. Δώσ' της μια να πάει κάτω [...]
Μωρέ, του Κίτσου η μά- μωρέ η μάνα κάθουνταν στην άκρη στο ποτάμι, με το ποτά- μωρέ ποτάμι μάλωνε. Με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε. –Ποτάμι για λιγόστεψε, ποτάμι στρίψε πίσω για να περάσω αντίπερα, πέρα στα κλεφτοχώρια πο ’χουν οι κλέφτες σύναξη κι ούλ’ οι καπεταναίοι. Τον Κίτσο [...]
Τριάντα καράβια αρμένιζαν, Κάβο-Μαλιά και Ύδρα άιντε , τα δέκα ήταν φρα- μωρέ, ήταν φραντσέ- έρημε Μπραήμη μ’, φραντσέ- μωρέ, φραντσέζικα τα δέκα ήταν φραντσέζικα, τα δέκα της Αγγλίας και τ’ άλλα ήταν του Μόσκοβα, του βασιλιά του Ρούσου μα ήρθανε κι αράξανε στην Πύλο στο λιμάνι, πιάνουν και γράφουν γράμματα και [...]