Άνοιξε πόρτα μ’, άνοιξε, χρυσοπερατωμένη που σε χρυσοπεράτωσε πέρδικα πλουμισμένη. Την καλησπέρα σού ‘φερα κι έβγα να τήνε πάρεις με ρόδα με τριαντάφυλλα έλα να τήνε ράνεις. Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει.
Ξένε σα θες να παντρευτείς γυναίκα για να πάρεις έλα ρώτησε και μένα, να σου πώ ποιά ‘ναι για σένα. Ψηλή γυναίκα μην πάρεις, δεντρί ξεριζωμένο το δεντρί ξεριζωμένο, πάντα είναι μαραμένο. Kοντή γυναίκα μην πάρεις, βουτσί του ταβερνιάρη το βουτσί του ταβερνιάρη, πάντα μεθυσμένους βγάζει. Άσπρη γυναίκα μην πάρεις, [...]