00:00
Κεντρική σελίδα / Το έργο της / Δισκογραφία / Ο κυρ Βοριάς… και άλλα τραγούδια για παιδιά
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της η μύηση των παιδιών στην παραδοσιακή μουσική απασχολούσε ιδιαίτερα τη Δόμνα. Σε αυτή τη συλλογή συγκέντρωσε τραγούδια με απλούς ρυθμούς και μελωδίες αλλά και μερικά ωραία δημοτικά από αυτά που τώρα πια δεν ακούγονται σχεδόν καθόλου, όμως μεταφέρουν ένα σημαντικό μήνυμα. Μια συλλογή που απευθύνεται στα παιδιά αλλά αποτελεί και βοήθημα σε όσους θέλουν να τους προσφέρουν ερεθίσματα από έναν κόσμο που χάνεται.
Όταν εγώ ήμουν μικρή, όλα αυτά ήταν αλλιώς κι έτσι είχα την τύχη να μάθω κατ’ αρχάς από τους γονείς μου κι αργότερα από το δάσκαλό μου, τον Σίμωνα Καρά, πάρα πολλά από τα χιλιάδες τραγούδια που ξέρω. Διάλεξα 36 από τα αγαπημένα μου γι αυτόν το διπλό δίσκο ακτίνας που πιστεύω θα αρέσουν και σε σας: με μελωδίες και ρυθμούς απλούς, έτσι ώστε να μπορούν να τα τραγουδούν όλοι χωρίς δυσκολία, και με ενδιαφέροντες στίχους.
Πολλά από αυτά τα έφτιαξε ο λαός μας πριν από χίλια ίσως χρόνια. Τα τραγουδούν παιδιά από το δημοτικό σχολείο της γειτονιάς μου, το 9ο Δημοτικό Σχολείο Νέας Σμύρνης. Κι εκείνα, όπως κι εσείς ίσως, άκουσαν τα τραγούδια πρώτη φορά από μένα και τα έμαθαν εύκολα και γρήγορα. Στις πρόβες και στην ηχογράφηση νομίζω ότι περάσαμε όλοι μας πολύ ευχάριστα. Οι μουσικοί που τα συνοδεύουν είναι όλοι συνεργάτες μου από πολλά χρόνια, νέοι άνθρωποι οι περισσότεροι, που με βοηθούν να διατηρήσουμε όσο γίνεται πιο ζωντανή τη μουσική της πατρίδας μας, που όχι μόνο είναι πολύ όμορφη αλλά μπορεί να σας μάθει και τόσα πράγματα για την ιστορία, τον παλιότερο τρόπο ζωής, τις συνήθειες και τις αγάπες των προ-προπαππούδων σας.
Εύχομαι το έργο μου αυτό, που το έκανα για σας, όπως παλιότερα την «Περπερούνα», να σας αρέσει, να το αγαπήσετε όλοι, μικροί και μεγάλοι και να ακουστεί όσο πιο πολύ γίνεται στις τάξεις των σχολείων αλλά και στα σπίτια που έχουν μικρά παιδάκια.
Με όλη μου την αγάπη,
Δόμνα (2007)
Η μουσική μύηση των παιδιών ξεκινούσε από την απαρχή της ύπαρξής τους στον προστατευμένο χώρο του σπιτιού και της μητρικής αγκαλιάς. Με τα πρώτα απλά στην πρόσληψη τραγουδάκια, τα νανουρίσματα, τα ταχταρίσματα, τα στιχοπλόκια των παραμυθιών και των παιχνιδιών, πραγματικά παιδευτικά μέσα, οι μεγάλοι ασκούσαν τις νοητικές και αισθητηριακές ικανότητες των παιδιών, τα μάθαιναν να ονοματίζουν, να απαριθμούν, να ταξινομούν, να μυθοποιούν και να απομυθοποιούν τον γύρω τους κόσμο, σταλάζοντας, ταυτόχρονα, και ριζώνοντας ανεπαίσθητα ως κανόνες στην ψυχή τους τις αξίες και πρακτικές της κοινότητας, στις οποίες με τα χρόνια βιωματικά, και συχνά τραυματικά, έμελλε να δοκιμαστούν. Αργότερα και σταδιακά στη γειτονιά, στους χώρους και τους χρόνους των τελετών, των γλεντιών ή της βιοπάλης –όπου παρευρίσκονταν, αφού η κατά ηλικίες διάκριση δεν ίσχυε ακόμη–, με την επαναλαμβανόμενη ακρόαση των τραγουδιών τα παιδιά συνέχιζαν να μυούνται στον κόσμο και τον πολιτισμό των ενηλίκων, στους ιδεολογικούς, κοινωνικούς, αισθητικούς κανόνες της κοινότητας, τους νόμους της εργασίας και της οικονομίας, τη συμβίωση με τη φύση και τα γεννήματά της, τη θρησκευτικότητα, την αίσθηση της ιστορίας, τη συνείδηση της ατομικής και συλλογικής τους ταυτότητας.
