00:00
Κεντρική σελίδα / Το έργο της / Δισκογραφία / Μουσικό Οδοιπορικό 1959-1969
Επανέκδοση 127 παραδοσιακών τραγουδιών από όλη την Ελλάδα που πρωτοκυκλοφόρησαν σε δίσκους 45 στροφών την περίοδο 1959 – 1969. Η επιμέλεια των τραγουδιών έγινε από τη Δόμνα Σαμίου και ο Γιώργος Τσάμπρας επιμελήθηκε την έκδοση.
Επειδή, βέβαια, δεν υπήρχε συγκεκριμένη καταγραφή, ο καθένας το αντιλαμβανόταν με το δικό του τρόπο, πρόσθετε ή αφαιρούσε φράσεις, προσάρμοζε τη μελωδία στις δικές του συνήθειες, στις δικές του δυνατότητες. Αυτή η πραγματικότητα έμελλε ν’ αλλάξει ολοκληρωτικά στις αρχές του 20ου αιώνα, με την εγκατάσταση και την καθιέρωση της δισκογραφικής βιομηχανίας. Όχι μόνο για τα τραγούδια που από εδώ και πέρα έμελλε να δημιουργηθούν, αλλά και σ’ ότι αφορά τα τραγούδια που ήδη αποτελούσαν δημιουργήματα προφορικής παράδοσης. Κατ’ αρχήν, το γεγονός της δισκογραφικής καταγραφής ήδη «παγιώνει» μια συγκεκριμένη μορφή, τόσο για τα καινούρια, όσο και για τα παλιότερα τραγούδια. Έπειτα, η αποδοχή των τραγουδιών παύει να λειτουργεί με βάση το λαϊκό αισθητήριο και εξαρτάται σιγά-σιγά από -όλο και πιο- οργανωμένους μηχανισμούς προώθησης. Τέλος, με αφετηρία τα διαφαινόμενα οικονομικά οφέλη, τα τραγούδια παύουν να είναι πια «κοινά» κτήματα. Τα νεώτερα είναι πια δημιουργήματα επωνύμων. Αλλά ακόμα και τα παλιότερα ακόμα αποκτούν, με λογής τρόπους, «διαχειριστές»: διασκευαστές, παραγωγούς, επιμελητές ηχογράφησης και έκδοσης κ.ά.
Τα δημοτικά τραγούδια, εξαιρετικά δημοφιλή στο αγοραστικό κοινό, τράβηξαν εξ αρχής το ενδιαφέρον της εμπορικής δισκογραφίας. Οι πρώτες ηχογραφήσεις παλιότερων «αδέσποτων» τοπικών τραγουδιών γίνονται στην Αμερική, στη Σμύρνη και στην Πόλη. Προτού ακόμα λειτουργήσει δισκογραφική βιομηχανία στην Ελλάδα, πραγματοποιούνται αποστολές ξένων εταιριών δίσκων με στόχο την ηχογράφηση τραγουδιών που προορίζονται για τη δισκογραφική αγορά. Βέβαια, οι αποστολές αυτές, δεν καταγράφουν ακριβώς ότι υπάρχει σε μουσικούς και τραγούδια. Περισσότερο, «προσαρμόζουν» όσα από τα υπάρχοντα ανταποκρίνονται σε κάτι τέτοιο, στις δικές τους -κατ’ εξοχήν- επιχειρηματικές ανάγκες. Είναι ευνόητο ότι η παραγωγή δίσκων απαιτούσε πάντα κάθε δυνατή οικονομία σε χρόνο και χρήμα.
