Ηθέλησεν, μπρ’ αμάν-αμάν , ηθέλησεν ο κυρ Βοριάς ηθέλησεν ο κυρ Βοριάς, να βγει να σουργιανίσει. Στέλνει μαντάτα θλιβερά, σε όλους τους λιμνιώνες. – Καράβια μεταράξετε1 και να φυσήσω θέλω γιατί α φυσήσω φύσημα καράβια θα τσακίσω. Κι όσα καράβια ακούσασι, ράσουν και μεταράσουν κι ένα καράβι της Σουριάς δε θε να μεταράξει. [...]
Εμπρός μας τον, εμπρός μας τον εβάλαμε τον πεύκο με τους κλώνους, μορφονοικοκυρά, να τονε βλέ- να τονε βλέπει η Παναγιά και να του δίνει χρόνους, μορφονοικοκυρά. Αβάντι χωραφάκι μου μην απομένεις πίσω και γω με την παρέα μου ήρτα να σε θερίσω. Αβάντι να θερίσομε τ’ αρχόντου το λιβάδι [...]