Κινήσαν τα Σοχνούδια στο πανηγύρ’ να πάν’· στον δρόμο που πηγαίναν καρτέρ’ τους κάνανε. Τέσσερα πορτοκάλια, Θοδώρα, τα δυο σαπίσανε· ήθελα να σ’ τα στείλω, Θοδώρα, μα δεν μ’ αφήσανε. Μαύρη ήταν η καρότσα, Θοδώρα, άσπρα τ’ αλόγατα· ήθελα να σε πάρω, Θοδώρα, τα ξημερώματα.