Βλέπω καράβια πo ’ρχοντι ’που μεσ’ από την Πόλη μι τιτρακό-νο-σιες έμορφες μι τιτρακόσιες ν-έμορφες, μ’ εξήντα παλληκάρια στη μέση ήταν γερέντης1 μου, στη μέση ήταν γερέντης μου, λαλούσι το ντιλμπέρι,2 γιε μ’, το λαλούσι κι ίλιγι: [– Ας μη ’χα πάει στη γειτονιά, ας μη ’χα γειτονέψει κι μ’ [...]
Ν-ένας άγουρος κι έν’ άξιον παλληκάρι κάστρα γύ- κάστρα γύριβι, Ρωμιοπού- Ρωμιοπούλα μου. Κάστρα κι αν δεν βρει, χουριά να πάει να μείνει, βρίσκ’ ένα, βρίσκ’ ένα δεντρί, Ρωμιοπού- Ρωμιοπούλα μου. – Ν-αχ δεντρίτσι μου, ψηλό μου κυπαρίσσι, πού να μείνω ιγώ και πού να ξιβραδιάσω; – Να κι η [...]
Στην Πόλη ήμουν κι έμαθα παντρεύουνταν καλούδα μ’, παντρεύουνταν, αρρεβωνιάζουνταν κι άλλον καλό πως παίρνει. Παίρνω κ’ ιγώ τ’ αγλήγουρνο1 στουν τόπου μου να πάνω. Δεν πάου κοντά, δεν πάου μακρά, στου δράκου το πηγάδι βρίσκου κοράσιον απού ’κλαιγι στα μαύρα φουριμένου. – Καλημέρα σι κόρη μου. – Καλώς τον [...]