Η Δόμνα Σαμίου στο «Ροντέο» και στο «Κύτταρο»

Η ομιλία του Διονύση Σαββόπουλου στην εκδήλωση – αφιέρωμα στη ζωή και στο έργο της Δόμνας Σαμίου, που οργάνωσε το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων στις 11 Οκτωβρίου 2023.



Ας μιλήσουμε για την αγαπημένη μας Δόμνα. Εγώ τη γνώρισα τη δεκαετία του ’60 στο γραφείο του Αλέξανδρου Πατσιφά, στο κτίριο που είχε η δισκογραφική εταιρία Lyra. Η Δόμνα είχε ήδη κυκλοφορήσει εκείνα τα μικρά δισκάκια, τα 45άρια, όπου είχε εντοπίσει και ηχογραφήσει τους καλύτερους, τους μεγαλύτερους δεξιοτέχνες της παραδοσιακής μουσικής και τα καλύτερα τραγούδια της δημοτικής μας μούσας. Τους άκουγες και αισθανόσουνα να αλλάζει η ζωή σου· εγώ, που λέει ο λόγος, κάτω από το μαξιλάρι μου τους είχα. Με τη Δόμνα γνωριστήκαμε εκεί, γίναμε φίλοι. Τα ’φερε η ζωή και συνεργαστήκαμε. Στο «Ροντέο», στην οδό Χέυδεν, μετά στο «Κύτταρο», αλλά και σε συναυλίες και εδώ και εκεί — μέχρι και η σουηδική τηλεόραση μας φώναξε και κάναμε πρόγραμμα.

Η Δόμνα, εκείνο τον καιρό, μου έδειξε ένα ωραίο τραγούδι, το Ντιρλαντά. Για το οποίο βέβαια, πριν το ηχογραφήσω, πήρα βεβαίωση από το Λαογραφικό Τμήμα της Ακαδημίας Αθηνών ότι είναι όντως παραδοσιακό τραγούδι, παμπάλαιο. Τώρα άλλο τι είπανε μετά τα δικαστήρια. Το τραγούδι έγινε επιτυχία, μεγάλη και διεθνής. Έφθασε μέχρι την Ιαπωνία — το τραγουδούσαν γιαπωνέζικα. Λοιπόν, έγινε επιτυχία και ο μακαρίτης ο Αλέξανδρος Πατσιφάς πίεζε τη Δόμνα να βρει και αλλά τέτοια να μου δώσει να τα πω. Εγώ δεν την ενθάρρυνα, διότι το να επαναλαμβάνεις μια συνταγή καταντάει μπανάλ. Και βεβαίως η Δόμνα συμφωνούσε. Αλλά, από σεβασμό προς τον Πατσιφά, κάθισε και μάζεψε μερικά —πολύ ωραία, δεν λέω— τραγούδια από τον Βορρά και τα νησιά και από την Κύπρο, Εσέ Ε-βερεβέ-ναν, κτλ…

Λοιπόν, είπα όχι στον Αλέκο τον Πατσιφά, δεν με ενδιαφέρει. Το σεβάστηκε ο Πατσιφάς, δεν με πίεσε. Έδωσε, εξάλλου, τα τραγούδια σε άλλους τραγουδιστές και τα πήγαν πάρα πολύ καλά. Και το εκτίμησε αυτό η Δόμνα. Δεν ήθελα να γίνω διασκευαστής δημοτικών τραγουδιών, δεν με ενδιέφερε. Με ενδιέφερε η ίδια η Δόμνα. Ξέρετε γιατί; Εκτός που ήταν φίλη και πολύ αγαπητό πλάσμα, και όχι μόνο, γιατί έμαθα πολλά πράγματα από αυτήν.

Μου ’κανε κυρίως εντύπωση, πώς να το πω, ξέρετε στο εξωτερικό οι λαογράφοι και μουσικολόγοι είναι θεωρητικοί, καθαρά θεωρητικοί. Μελετούν και ερευνούν. Εδώ στην Ελλάδα παρήχθη ένας νέος τύπος ειδικού ο οποίος όλα αυτά τα εκατοντάδες τραγούδια για τα οποία σου μιλάει και στα οποία συχνά αναφέρεται —χιλιάδες τραγούδια— ξέρει να σου τα πει απ’ έξω, στίχους και μουσική. Ξέρει να σου τα παίξει, ξέρει να σου τα χορέψει. Πάρα πολύ εντυπωσιακό. Ο πρώτος διδάξας είναι βέβαια ο μέγας Σίμων Καράς. Μαθήτριά του ήταν η Δόμνα Σαμίου και βγήκε έτσι. Έτρεχε με το UHER και έβρισκε τους παππούδες και τις γιαγιάδες να της πουν ένα τραγούδι και μάζευε κάτι σπάνια, κάτι συλλεκτικά κομμάτια, υπέροχα μιλάμε. Και σπουδαίους μουσικούς.