Έπρεπε λοιπόν να βρεθούν –ή να «διαμορφωθούν»- οι άνθρωποι εκείνοι που γρήγορα και φτηνά θα ηχογραφούσαν όσο μπορούσαν περισσότερο υλικό. Ουσιαστικά, διαμορφώθηκαν συγκεκριμένα συγκροτήματα, τα οποία απέδιδαν όλα τα τραγούδια και η συμμετοχή των μουσικών και των τραγουδιστών σ’ αυτά ήταν εξάρτηση της ταχύτητας και της καλής «συνεργασίας» με τους παραγωγούς. Κάπως έτσι, άρχισε να «υποχωρεί» ο τοπικός χαρακτήρας των τραγουδιών, άρχισαν να επιλέγονται εκείνα από τα τραγούδια που θα απέδιδαν πιο εύκολα εμπορικά. Και σιγά-σιγά, τα τραγούδια άρχισαν να «προσωποποιούνται», στο όνομα των τραγουδιστών και μουσικών που έδειχνε να έχουν μεγαλύτερο αντίκρισμα στο κοινό.
Το αίτημα της «αυθεντικότητας» στις δισκογραφικές καταγραφές, μπήκε πολύ αργότερα. Και ως ένα βαθμό, ποτέ δεν ξεκαθαρίστηκε σε τι συνίστανται οι κανόνες μιας «αυθεντικής» καταγραφής. Η «εμπορική» δημοτική δισκογραφία έχει αναπτυχθεί πολύ, έχει φτιάξει τραγουδιστές και μουσικούς – ονόματα, έχει καθιερώσει ακόμα και νεώτερα δείγματα γραφής πάνω στα παλιά πρότυπα, όταν στα τέλη της δεκαετίας του ’50 -ίσως και μέσα στο γενικότερο πνεύμα καλλιτεχνικής αναζήτησης της εποχής- εμφανίζονται οι πρώτες εξαγγελίες για μια πιο «καθαρή» καταγραφή των τοπικών μουσικών ιδιωμάτων της Ελλάδας στη δισκογραφία. Αυτές οι προθέσεις βέβαια γύρω από την παράδοση, εμφανίζονται από πολύ νωρίτερα στην «πολιτική» του ραδιοφώνου -που τότε αποτελεί το βασικό μέσο ενημέρωσης. Από την αρχή της η ελληνική ραδιοφωνία -κυρίως με πρωτοβουλία του εξ αρχής υπεύθυνου για τις εκπομπές παραδοσιακής μουσικής Σίμωνα Καρά– έβαλε ένα ανάλογο αίτημα στις επιλογές της. Μπήκαν κάποιες αρχές και με βάση αυτές περνούσαν από επιτροπή και εγκρίνονταν μουσικοί, τραγουδιστές, συγκροτήματα αλλά και τραγούδια, που εκείνα τα χρόνια έπαιζαν «ζωντανά» στα ανάλογα προγράμματα. Αυτή η αντίληψη ελέγχου της «καθαρότητας» της παράδοσης, βρίσκει έδαφος να περάσει στη δισκογραφική αγορά, όταν αυτή βγαίνει από την «βιοτεχνική» αντίληψη των 78 στροφών και περνάει στη βιομηχανία του δίσκου των 45 στροφών. Η πρωτοβουλία είναι του -τότε παραγωγού της Fidelity- Αλέξανδρου Πατσιφά και ο άνθρωπος που καλείται να επιλέξει, να συγκεντρώσει και να φροντίσει την ηχογράφηση ενός υλικού με τέτοια κατεύθυνση, είναι η Δόμνα Σαμίου.