Σ’ αυτό το ανοιχτό και ισόβιο εκπαιδευτικό περιβάλλον –στο οποίο εντάχθηκε κάποτε, και με μοιραίο ρόλο, το επίσημο σχολείο– τα τραγούδια, ιδιαίτερα όταν λέγονταν και χορεύονταν σε τελετουργικό πλαίσιο, όπως, π.χ. στους γάμους ή στους τρανούς χορούς των μεγάλων γιορτών, δηλαδή στους κατεξοχήν χώρους αναπαραγωγής και μετάδοσης της ιδεολογίας, αποκτούσαν έντονο διδακτικό- παραδειγματικό χαρακτήρα. Δίδασκαν «τα σωστά πράγματα», και τα παιδιά ήταν οι ιδανικοί ακροατές, σαν το μαλακό κερί που κρατάει για πάντα το αποτύπωμα με το οποίο το χαράζουμε πριν σκληρύνει. Ανάλογα με το φύλο, τα τραγούδια υπέβαλλαν πρότυπα προς μίμηση ή προς αποφυγή: άλλα για τα αγόρια, προετοιμάζοντάς τα για τα δημόσια πολιτικά, πατριωτικά έως και πολεμικά καθήκοντά τους, άλλα για τα κορίτσια, προετοιμάζοντάς τα για το γάμο και τη μητρότητα, την εσωτερίκευση και περιφρούρηση των κοινωνικών επιταγών, τη μεταλαμπάδευση των ηθών. Τα δεδομένα της καθημερινής εμπειρίας περνούσαν μέσα από το φίλτρο των ποιητικών συμβόλων. Οι στίχοι των τραγουδιών εκθείαζαν τη γενναιότητα μιλώντας για ανδραγαθήματα μυθικών ή ιστορικών ηρώων, τον πατριωτισμό μιλώντας για θυσίες, την ηθική μιλώντας για τιμωρίες, το μόχθο μιλώντας για στέρηση, την υπέρβαση μιλώντας για έρωτα. Υπενθύμιζαν την κυκλικότητα του χρόνου διακωμωδώντας τους αδυσώπητους κωμικοτραγικούς νόμους της φύσης. Υμνώντας την ανάσταση και την αναγέννηση, κήρυσσαν συμφιλίωση με το θάνατο.
Μεγαλώνοντας οι άνθρωποι έτσι, πάνω απ’ όλα μάθαιναν να εκφράζονται μέσα απ’ τη μουσική, να ακούνε, να τραγουδούν, να χορεύουν, να αυτοσχεδιάζουν. Το «βάπτισμα» των παιδιών στη μουσική παράδοση του τόπου τους, η πρώτη δραστηριότητα κατά την οποία αυτενεργούσαν συλλογικά ως μουσικοί, αλλά και ένα σημαντικό βήμα για την κοινωνικοποίησή τους, ήταν τα κάλαντα και οι κάθε λογής αγερμοί προορισμένοι για την ηλικία τους. Ήταν μια δοκιμασία της ικανότητάς τους να απομνημονεύουν ή να φτιάχνουν ωραίους και ταιριαστούς στίχους, ευκαιρία άσκησης και επίδειξης του μουσικού και υποκριτικού τους ταλέντου, παράλληλα όμως και μια δοκιμασία θάρρους, αφού έπρεπε να φτάσουν σε απομακρυσμένες γειτονιές, να μπουν σε ξένα σπίτια – και να κερδίσουν βέβαια τα πρώτα τους λεφτά. Ανάμεσα στους μικρούς καλαντιστές ξεχώριζαν οι μελλοντικοί χαρισματικοί τραγουδιστές και οργανοπαίκτες με το σωστό αυτί, τη δεξιοτεχνία, τη δυνατότητα αυτοσχεδιασμού αλλά και τη δυνατότητα να συνεργάζονται και να εναρμονίζονται με μια ομάδα. Μεγάλο πανεπιστήμιο η σκληρή εκείνη ζωή…
