Χορός του Πάσχα ⬥ ν-Ακούσ’ ισύ- ν-ακούσ’ ισύ- ν’ακούσ’ ισύ προυτουσυρτή ν-ακούσ’ ισύ προυτουσυρτή κ’ ισύ προυτουκαγκελευτή. Κ’ ισύ προυτουκαγκελευτή για βεργουλύγα του χουρό για βεργουλύγα του χουρό, για βεργουκαγκελέψε τουν, να διω ψηλές, να διω λιγνές, να διω την κόρη π’ αγαπώ του ποιος κρατεί του χέρι της, του [...]
ν-Άσπρο πουλά- ν άσπρο πουλά- ν-άσπρο πουλάκι, ρούσα μ’, κάθεται ν-άσπρο πουλάκι κάθεται σε πράσινο κλαδάκι ν-άσπρο πουλάκι κάθεται σε πράσινο κλαδά- Κι τα φτιρούδια του τσιμπά κι την αγάπη λέει: Αγάπη μου καλουκαιρ’νή να σ’ είχα του χειμώνα του καλουκαίρι για δρουσιά κι του χειμών’ για ζέστα.
Μοιρολόι του γάμου ⬥ Αφήνω γεια, αφήνω γεια στη γειτονιά και γεια στα παλικάρια, ωχ, μάνα μου γλυκειά και γεια στα παλικάρια, ωχ, φεύγω κι έχε γεια. Αφήνω και, αφήνω και στη μάνα μου τρία γυαλιά φαρμάκι, ωχ, μάνα μου γλυκειά τρία γυαλιά φαρμάκι, ωχ, φεύγω κι έχε γεια. [Τό [...]
Αφήνω γεια, αφήνω γεια στη γειτονιά και γεια στα παλικάρια, ωχ, μάνα μου γλυκιά και γεια στα παλικάρια, ωχ, φεύγω κι έχε γεια. Αφήνω και, αφήνω και στη μάνα μου τρία γυαλιά φαρμάκι, ωχ, μάνα μου γλυκιά τρία γυαλιά φαρμάκι, ωχ, φεύγω κι έχε γεια. [Το ’να να πίνει το [...]
H αγάπη μου παντρεύεται και παίρνει τον εχθρό μου δεν τό ’χω πως παντρεύεται και παίρνει τον εχθρό μου μον’ τό ’χω πως με κάλεσε τα στέφανα ν’ αλλάξω, Παπά μ’ αν είσαι χριστιανός και ξέρεις απ’ αγάπη πάρε παπά μ’ τα στέφανα και βάλτα στην κουμπάρα να γίνει ο σύντεκνος γαμπρός και η κουμπάρα νύφη.
H αγάπη μου παντρέ- λέει παντρεύεται και παίρνει τον εχθρό μου δεν τό ’χω πως παντρεύεται άιντε δεν τό ’χω πως παντρεύεται και παίρνει τον εχθρό μου μον’ τό ’χω πως με κάλεσε τα στέφανα ν’ αλλάξω. Παπά μ’ αν είσαι χριστιανός και ξέρεις απ’ αγάπη, πάρε παπά μ’ τα στέφανα και βάλτα στην κουμπάρα [...]
ν-Ήρθαν, μα λεν , ήρθαν τα Κρητικά, Κρητικά παιδιά ν-ήρθαν τα Κρητικά-να παιδιά, τα ’μορφοπαλικά-να-ρια, τα ’μορφα και τα νόστιμα και τ’ αρραβωνιασμένα. Καράβιν ισκαρώσανε καταμεσού πελάγου, βάζουν κατάρτια μπρούτζινα κι αντένες ασημένιες και τα πανιά μεταξωτά και ξάρτια συρματένια, κι είν’ ’μορφο το καράβι τους κι ο νιος που [...]
Κάλαντα Χριστουγέννων ⬥ Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας Χριστού τη Θεία γέννηση να (μ)πω στ’αρχοντικό σας. Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλη οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρε η φύσις όλη. Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων [κι] ο Βασιλεύς των ουρανών κι ο Ποιητής των όλων. [...]
