Αχ! εδώ πέρα κι αντίπερα, στου Μαυριανού τ’ αλώνια αχ! εκεί οι δώδεκα λιχνούν, οι δέκα συνεμπάζουν αχ! και μια μικρή μελαχρινή τ’ αλώνι εφροκάλει Αχ! η μάνα της τηνε λαλεί, η μάνα της της λέγει: «Έβγα κόρ’ απ’ το κουρνιαχτό, έβγα κι από τον ήλιο» «Εγώ τον ήλιο θέλω [...]
Εψές λιανοψιχάλιζε κι εγώ παρατραγούδουν Την παίρνει αγέρας τη λαλιά σ’ δρακοσπηλιά την πάγει Τα ξύπνησε τα εννιά χωριά τα δώδεκα καστέλια Ξύπνησε και το δράκοντα όπου γλυκά κοιμούντο «Ποιος είν’ αυτός ποιος είναι κειός που τραγουδεί τη νύχτα και δεν φοβάται δράκοντα και δεν τρομάζει λιόντα; Για ψεύτης εν’ [...]
Ήθελα να σ’ αντάμωνα, να σού ’λεγα καμπόσα κι αν δε σου γύριζα το νου, ας μού ’κοβαν τη γλώσσα μες στα Γιάννενα μια μπαξεβάναινα Έβγα λουλούδι ’πό τη γης και ρόδο ’πό τ’ αγκάθι Έβγα και συ μελαχρινή, που μ’ έβανες στα πάθη μες στα Γιάννενα μια μπαξεβάναινα Σαράντα [...]
Ήσουν μικρή σ’ απάντεχα – Σμυρνιά μου μεγάλη δε σε πήρα – Τενεδιά μου. Να δώσ’ ο Θιός κι η Παναγία – Σμυρνιά μου για να σε πάρω χήρα – Τεναδιά μου. Πες με να ζουν τα μάτια σου – Σμυρνιά μου να ζει και το κορμί σου – Τενεδιά [...]
Μάθετε τί έχει γίνει, το Κουρμπέτ’ πήρε γιαγκίνι κάγηκε το σταυροδρόμι κι ο Μπουγιούκ Ντερές ακόμη Κάγηκε κι ένα σχολείο, πού ’ταν Παρθεναγωγείο κάγηκε και μια δασκάλα πού ήταν άσπρη σαν το γάλα Σαν της Σμύρνης το γιαγκίνι, στο ντουνιά δεν έχει γίνει Σμύρνη, φτωχομάνα Σμύρνη, πού είν’ η ομορφιά [...]
Καλημερίζω δυο ψυχές, μάνα και θυγατέρα Η μάνα είναι πέρδικα και η κόρη περιστέρα Ο έρωτας κι ο δαίμονας γενήκανε συντέκνοι Με βάλανε κι εμέ στη μέσ’ και μάθαινα την τέχνη
Καταμεσιός στη θάλασσα πύργος θεμελιωμένος πύργος και σιδηρόπυργος, μολύβι σκεπασμένος Και μέσα κόρη κάθονταν, και τα φλωριά ’ρμαθιάζει αρμάθιαζε, ξαρμάθιαζε, εννιά αρμάθες φτιάνει Τες πέντε βάζει στο λαιμό, τες τέσσερις στα χέρια στο παραθύρι πρόβαλε, τον ήλιο κουβεντιάζει Για έβγα ήλιε μ’ για να βγω, για λάμψε για να λάμψω [...]
Κάτω στη Ρόδο στο Ροδονήσι, Τούρκος εβγήκε να κυνηγήσει. Δεν κυνηγάει λαγούς και ’λάφια, μόν’ κυνηγάει τα μαύρα μάτια. «Μαύρα μου μάτια κόκκινα χείλη, έβγα πουλάκι μου στο παναθύρι Να δεις τον ήλιο και το φεγγάρι, να δεις το νέο που θα σε πάρει». Η κόρη φεύγει δεν τονε θέλει, [...]
