Ανάρια, ανάρια τα ’ριχναν οι κλέφτες τα ντουφέκια ήταν οι μαύροι λιγοστοί πεντέξι οκτώ νομάτοι κι ο καπετάνιος έλειπε με δυο, με τρεις νομάτους, πάει να βαφτίσει ένα παιδί να κάνει έναν κουμπάρο να το ’χει ο μαύρος γύρισμα.
Αφήνω γεια στις έμορφες και γεια στις μαυρομάτες, κι εγώ θα πάω στα Γιάννενα, στου μπέη τα σαράγια, θα πα να γίνω μπέισσα, να γίνω μπεϊοπούλα. – Γεια σου, χαρά σου, μπέη μου. – Καλώς τηνε τη βλάχα. – Εγώ είμαι η βλάχα, η έμορφη.
Βλέπω καράβια πo ’ρχοντι ’που μέσ’ από την Πόλη, μι τιτρακό-νο-σιες έμορφες, μι τιτρακόσιες ν-έμορφες, μ’ εξήντα παλληκάρια· στη μέση ήταν γερέντης μου, στη μέση ήταν γερέντης μου, λαλούσι το ντιλμπέρι, γιε μ’, το λαλούσι κι ίλιγι: [«Ας μη ’χα πάει στη γειτονιά, ας μη ’χα γειτονέψει, κι μ’ έριξαν [...]
Για δέστε τράπεζα χρυσή και πιάτα ασημένια, κι αγγελικά προσώπατα τριγύρω καθισμένα. Τα δυο της χεροκάλαμα, μ’ ασήμι κι όλο μάλαμα. Σε τούτη δω την τράπεζα, τα πιάτα ’ν’ ασημένια· του χρόνου, σαν ξανάρθουμε, να ’ναι μαλαματένια. Για δες τηνε την πέρδικα, πώς περπατεί λεβέντικα. Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να [...]
Δεν είν’ αυγή να σηκωθώ να μην αναστενάξω: έβγα ,ήλιε μου, κι έλα, μίλιε μου. Να γείρω στο προσκέφαλο κι από καρδιάς να κλάψω: έβγα να σε δω, να παρηγορηθώ. Στ’ Αλάτσατα ’ναι ένα βουνό – Καρανταή το λένε, έλα, ταίρι μου, και πιάσ’ το χέρι μου. Που παν οι [...]
Δεν ξημερώ- δεν ξημερώνεις μαύρη αυγή να πά’ να η- να πά’ να ησυχάσω, τζιβαέρι μου, να πά’ να η- να πά’ να ησυχάσω. Τα μάτια μ’ α- τα μάτια μ’ απ’ την αγρυπνιά κοντεύω να, κοντεύω να τα χάσω, τζιβαέρι μου, κοντεύω να, κοντεύω να τα χάσω. Έβγα να σε [...]
Η γκάιντα, άσκαυλος με τρεις αυλούς, μοιάζει στις γενικές της γραμμές με τον σκοτσέζικο και τον ιταλικό τύπο. Ο πρώτος αυλός (γκαϊντανίτσα) παίζει τη μελωδία και έχει επτά τρύπες μπροστά και μία πίσω για τον αντίχειρα, καθώς και ένα μονό επικρουστικό γλωσσίδι, τύπου κλαρίνου. Ο δεύτερος αυλός (φυσητάρι) χρησιμοποιείται από [...]
Εψές προυψές επέρασα από τη γειτονιά σου κι άκουσα λάβρα και φωνή, άκουσα που σε μάλωνε η μάνα σου για μένα, πες μου να μη πυκνοπερνώ. Πέρνα λεβέντη μ', πέρασε, κανείς δε σε πειράζει, ο δρόμος είναι ανοιχτός.
