Κοιμάτ’ η νύφη κι ο γαμπρός και πώς να τους, και πώς να- και πώς να τους ξυπνήσω, θα πάρω διαμαντόπετρες να τους πετρο- να τους πε- να τους πετροβολήσω. Έλα μάτια μ’, έλα φως μου λόγια μην ακούς του κόσμου. Έλα, έλα σαν σου λέγω μη με τυραννείς και [...]
Μέσα σ’ ώριο περιβόλι δάφνη και μυρτιά μαλώνει κι η μυρτιά, βρ’ αμάν-αμάν, κι η μυρτιά ’λεγε της δάφνης… Κι η μυρτιά ’λεγε της δάφνης: συ μου πήρες το κλωνάρι. [– Όχι μα τον Αϊ-Γιάννη, δε σου πήρα γω κλωνάρι] κι αν σου πήρα γω κλωνάρι, να με πάρει το ποτάμι [...]
Μια λυγερή τραγούδησε όξω στο φεγγαράκι μα ήταν αέ- μα ήταν αέρας ταπεινός, μα ήταν αέρας ταπεινός και πήρε τη λαλιά της και πήρε την και πήγε την ανάμεσα πελάου κι όσα καράβια τ’ άκουσαν όλα ιμαϊνάραν.1 Μα ένα καράβι σφακιανό, απ’ τα Σφακιά Σφακιώτες, να μαϊνάρει δεν μπορεί, ν’ [...]
Μια πέρτικα καυχήστηκε σ’ Ανατολή και Δύση πως δεν ευρέ- πως δεν ευρέθη κυνηγός, πως δεν ευρέθη κυνηγός για να την κυνηγήσει. Κι ο κυνηγός σαν τ’ άκουσε πολύ του κακοφάνη. Στήνει τα βρόχια στα βουνά, τις ξόβεργες στους κάμπους, τα δίχτυα τα μεταξωτά σε μια καθάρια βρύση. Πάει η [...]