Η Δόμνα Σαμίου γεννήθηκε το 1928 στην Καισαριανή. Παιδί προσφύγων που είχαν μόλις ζήσει τον εφιάλτη της Μικρασιατικής καταστροφής. «Μεγάλωσα μέσα σε μια παράγκα στην Καισαριανή και δεν άκουγα τίποτα άλλο από διηγήσεις των γονιών μου και των συγγενών που ερχόντουσαν και καθόμαστε τα βράδια… Και τραγούδια… Ότι και να γινότανε, οι άνθρωποι το κάνανε τότε με τραγούδι», αφηγείται η ίδια για τα παιδικά της χρόνια -που αποτελούν μόνιμη εστία θετικής ενέργειας για εκείνη. Δύσκολα χρόνια, παρ’ όλα αυτά… Η Κατοχή τη βρίσκει να έχει μόλις τελειώσει το Δημοτικό Σχολείο. Μέσα στην Κατοχή θα χάσει τον πατέρα της από την πείνα και την αδελφή της από φυματίωση. Η μητέρα της δουλεύει σε σπίτια για να ζήσουν. Σ’ ένα μεγαλοαστικό σπίτι της εποχής, θα βρεθεί και η μικρή Δόμνα να κάνει δουλειές αλλά και να εξασφαλίσει το καθημερινό φαγητό. Η κυρία του σπιτιού θα ανακαλύψει το ταλέντο της στο τραγούδι… Αφηγείται η ίδια: «Κάνοντας δουλειές έψελνα και τραγουδούσα! Συνέχεια! Να σκεφτείς ήταν τόση η αγάπη μου για το τραγούδι που έβλεπα στον ύπνο μου όνειρο ότι είμαι ψάλτης στην εκκλησία. Αυτά τα έλεγα στην κ. Ζάννου… η οποία ήταν μορφωμένη γυναίκα και γνώριζε τον Βουρλούμη το ζωγράφο, ο οποίος ήταν πολύ φίλος με τον Σίμωνα Καρά… Μια μέρα λοιπόν, του λέει: Βρε Ανδρέα, αυτό το παιδί είναι ταλέντο κι έχει μανία με τη μουσική… Για να μην πάει χαμένο>, δεν το πας στον Καρά;. Ο Καράς είχε τότε χορωδία… Μόλις μου το είπαν κι εμένα, πέταξα απ’ τη χαρά μου. Πήγα. Και, μην ξέροντας τότε το μίσος του Καρά για τα «φράγκικα», του είπα ένα …ταγκό. Με διέκοψε και μου είπε: Έλα αύριο για μουσική! Ο ίδιος μ’ έσπρωξε να πάω στο νυχτερινό Γυμνάσιο… Τη μέρα δουλειά, το απόγευμα μουσική και το βράδυ σχολείο… Αυτή ήταν η ζωή μου! Δsig;aε θα ξεχάσω ποτέ τον Καρά όσο ζω… Του οφείλω τα πάντα! Μεγάλος δάσκαλος κι όχι μόνο στη μουσική αλλά και στη ζωή μου!»
Από το 1954 και για 17 χρόνια, η Δόμνα Σαμίου θα βρεθεί υπάλληλος στο ΕΙΡ, στο Τμήμα Εθνικής Μουσικής, με προϊστάμενο τον Σίμωνα Καρά, Η ίδια, περιγράφει ως εξής τις δραστηριότητες της, σ’ αυτήν τη θέση: «Για τις εκπομπές που κάναμε, φέρναμε αυθεντικά συγκροτήματα, τα οποία άλλοτε έπαιζαν ζωντανά και άλλοτε -αργότερα- τα ηχογραφούσαμε ειδικά για το ραδιόφωνο. Παράλληλα, οι δισκογραφικές εταιρίες, μας έστελναν από δύο αντίτυπα κάθε δίσκου που έβγαζαν κι εμείς τα περνούσαμε από μια επιτροπή ακροάσεων και τα κρίναμε. Εκεί, τότε, κατάλαβα τι γινότανε με τις εταιρίες και το βαθμό στον οποίο παραποιούσαν το δημοτικό τραγούδι. Δυστυχώς, καμιά κρατική υπηρεσία δεν λάβαινε μέριμνα για να το προφυλάξει… Σιγά-σιγά, πήρα με τις οικονομίες μου ένα μαγνητόφωνο -από τα μεγάλα της εποχής- και ταινίες, και, όταν έπαιρνα την άδειά μου, πήγαινα στην επαρχία, γύριζα στα χωριά και μάζευα μόνη μου, ότι υλικό μπορούσα να συγκεντρώσω από γέρους, από ερασιτέχνες τραγουδιστές… Κάποιο στιγμή αποφάσισα ν’ ασχοληθώ και με το δίσκο, όχι όμως όπως γινόταν από τις εταιρίες, αλλά σοβαρά. Όπως είχα μάθει τόσα χρόνια δίπλα στο δάσκαλό μου, να καταγράψω τα τραγούδια όπως ακούγονταν στον τόπο τους κι όσο γινόταν με τους ίδιους μουσικούς και τραγουδιστές… Στην αρχή, δεν είχα καν την πρόθεση να βγω εγώ μπροστά και να τραγουδήσω… Έτσι κι αλλιώς, δημόσια βγήκα να τραγουδήσω το ’71, όταν με κάλεσε ο Σαββόπουλος στο Ροντέο».
