Βλέπω καράβια κι έρχονται, ωραία που μου φαίνονται καραβάκια π’ αρμενίζουν την καρδούλα μου ραγίζουν. Το ’να αρμενίζει με νοτιά, βόηθα, Χριστέ και Παναγιά τ’ άλλο με τραμουντάνα, άσπρη μου παχιά σουλτάνα. Το τρίτο το μικρότερο κ’ απ’ όλα εμορφότερο κείνο κάνει εγιαλέσα, κ’ έχει το πουλί μου μέσα. Έλεσα, [...]
Bλέπω καράβια κι έρχονται, ωραία που μου φαίνονται καραβάκια π’ αρμενίζουν την καρδούλα μου ραγίζουν. To ’να αρμενίζει με νοτιά, βόηθα Xριστέ και Παναγιά τ’ άλλο με τραμουντάνα, άσπρη μου παχιά σουλτάνα. Tο τρίτο το μικρότερο απ’ όλα εμορφότερο έχει το πουλί μου μέσα και φωνάζει εγιαλέσα. Έλεσα μάτια μ’ έλεσα, μικρή [...]
Δεν ξημερώ- δεν ξημερώνεις μαύρη αυγή να πά’ να η- να πά’ να ησυχάσω, τζιβαέρι μου, να πά’ να η- να πά’ να ησυχάσω. Τα μάτια μ’ α- τα μάτια μ’ απ’ την αγρυπνιά κοντεύω να, κοντεύω να τα χάσω, τζιβαέρι μου, κοντεύω να, κοντεύω να τα χάσω. Έβγα να σε [...]
Ένας, ένας κοντός κοντούτσικος έχει όμορφη γυναίκα, τονε, καλέ, τονε ζηλε- τονε ζηλεύει η γειτονιά, τονε, τονε ζηλεύει η γειτονιά, τονε ζηλεύει η χώρα, τον ζή- καλέ, τον ζήλεψε, τον ζήλεψε κι ένας πασάς τον ζήλεψε κι ένας πασάς πο’ ’χει όμορφη γυναίκα. Βαρύ χρέος του έριξε, βαρύτερο χαράτσι. Πούλησ’ [...]
Κόρη μου κα- κόρη μου καλορίζικη χαρά στο ρι- χαρά στο ριζικό σου που παίρνεις τέ- που παίρνεις τέτοιον άγγελο να βάλεις στο- να βάλεις στο πλευρό σου. Κόκκινα μανταρινάκια, φύλλα πράσινα εις υγείαν της παρέας κι όξω βάσανα. Τρία γαρύφαλλα χρυσά σε ασημένιο τάσι τ’ αντρόγυνο που έγινε να [...]
Νύχτα νύχτα ήταν που φιλιόμαστε, νύχτα και ποιoς μας είδε μας εί- καλέ, μας είδε τ’ ά- τ’ άστρι και τ’ άστρι και η αυγή. Μας είδε τ’ άστρι και η αυγή, τ’ άστρι και το φεγγάρι τ’ άστρι περιχαμπήλωσε και το ’πε της θαλάσσης θάλασσα το ’πε του κουπιού [...]
Ο κυρ- ο κυρ Βοριάς εφύσηξε σ’ όλα τα βιλαέτια κι όσα, καλέ, κι όσα καρά- καράβια τ’ ά- καράβια τ’ άκουσαν κι όσα καράβια τ’ άκουσαν, όλα λιμάνι πιάσαν. Κι ένα καράβι από σκαρί1 δε φτάνει σε λιμάνι. − Δε σε φοβάμαι κυρ Βοριά όσο κι αν θέλεις φύσα. Έχω [...]
Ο Κω- καλέ-ν ο Κωσταντάκης ο μικρός, ο Κωσταντάκης ο μικρός, ο μικροπαντρεμένος, μικρός, καλέ, μικρός μικρός παντρεύτηκε, μικρός μικρός παντρεύτηκε, μικρή γυναίκα πήρε, μικρός του ‘ρθε το μήνυμα να πάει στρατιώτης. – Μάνα μου τη γυναίκα μου, μάνα μου την καλή μου, λαγός να ‘ναι το γιόμα της, περδίκια [...]
Όλη μέρα θέριζα, όλο βοριάς, όλο βοριάς κι αγέρας και το βρα- τζόγια μου, και το βράδυ γύριζα. Και το βράδυ γύριζα σα δού- καλέ, σα δούλος μουσαφίρης, βρίσκω τη, τζόγια μου, βρίσκω τη γυναίκα μου, βρίσκω τη γυναίκα μου με άλλον τρώει και πίνει, με το θάρρος άπλωσα ’πο [...]
Ποιος είδε πράσινο δεντρί, μαυροματούσα και ξανθή να ’χει και- να ’χει και γεράνια φύλλα1 μαύρα μά- μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια. Και στην κορφή μαλάματα, κορίτσια με τα κλάματα και στη ρίζα κρύα βρύση, ποιος να πιει και να γεμίσει. Κει πόσκυψα να πιω νερό, βλέπω τα μάτια π’ αγαπώ [...]
Tα μάτια σου, τα μάτια μου όταν αντικριστούνε γλυκές στιγμές μου φαίνονται οι ώρες πως περνούνε Πορτοκάλι μου, δε κλαις το χάλι μου. Τα μάτια σου, τα μάτια μου όταν αντικριστούνε καλύτερα στη μαύρη γης παρά να χωριστούνε. Πορτοκάλια δυο, μας στείλαν απ’ τη Χιο. Μέσα στα μάτια μου πετάς, μέσα στο [...]
Χορός του Πάσχα ⬥ Κάτω στην ά- κάτω στην ά- κάτω στην άκρη του γιαλού στην τέλειωση του κόσμου, στην τέλειωση του κόσμου, εκεί γεφύ- ν-εκεί γεφύ- εκεί γεφύρι κτίζανε, γεφύρι δε στεριώνει, γεφύρι δε στεριώνει. Από βραδίς το κτίζανε και το πρωί χαλούσε. Ακούν φωνή, ν-ακούν στριγγλιά μέσα το [...]
Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, γιοφύρι εστεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι, ολημερίς εχτίζανε το βράδυ γκρεμιζόταν. Πουλάκι πήγε κι έκατσε δεξιά από την καμάρα δεν κελαηδούσε σαν πουλί, ανθρώπινα μιλούσε. Αν δε στοιχειώσετ’ άνθρωπο γιοφύρι δε στεριώνει.
Χορός του Πάσχα ⬥ Άγιε μου Γιώργη αφέντη μου και γριβοκαβαλάρη, αρματωμένος με σπαθί και με χρυσό κοντάρι. Στη δόξα και στη δύναμη θέλω να σ’ αθιβάλω1 για το θεριό που σκότωσες τον λέων το μεγάλο, που τό ’χαμε στον τόπο μας, σ’ ένα βαθύ πηγάδι κι ανθρώπους το ταΐζανε, [...]
Κάλαντα Χριστουγέννων ⬥ Χριστούγεννα Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου κι η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν επί πώλου. Στη Βηθλεέμ εφτάσανε για να απογραφούνε, Αυγούστου τη διαταγή να μην την παραβούνε και πανδοχείον ψάχνανε να βρουν να κοιμηθούνε. Γυρίσαν δω, γυρίσαν κει, δεν βρήκανε κανένα και πήγανε στο σπήλαιο που ήταν [...]