Μια μάνα πού ’χε δυο παιδιά, στον πόλεμο σταλμένα Πες της να μην τα καρτερεί, να μην τα περιμένει Και κείνα ψάρια βγάζουνε στης Αρμενιάς τον κάμπο Και η Αρμενιά κατέβασε δέντρα ξεριζωμένα Κατέβασε και μια μηλιά με μήλα φορτωμένη Κι απάνω στην κορφίτσα της δυο αδέρφια αγκαλιασμένα «Βάστ’ αδερφέ [...]
Μπερμπέρη μ’ τα ξουράφια σου καλά να τ’ ακονίσεις για να ξουρίσεις το γαμπρό να τον ευχαριστήσεις. Έλα πέρασι, παίξι κι γέλασε. Γαμπρός μας είναι άξιος καράβι ν’ αρματώσει και τα καραβουσάνιδα να τα μαλαματώσει. Έλα μια βραδιά, να σ’ έχω συνοδειά. Σήκου γαμπρέ μου κι άλλαξε και βάλε τα [...]
Νάτ’ η Πατρώνα πό ’ρχεται, νάτη που κατεβαίνει Απ’ το φλωρί δε φαίνεται κι απ’ το μαργαριτάρι Πέντε πασιάδες την κρατούν και δέκα γιανιτσάροι Κι ατός ο γιανιτσάραγας κρατεί την απ’ το χέρι
Όταν γυρίσω και το δω τ’ αγγελοπρόσωπό σου όλοι μεθούν με το κρασί και ’γώ με τον καϋμό σου Περικαλώ σε μάτια μου σε βάνω και μετάνοια σα δε γυρίζεις να με δεις από την περηφάνια Μωρή στρογγυλοπρόσωπη, νεραντζομαγουλάτη ποιο παλικάρι να σε δει, να μη σε κάνει μάτι; Ξύπνα [...]
Πάλ’ ήρθει πάλι πρόβαλε η βέργα η ασημένια Διπλά μας εχαιρέτησε, η μαργαριταρένια Σήμερα μες στην εκκλησιά, ανάψαν δυο λαμπάδες Στον ουρανό βγήκαν φωτιές, στη γης οι νοστιμάδες
Σε αγαπώ –τσάτσα Μαριγώ– πουλάκι μου μα τί μπορώ να κάμω –το σαμπουρλόμ πλομ Πού ’ναι η θάλασσα πλατειά και δεν μπορώ να δράμω Σ’ αγάπησα πουλάκι μου και ηύρα τον μπελά μου Να ησυχάσω δεν μπορώ μια μέρα στον οντά μου
Σήκω γαμπρέ μου κι άλλαξε και βάνε τα λινά σου κι ήρθε καιρός να παντρευτείς, να χαίρετ’ η καρδιά σου. Το γιαλό, γιαλό ψαράκια κυνηγώ Νύφη μ’ τα χιόνια λούστηκες και πήρες την ασπράδα και στη ροδιά ακούμπησες και πήρες κοκκινάδα. Έλα ταίρι μου και πιάσ’ το χέρι μου Βάλε [...]
Τί να την κα –Λένη Ελενιώ τί να την κάμω μια καρδιά, ήθελα να ’χω κι άλλη Η μια να ’ναι για το σεβντά κι η άλλη για τη ζάλη Μόνον σε μένα δόθηκε αυτή η αδικία Η μια καρδιά να ’ναι ζεστή κι η άλλη να ’ναι κρύα
Του Χατζηγιαννάκ’ η κόρη απ’ τα Γιάννινα –το Λενάκι μ’ Κάθε Κυριακήν αλλάζει και στολίζεται Και στο παναθύρι βγαίνει και γυαλίζεται Και ο αγαπά περνάει και την χαιρετά Μήλο κόκκινο την ρίχνει, δεν το δέχεται Μάλαμα κι ασήμι ρίχνει, χαμογέλασε
Ώρα ’ναι για τη γειτονιά και για την πατινάδα Και για το πέρα μαχαλά, πό ’χει τη νοστιμάδα Άιντε κι ας είν’ η στράτα μας τριαντάφ’λο ανοιμένο ας είν’ και η αγάπη μας σεντούκι κλειδωμένο