Μια από τις νέες αντιλήψεις που προωθεί τότε στην δισκογραφία ο Αλέξανδρος Πατσιφάς -μην ξεχνάμε ότι νωρίτερα είναι ο πρώτος που επιμελήθηκε την ηχογράφηση της λαϊκής ορχήστρας του Βασίλη Τσιτσάνη με τη Μαρίκα Νίνου με τη νέα τεχνολογία, ο πρώτος που εξέδωσε τις Έξι λαϊκές ζωγραφιές του Μάνου Χατζιδάκι, αλλά και τα τραγούδια του με τη Νάνα Μούσχουρη κι αργότερα είναι ο δημιουργός του Νέου Κύματος- είναι και η έκδοση δίσκων παραδοσιακής μουσικής, σύμφωνα με τα πρότυπα που διαμορφώνονται μέσα από τις αρχές του Καρά, οι οποίες είναι και αρχές της δημόσιας ραδιοφωνίας της εποχής. Ο ίδιος ο Καράς βέβαια, θα επιμεληθεί την έκδοση λίγων σχετικά ηχογραφήσεων τότε και μέσα από την εμπορική δισκογραφία. Το κύριο μέρος των ηχογραφήσεων του Συλλόγου του, θα εκδοθούν αργότερα, μέσα από δική του ετικέτα. Εκείνη που θα οργανώσει και θα επιμεληθεί κατά κύριο λόγο τις ανάλογες ηχογραφήσεις -ανοίγοντας ένα δρόμο μετράει πολλές και ποίκιλλες εκδόσεις μέχρι τις μέρες μας- είναι η Δόμνα Σαμίου…
Ξεκινώντας από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 και για δέκα χρόνια, η Δόμνα Σαμίου θα επιμεληθεί την έκδοση μιας μεγάλης σειράς δίσκων 45 στροφών, extended plays (δίσκος 43 στροφών διπλής διάρκειας, με 4 συνήθως κομμάτια) και -στο τέλος- μεγάλων δίσκων, με τις ετικέτες Fidelity και Philips. Είναι το υλικό που καταγράφεται, για πρώτη φορά στο σύνολό του, σ’ αυτήν την έκδοση…
Αφετηρία των ηχογραφήσεων είναι βέβαια οι έρευνες που πραγματοποιεί η ίδια, κατ’ αρχήν με αφορμή τις ραδιοφωνικές εκπομπές της εποχής… Μουσικοί, τραγουδιστές και συγκροτήματα που είτε έρχονται στην Αθήνα από διάφορες περιοχές της Ελλάδας για να ηχογραφήσουν για το ραδιόφωνο είτε ζουν στην πρωτεύουσα, αλλά εκπροσωπούν κάποια συγκεκριμένη τοπική παράδοση. Κάποιοι απ’ αυτούς, έρχονται οι ίδιοι και επιδιώκουν τη συνεργασία με το «Σταθμό» -που τότε έχει ιδιαίτερη αίγλη ως το μοναδικό μέσο ενημέρωσης και προβολής, σχεδόν εκείνη που τα νεώτερα χρόνια έχει η τηλεόραση. Και άλλοι, «ανακαλύπτονται» με λογής τρόπους, ενίοτε απρόσμενους. Αφηγείται η ίδια η Δόμνα Σαμίου: «Εκείνη την εποχή και τί δεν κάναμε για να βρούμε αυθεντικούς εκτελεστές των τραγουδιών κάθε περιοχής για να τους χρησιμοποιήσουμε στο ραδιόφωνο ή στις ηχογραφήσεις. Θυμάμαι κάποτε, πετάχτηκα βιαστικά – βιαστικά από το τρόλεϊ πολύ πριν φτάσω στο σπίτι μου, γιατί είχα ακούσει κάτι που πιθανόν να είχε ενδιαφέρον. Ήταν μάλλον τα Χριστούγεννα του 1963, έφυγα από το Ραδιοφωνικό Σταθμό όπου εργαζόμουν -Ρηγίλλης 4, τότε- και ανέβαινα την Ηροδότου. Στη γωνία Καψάλη και Ηροδότου, υπήρχε ένα μπακάλικο. Άκουσα μέσα όργανα και φωνές που λέγανε τα κάλαντα. Ο ήχος με τράβηξε… Ήταν ένα συγκρότημα από τη Θεσσαλία