Άρκοντες τρων και πίνουσι σε μαρμαρένην τάβλαν, σε μαρμαρένην, σ’ αργυρήν και σε μαλαματένην, κι ούλοι τρώσι και πίνουσι κι αθιολή ’ε φέρνου1 κι ο Κωσταντίνος ο μικρός ας εψιλοτραούει, τ’ ακράνη2 του τ’ Ανδρόνικου, του νιου του παινεμένου. Μαύρος είσαι, μαύρα φορείς, μαύρον καβαλικεύγεις. Μαθαίνεις τον να περπατεί, μαθαίνεις τον [...]
Άρχοντες τρων και πίνουσι σε μαρμαρέ- σε μαρμαρένιαν τάβλα, σε μαρμαρέ- σε μαρμαρένιαν κι αργυρήν και σε μαλα- και σε μαλαματένιαν κι όλοι τρώσι και πίνουσι κι αθιολή δε φέρνου.1 Κι ο Κωσταντίνος ο μικρός άρ’σε2 λιανό τραγούδι τ’ ακράνη3 του τ’ Ανδρόνικου, του νιου του παινεμένου. – Μαύρος είσαι, [...]
Μια κόρη από την Αμοργό, γατάνι, γατανάκι μου να ταξι(δ)έψει θέλει, γατάνι μου πλεμένο. Να ταξι(δ)έψει δε μπορεί, να λάμνει (δ)εν ηξεύρει. Δίνει τρακόσια δυο φλουριά, ναύλο του κεφαλιού της κι άλλα τρακόσια τέσσερα, να πάει με τη(ν) τιμή της. Κι απίτις πολαργάρασι1 δυο μίλια του λιμνιώνα επο(δ)ιαντράπη ο ναύκληρος κι απλώνει πα [...]
Φωνές και κλάματα άκουσα στης Κύπρου το μπογάζι1 θαρρώ βουβάλια σφάζουσι, θαρρώ θεριά μερώνου(ν), θαρρώ κι οι Τούρκοι επαίξασι πόλεμο με τους Φράγκους. Μη(τ)έ βουβάλια σφάζουσι, μη(τ)έ θεριά μερώνου(ν), μη(τ)έ κι οι Τούρκοι επαίξασι, πόλεμο με τους Φράγκους. Ναυτόπουλο ψυχομαχεί στου καραβιού την πλώρη. Δεν έχει μάνα να τον κλαι, [...]
Ανδρόνικος ο ξακουστός, ο πλουσιανεθρεμμένος, στις έξ’ εμπαίνει, στις έξ’ εμπαίνει στο σκολειό, στις έξ’ εμπαίνει στο σκολειό και στις εφτά νεγνώθει και στις οχτώ, και στις οχτώ και στις εννιά και στις οχτώ και στις εννιά γράφει και λοαριάζει, στις δέκα και στις δώδεκα λογιάζει απηλογιάζει, του καθενούς απηλογιά [...]
Του Καλομοίρ’ ο κα- του Καλομοίρ’ ο καλογιός του Καλομοίρ’ ο καλογιός τη νύχταν εεννήθη ε, τη νύχτα πρι τον πε- τη νύχτα πρι του πετεινού τη νύχτα πρι του πετεινού, πριχού πουλί να κράζει. Τη νύχτα που εννήθηκε, ζητά ψωμί να φάει και τρω’ εννιά φουρνιές ψωμί κι εννιά [...]
Σταυραετός συχνοπερνά ’πού τα σκινομματούρια1 π’ αποσκαλίτζ’ η πέρδικα και χωματοκυλιέται λυπητερά τής τραουεί και θλιερά σφυρίζει. – Ξύπνησε, ρουσιοπέρδικα και γλυκοσυνογιά μου κι απού τα σύναθά2 ’ρκομαι ν’ ακούσεις τη λαλιά μου. – Ξυπνή ’μια γιω κι ακούω σου που κηλαείς για μένα και τη λαλιά σ’ απογροικώ και σε [...]
Στου Κωσταντίνου τις αυλές πηάιν εξετρέχει συνάφορμα1 του πηαδιού περβόλιν εφυτέψα έχει μηλιές και κυωνιές, δάφνες και κυπαρίσσια και κόκκινες τριανταφυλλιές εμάι2 με τις άσπρες. Και μια μηλιά, χρυσομηλιά, εψήθη κ’ εμαράθη κι άλλη μηλιά τής εμιλεί κι άλλη μηλιά τής λέει: – Μηλιά, τα μήλα σε βαρού μη ο καρπός σε [...]