Θρήνος μεγάλος έγινε μέσα στο Μεσολόγγι· το Μάρκο παν, παιδιά μ’, στην εκκλησιά. Το Μάρκο παν στην εκκλησιά, το Μάρκο παν στον τάφο· ’ξήντα παπάδες παν μπροστά. Αέρας τα φυσάει τα πλατανόφυλλα. Θεός να τα φυλάει τα ελληνόπουλα.
Καλώς ανταμωθήκαμε όλα τ’ αγαπημένα από καιρό χαρούμενα και καλοκαρδισμένα. Βρε, το γιαλό γιαλό ψαράκια κυνηγώ. Καλώς ήρθαν τα σύννεφα και φέραν τον αγέρα και φέραν τους Μαρμαρινούς που λείπανε στα ξένα. Βρε, τα μελιτζανιά να μην τα βάλεις πιά. Όσοι καθόμαστ’ εδωνά, αράδα την αράδα να μας φυλάει η [...]
Κοιμάτ’ η νύφη κι ο γαμπρός και πώς να τους, και πώς να- και πώς να τους ξυπνήσω, θα πάρω διαμαντόπετρες να τους πετρο- να τους πε- να τους πετροβολήσω. Έλα μάτια μ’, έλα φως μου λόγια μην ακούς του κόσμου. Έλα, έλα σαν σου λέγω μη με τυραννείς και [...]
Κόρη μου κα- κόρη μου καλορίζικη, χαρά στο ρι- χαρά στο ριζικό σου, που παίρνεις τέ- που παίρνεις τέτοιον άγγελο να βάλεις στο- να βάλεις στο πλευρό σου. Κόκκινα μανταρινάκια, φύλλα πράσινα, εις υγείαν της παρέας, κι όξω βάσανα. Τρία γαρύφαλλα χρυσά σε ασημένιο τάσι, τ’ αντρόγυνο που έγινε, να [...]
Μ’ έχεις μπερντεμένο, μ’ έχεις, ωσάν τη μέλισσα, σκλάβος κι αγοραστής σου, μικρό μου εγώ εβαζιέστησα. Μ’ έχεις μπερντεμένο, μ’ έχεις, το νου και την καρδιά, σκλάβο θα με πουλήσεις, μικρό μου μέσα στη Μπαρμπαριά.
Με γέλασαν μια χαραυγή τ' άστρι και το φεγγάρι και βγήκα ο μαύρος στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια κι ακώ τα πεύκα να βογγούν και τις οξιές να τρίζουν και τα λημέρια των κλεφτών...
Μια γκαστρω- μια γκαστρωμένη θέριζε, μια γκαστρωμένη θέριζε σ’ ένα κοντό σιτάρι, κι εκεί που, κι εκεί που το δεμάτιαζε, κι εκεί που το δεμάτιαζε χρυσός αϊτός της πέφτει. Βάζει τον στην ποδίτσα ντης και πάει να το ’ξορίσει. Μια πέρδικα της απαντά, μια πέρδικα της λέει. – Μαρή σκύλα, [...]
Μπερμπέρη μ’ τα ξουράφια σου καλά να τ’ ακονίσεις, για να ξουρίσεις τον γαμπρό να τον ευχαριστήσεις. Έλα, πέρασι, παίξι κι γέλασε. Γαμπρός μας είναι άξιος καράβι ν’ αρματώσει και τα καραβουσάνιδα να τα μαλαματώσει. Έλα μια βραδιά, να σ’ έχω συνοδειά. Σήκου, γαμπρέ μου, κι άλλαξε και βάλε τα [...]
Να 'μαν πουλί να πέταγα ψηλά στα κορφοβούνια, ν' αγνάντευα ολόγυρα στα μακρινά τα ξένα. Αργό, καθιστικό τραγούδι της ξενιτιάς με τη Δόμνα Σαμίου (1989).
Να 'μαν πουλί να πέταγα ψηλά στα κορφοβούνια, ν' αγνάντευα ολόγυρα στα μακρινά τα ξένα. Αργό, καθιστικό τραγούδι της ξενιτιάς με τον Χρόνη Αηδονίδη (1966).