που επισκεπτόταν κάποιους από τους πατριώτες τους, για να τους πουν τα κάλαντα. Μπήκα, έκανα ότι ψωνίζω κι όταν τέλειωσαν τους πλησίασα, τους μίλησα και τους ζήτησα να ‘ρθουν για ηχογράφηση. Ηχογράφησα λοιπόν τότε μαζί τους, μια σειρά από Θεσσαλικά τραγούδια σε μικρούς δίσκους… Ανάμεσά τους, ήταν ο Χρήστος Ζυγοβίνας που τραγουδούσε κι έπαιζε λαούτο και ο Σπύρος Αναστασίου που έπαιζε κλαρίνο…». [δείτε Μοράβα & Άγουρους από Σερή]. (Σημείωση: Δύο μικροί δίσκοι με 4 ηχογραφήσεις του συγκεκριμένου συγκροτήματος κυκλοφόρησαν από τη Fidelity το Φεβρουάριο του 1964 και υπάρχουν σ’ αυτήν την έκδοση).
Στις ηχογραφήσεις λοιπόν αυτές, παίζουν και τραγουδούν, κατ’ εξοχήν τοπικοί εκφραστές κάποιων παραδόσεων. Για κάποιους από αυτούς, οι συγκεκριμένες ήταν οι μοναδικές τους ηχογραφήσεις -στη συνέχεια είτε επέστρεψαν στον τόπο τους, είτε η ζωή, «τούς πήγε αλλού». Ας πούμε: Η Δωδεκανήσια Αμαλία Παπαστεφάνου που μεταξύ ’63 και ’66, ηχογράφησε πρώτη και με τοπικό συγκρότημα, μια σειρά από τραγούδια του τόπου της -ανάμεσα στα οποία και το πολυτραγουδισμένο έκτοτε Τζιβαέρι– στη συνέχεια παντρεύτηκε στο εξωτερικό και χάθηκαν τα ίχνη της -χωρίς ποτέ να διεκδικήσει «επαγγελματικά» από το γεγονός ότι «σημάδεψε» με την ερμηνεία της τα ακούσματα των νεότερων από την περιοχή της.
Σε άλλες περιπτώσεις βέβαια, η «επιτυχία» κάποιων ηχογραφήσεων, οδήγησε κάποιους είτε σε προσωπικές καριέρες, είτε στην διεκδίκηση δικαιωμάτων ακόμα και μέσω …δικαστηρίων. Ο Καλύμνιος καπεταν-Παντελής Γκινής, που πρώτος ηχογράφησε το περίφημο Ντιρλαντά το Μάρτιο του ’66, όταν στη συνέχεια το τραγούδι ηχογραφήθηκε κι έγινε ιδιαίτερα γνωστό με τον Διονύση Σαββόπουλο, διεκδίκησε στα δικαστήρια την πατρότητα του τραγουδιού -χωρίς, βέβαια, να την κερδίσει, καθώς υπήρξαν μαρτυρίες για τον παραδοσιακό του χαρακτήρα. Παρ’ όλα αυτά και παρ’ ότι η δισκογραφία του «χρωστάει» ένα από τα πλέον πολυτραγουδισμένα τοπικά τραγούδια των νεώτερων χρόνων, δεν είχε δισκογραφική συνέχεια…
Αντίθετα, η Ειρήνη Κονιτοπούλου-Λεγάκη και ο Γιώργος Κονιτόπουλος που ξεκίνησαν την πορεία τους μέσα από παιξίματα στο ραδιοφωνικό σταθμό και πραγματοποίησαν κάποιες από τις πρώτες τους ηχογραφήσεις για τη δισκογραφία «με την επιμέλεια της Δόμνας Σαμίου», μ’ αυτήν την αφετηρία έστησαν μεγάλη και πολύχρονη καριέρα, εκπροσωπώντας το «κυκλαδίτικο» τραγούδι στη δισκογραφία και στα πάλκα της Αθήνας. Κάπως έτσι έγινε και με τον Χρόνη Αηδονίδη… Κάποιες από τις πρώτες του ηχογραφήσεις έγιναν τότε «με την επιμέλεια της Δόμνας Σαμίου». Για να χαραχτεί σιγά-σιγά η πορεία που τον οδήγησε ως τις μέρες μας, να θεωρείται ο πλέον χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του τραγουδιού της Θράκης.
