Μια γκαστρω- μια γκαστρωμένη θέριζε, μια γκαστρωμένη θέριζε σ’ ένα κοντό σιτάρι, κι εκεί που, κι εκεί που το δεμάτιαζε, κι εκεί που το δεμάτιαζε χρυσός αϊτός της πέφτει. Βάζει τον στην ποδίτσα ντης και πάει να το ’ξορίσει1. Μια πέρδικα της απαντά, μια πέρδικα της λέει. – Μαρή σκύλα, [...]
Kοιμήσου κι εγώ μήνυσα στην Πόλην τα προικιά σου, και μέσ’ απέ τη Bενετιά να ’ρθουν τα νυφικά σου. Kοιμήσου με την Παναγιά και με τον Άγιο Γιάννη, κοιμήσου και με τον Xριστό κι όπου πονείς να γιάνει.