Με μήνυσε-νε η γ-αγάπη μου, ζηλεμένο μου να πα’ να τη φιλήσω, φέγγεις φιγγάρι μ’, φέγγεις να πα’ να τη φιλήσω, λαμπρό μου φιγγαρά(κι). Μα ’γώ ’μαν ξένος κι ατζαμής, τη στράτα δεν την ξέρω. Μα παίρνω το στρατί-στρατί, τ’ ωρηό το μονοπάτι το μονοπάτι μ’ έβγαλε στης αγαπώς την πόρτα. [Βρίσκω τις [...]
Μια προυσταγή μιγά- μια προυσταγή μιγά- μια προυσταγή μιγάλη προυστάζ’ ου βασιλιάς να κατιβ’ η γιαρμάδα κι ου καπουδάν πασάς. Να κατιβ’ η γιαρμάδα κι ου καπουδάν πασάς. Μι του Θιού του λόγου κι μι του βασιλιά η γιαρμάδα ν-ικατέβη στα δώδικα νησιά. Βγαίνουν στουν Κάβου Ντόρου καράβια φουβιρά. Σαν [...]
Πάνου σ’ βουνί, πάνου σ’ βουνί, πάνου σ’ βουνί -νί θε ν’ ανεβώ Ροϊδού- Ροϊδούλα ζαχαρένια, πάνου, πάνου σ’ μαρμαροβού(νι) να κόψου φούντα βάρσαμο και φούντα μοσχουκλά(δι) να φουρκαλώ τη θάλασσα ν’ αράζουν τα καρά(βια) να ’ρθούν καράβια να σταθούν και κάτεργα ν’ αρά(ξουν) να ’ρθει και με η αγάπη [...]
Ιστορικός θρύλος της Άλωσης ⬥ Πήραν την Πόλη, πήρανε, μωρέ πήραν τη Σαλονίκη πήραν κι την- πήραν κι την Αγια-Σοφιά. Πήραν κι την Αγια-Σοφιά, το μέγα μαναστήρι, μι τιτρακόσια σήμαντρα, μ’ ιξήντα δυο καμπάνις πάσα καμπάνα κι παπάς, [πάσα παπάς κι διάκος. Να κι η κυρά η Παναγιά, στην πόρτα [...]
Σαρά- εμ σαράντα πέντε λεμονιές σαράντα πέντε λεμονιές στην άμμο φυτρωμένες κάνουν τα φύλλα πράσινα και τα λεμόνια αφράτα μόν’ η δική μου λεμονιά στην πέτρα είναι βγαλμένη κάνει τα φύλλα μάλαμα και τα λεμόνια ασήμι κι όποιος τα πιάσει πιάνεται κι όποιος τα ιδεί πεθαίνει κι όποιος τα γλυκομυριστεί [...]
Χορός του Πάσχα ⬥ Σαράντα πέντε μάστοροι, ματάκια μου κι εξήντα μαθητούδια, πού πας καρδιά καμέ[νη] καμάρα ν-έχτιζαν γιαλό, καμάρα θεμελιώνουν, όλη μερίτσα έχτιζαν κι απέ βραδίς χαλνούσεν. Πουλάκι πάησι κι έκατσε ζερβά ‘πό την καμάρα, δεν κελαηδούσε σαν πουλί, σαν αγριοπούλι απού ‘ταν, μόν’ κελαηδούσε κι έλεγε μ’ ανθρώπινη [...]
Στου Μαυριανού τ’ αλώ-νο-νι, το μαρμαρινό παίζουν τη ‘μάδα1 παί-νε-ζουν, γιος και βασιλιάς. Κανείς κι δεν την παί-νε-ζει σαν τον Γιαννακή, μα σαν την παίζ’ ου Γιάν-να-νης τ’ Αντρονίκ’ ο γιος. Ν-ο Ήλιος κι ο Γιαννάκης στοίχημα βαζούν του ποιος θα πάει πρώτος στη μανούλα του. Ν-ο Ήλιος ιπηδούσι χώρες [...]