Επειδή οι ηχογραφήσεις αυτές, πραγματοποιούνται για να εκδοθούν αρχικά σε δίσκους 45 στροφών, δεν έχουν βέβαια ούτε τη «συνέχεια», ούτε την αντιπροσωπευτικότητα και την πληρότητα, που έχουν κάποιες κατοπινές ηχογραφήσεις της μουσικής ενός τόπου, σε μεγάλους δίσκους. Συνήθως, η έκταση των ηχογραφήσεων που έχουμε, έχει να κάνει πρωτευόντως με το υλικό που διέθετε ο συγκεκριμένος κάθε φορά εκπρόσωπος για καταγραφή, ίσως και τις δυνατότητές του και δευτερευόντως, με το ενδιαφέρον που υπήρχε για την μουσική κάθε περιοχής… Η Αμαλία Παπαστεφάνου από τα Δωδεκάνησα και ο Χρόνης Αηδονίδης από τη Θράκη, είναι από τις φωνές που ηχογραφούν σ’ αυτήν τη φάση τα περισσότερα τραγούδια. Υπάρχουν τοπικές μουσικές και καλλιτέχνες που εκπροσωπούνται στις τότε επιλογές της Δόμνας Σαμίου και σ’ αυτήν την έκδοση, με δυο μόνο ηχογραφήσεις (ένα δισκάκι 45 στροφών) ή, έστω, τέσσερις (extended play). Και βεβαίως, η τοπική μουσική που κυριαρχεί και σε αριθμό 45αριών, είναι τα «στεριανά» τραγούδια -τα τραγούδια Πελοποννήσου και Στερεάς Ελλάδας, που προφανώς έχουν και την μεγαλύτερη κυκλοφορία. Με βασικούς τραγουδιστές τον Λάμπρο Παπαθανασίου και την Αμαλία Καρζή, η Δόμνα Σαμίου επιμελείται την ηχογράφηση τουλάχιστον 40 τραγουδιών από τις εν λόγω περιοχές, στο διάστημα που ηχογραφεί 8 Θρακιώτικα, 6 Ηπειρώτικα, 23 νησιώτικα (Κέρκυρα, Κρήτη, Κύπρος, Μυτιλήνη, Μύκονος, Ύδρα), 5 Ποντιακά…
Κάτι που αξίζει να επισημανθεί σε σχέση με τις ηχογραφήσεις των τραγουδιών Πελοποννήσου και Στερεάς Ελλάδας είναι ότι πέρα από την καθιερωμένη τα νεώτερα χρόνια πρωτοκαθεδρία του κλαρίνου (εδώ παίζουν οι σπουδαίοι σολίστες της στεριανής παράδοσης για την εποχή εκείνη Βασίλης Σκαλιώτης και Παναγιώτης Κοκοντίνης), υπάρχουν και αρκετές περιπτώσεις που η απόδοση των τραγουδιών γίνεται με την «παλιά ζυγιά», «πίπιζα-νταούλι». Αποκλειστικά, Τραγούδια της Ρούμελης και του Μωριά, θα περιλαμβάνει και ο ένας από τους δυο μεγάλους δίσκους που την έκδοσή τους επιμελείται η Δόμνα Σαμίου, προτού σταματήσει τη συνεργασία της με τις ετικέτες που σήμερα ανήκουν στην Universal Music… (Ο άλλος -που θα είναι και ο τελευταίος- περιλαμβάνει μια επιλογή από Τραγούδια και σκοπούς απ’ όλη Την Ελλάδα).