Σήμερα οι διαδικασίες κι οι δοκιμασίες, οι σχέσεις και τα νοήματα αυτά έχουν χαθεί. Ο πολυσήμαντος κόσμος των τραγουδιών μετατράπηκε σε απλά αποσπασματικά μουσικά ακούσματα, με συχνά ακατανόητο περιεχόμενο και ανερμήνευτες αναφορές. Σχολεία, ωδεία και πολιτιστικοί σύλλογοι επιλέγουν τι αξίζει να μείνει από την «παράδοση», προσδίδουν τις ερμηνείες που ταιριάζουν κατά εποχή και περιοχή, μαθαίνουν τα παιδιά να διακρίνουν τους τοπικούς ρυθμούς και να τους χορεύουν. Δεν είναι τυχαίο πως κατά το σχολικό πρόγραμμα με κάτι «παραδοσιακό» ασχολείται μόνο το μάθημα της γυμναστικής. Στο μάθημα των νεοελληνικών διδάσκονται δυο τρία «δημοτικά» τραγούδια ως ποιήματα γραμμένα στο χαρτί, ξεκομμένα από τη μουσική, το ήθος, το νόημά τους. Κυρίως όμως ξεκομμένα από το πολιτισμικό τους πλαίσιο, μια που ο λαϊκός πολιτισμός –ούτε καν ως λαογραφία– δεν θεωρήθηκε ποτέ άξιος να διδαχθεί –στο βαθμό που μπορεί να διδαχθεί– στα σχολεία. Αν κάποιος δάσκαλος ασχοληθεί, θα το κάνει μόνος και αβοήθητος, ως εξαίρεση. Και κανείς ποτέ δεν ρώτησε τα παιδιά τι «ακούνε», τι καταλαβαίνουν, τι νόημα δίνουν τα ίδια στα τραγούδια της παράδοσης. Πέρα από το ότι είναι «ελληνικά».
Ας πούμε λοιπόν ότι αυτή η συλλογή είναι ένα βοήθημα για αυτούς που θέλουν να προσφέρουν σε σημερινά παιδιά ερεθίσματα από έναν κόσμο χαμένο και παρεξηγημένο. Τα πρώτα 18 τραγούδια είναι επιλεγμένα, προσαρμοσμένα και εκτελεσμένα κατάλληλα ώστε να απευθύνονται (και) σε παιδιά μικρότερης ηλικίας. Οι ανάλαφρες και εύληπτες μελωδίες τους, οι συχνά αστείοι και εύκολοι στην απομνημόνευση στίχοι, ο πάντα ισχυρός παιδαγωγικός τους χαρακτήρας, τα διακριτά και διακριτικά στη συνοδεία μουσικά όργανα κάνουν την επιλογή ένα πολύτιμο μουσικό σώμα παραδοσιακών ακουσμάτων για σημερινά κι αυριανά παιδιά. Επιπλέον τα κειμενάκια των τραγουδιών δίνουν την ευκαιρία σε γονείς και δασκάλους να μιλήσουν στα παιδιά γενικότερα για τον παραδοσιακό πολιτισμό που γέννησε τα ακούσματα αυτά, για την άμεση σχέση των τοτινών ανθρώπων με τη φύση, για τις οικιακές ασχολίες, την αγροτική ή τη ναυτική ζωή, το σκωπτικό πνεύμα της Αποκριάς, την λαϊκή πρόσληψη των ιστορικών γεγονότων, για τις ντοπιολαλιές αλλά και τα τοπικά μουσικά ιδιώματα. Τα υπόλοιπα τραγούδια (19-36) είναι μια επιλογή από γνωστά κατά περιοχές και χαρακτηριστικά του κάθε τοπικού μουσικού ιδιώματος τραγούδια. Το καθένα κρύβει μια ιστορία. Μακάρι κάποια παιδιά να παρακινηθούν και να την αναζητήσουν. Παππούδες και γιαγιάδες υπάρχουν ακόμη…
Μιράντα Τερζοπούλου (2007)