Κουράσιν ε- κουράσιν εβουλήθηκε να πα, να πα να σεργιανίσει κι οξωπί- κι οξωπίσω να γυρίσει. Μαζεύει τις, μαζεύει τις γειτόνισσες, ναι μα, ναι μα τον Άι-Γιώργη, βάι και τις, βάι και τις γειτονοπούλες και στο γιαλό, και στο γιαλό κατέβηκε, σώσ’ Άι, σώσ’ Άι μι Γιώργη μ’ σώσε, βάι [...]