Στις ηχογραφήσεις, πέρα από τοπικά συγκροτήματα, συμμετέχουν και μια σειρά μουσικών που στις μέρες μας θεωρούνται «μύθοι» στην εξέλιξη των οργάνων τους. Πολλοί από αυτούς βέβαια, δεν αναφέρονται στις ετικέτες και δύσκολα πια μπορούμε να πιστοποιήσουμε την παρουσία τους. Ανάμεσα σ’ αυτούς που αναφέρονται αξίζουν ιδιαίτερη μνεία η παρουσία του Νίκου Στεφανίδη στο κανονάκι, του Αλέκου Αραπάκη στο βιολί, του Παναγιώτη Κοκοντίνη, του Βασίλη Σκαλιώτη και του Φίλιππου Ρούντα στο κλαρίνο, του Αγάπιου Τομπούλη στο ούτι…
Η ίδια η Δόμνα Σαμίου συμμετέχει ως ερμηνεύτρια πολύ λιγότερο απ’ ότι στα κατοπινά χρόνια, στις κατοπινές ηχογραφήσεις της. Εδώ ωστόσο, υπάρχουν οι πρώτες και πολύ χαρακτηριστικές ερμηνείες της, σε τραγούδια της Μικράς Ασίας αλλά και της Πελοποννήσου, της Μυκόνου αλλά και της Κρήτης.
[δείτε Αφήνω γεια στις έμορφες, Μια Παρασκευή, Νανούρισμα, Ξενιτεμένο μου πουλί, Ο ξένος μες στην ξενιτιά, Σμυρναίικος μπάλος, Μες στου Μαγιού τις μυρωδιές, Άνω Μερά, καλό χωριό, Ήρθε ο καλός μου, Βασιλικός θα γίνω, Θρακιώτισσα],
Διαμορφώνοντας τη ροή των τραγουδιών επιλέξαμε μια ταξινόμηση κατά τόπους που όμως είναι σε άμεση συνάφεια με τη σειρά που ηχογραφήθηκαν και εκδόθηκαν οι αρχικοί δίσκοι.
Έτσι κι αλλιώς, υπάρχουν πολλές περιοχές που εκπροσωπούνται από 2 ή 4 ηχογραφήσεις που πραγματοποιήθηκαν την ίδια χρονική στιγμή, με το ίδιο συγκρότημα. Αυτά τους τα χαρακτηριστικά και -ίσως περισσότερο- ο κοινός τους «ήχος», δεν αφήνουν πολλά περιθώρια διαχωρισμού, μέσα σ’ ένα σύνολο που εκπροσωπούνται πολλές τοπικές μουσικές, η καθεμιά με τα δικά της χαρακτηριστικά, τις δικές της ηχογραφήσεις, τον δικό της ήχο. Οι πρώτες εκδόσεις, κατ’ εξοχήν σε δίσκους 45 στροφών, από τη φύση του φορέα έκδοσης, οδηγούσαν σε μια εξαιρετικά «σκόρπια» φυσιογνωμία το σύνολο αυτού του υλικού…
Με το συγκεκριμένο τρόπο, «οργανώνεται» για πρώτη φορά η έκδοση του στις διάρκειες μιας σειράς ψηφιακών δίσκων. Καταγράφονται λοιπόν για πρώτη φορά τόσο παραστατικά οι πρώτες επιλογές της Δόμνας Σαμίου για τη δισκογραφία, καθώς οριοθετούσε μια διαδρομή που φτάνει ως τις μέρες μας, με μια μεγάλη σειρά μεγάλων δίσκων βινυλίου αλλά -τα νεώτερα χρόνια- και ψηφιακών.
Γιώργος Π. Τσάμπρας (2008)