Της οφείλουμε πάρα πολλά. Κοιτάξτε, αν δεν ήταν η Δόμνα να μας μάθει τα αστικά κομμάτια της Κωνσταντινούπολης και της Κρήτης, πώς θα ήταν η νεότερη μουσική γενιά; Επηρεάστηκε πάρα πολύ από αυτά. Ξέθαψε εκείνο το αριστούργημα, πολύ υποβλητικό, της Κρήτης Όσο βαρούν τα σίδερα, βαρούν τα μαύρα ρούχα. Λοιπόν, αν δεν το έβρισκε αυτό, πώς θα ήταν μετά ο Νίκος Παπάζογλου, ας πούμε, ο Σωκράτης Μάλαμας, ο Ορφέας Περίδης; Αυτό τραγούδι υπήρξε αρχετυπικό για μια ολόκληρη νεότερη γενιά μουσικών.

Δημιούργησε αίσθηση, δημιούργησε προβληματισμό και πολλή συζήτηση η δουλειά της. Εκείνο τον καιρό, όπως θυμάστε, είχαμε χούντα και μας είχανε πρήξει οι κολονέλοι με κάτι ψευτοδημοτικά και κάτι κλαρίνα στο ραδιόφωνο νύχτα-μέρα. Ο Γιάννης ο Τσαρούχης σηκώθηκε και έφυγε για το Παρίσι και τον ρωτούσαμε: «Γιατί φεύγεις, κυρ-Γιάννη, στο Παρίσι;» «Γιατί δεν μπορώ να ακούω άλλο τη Γερακίνα και ντρουν ντρουν τα βραχιόλια». Και έφυγε, έλεγε, για αυτό. Και οι ίδιοι συνταγματαρχαίοι πηγαίναν το Πάσχα στους στρατώνες και τσουγκρίζανε τα αυγά με τους στρατιώτες. Τρώγαν και κανένα κοψίδι και μετά πιανόντουσαν και χορεύαν καλαματιανά με τους πισινούς και με μαύρα γυαλιά, σαν μαφιόζοι. Δηλαδή ένιωθες μια αγανάκτηση.

Ένας μουσικός σοβαρός καταλαβαίνει ότι άλλο είναι η αληθινή Ελλάδα και άλλο είναι η πλαστογραφία της. Της λέω: «Δόμνα, σε παρακαλώ, εσύ τα ξέρεις καλά, έλα να μας δείξεις πώς είναι στα αλήθεια αυτή η μουσική. Να ξεχωρίσουμε την ουσία της τέχνης αυτής από το ψευτοφολκλόρ της». Εγώ τότε δούλευα στο «Ροντέο» κλαμπ στην οδό Χέυδεν, κάτω από την Πλατεία Βικτώριας. Νεανικό στέκι ήταν, νέα παιδιά ήμασταν τότε. Η Δόμνα ήρθε, νίκησε τους δισταγμούς της, ήταν γενναία. Και ήρθε σε αυτό το στέκι και έφερε τους καλύτερους εκτελεστές. Εκεί για πρώτη φορά γνωρίσαμε τον Στεφανίδη, τον κύριο Στεφανίδη, τον Αριστείδη Μόσχο, τον Τάσο Χαλκιά, τον αξέχαστο. Τον Μαθιό Μπαλαμπάνη — έναν σορό άλλους, δεν τους θυμάμαι. Έφερε εκείνον τον αγγελόφωνο, τον Χρόνη Αηδονίδη. Τον είχε ανακαλύψει ήδη ο Σίμων Καράς βέβαια. Και, από ό,τι λέγεται, ήτανε θυρωρός σε ένα μέγαρο, σε μια πολυκατοικία στην Αθήνα, ο Χρόνης. Ναι, και τον έφερε λοιπόν η Δόμνα και τραγούδησε υπέροχα.

Έγινε ένα πράμα, μια παλίρροια , μια φουσκονεριά μες σε κείνο το «Ροντέο». Διότι ερχότανε η νεολαία, μιλάμε πήχτρα, για να ακούσει τα προγράμματα της Δόμνας, τα οποία ήταν υπέροχα. Δηλαδή, ήτανε προγράμματα τόσο καλά παιγμένα και τόσο καλά ζωντανά παρουσιασμένα, που όλα αυτά τα παιδιά… Φοιτητές ήτανε οι περισσότεροι, έτσι; Ε, ήταν από χωριά και από κωμοπόλεις της επαρχίας. Αυτά τα πράγματα ήτανε μέσα τους. Απλώς ντρεπόντουσαν να το δείξουνε έτσι που ήταν δυσφημισμένο το δημοτικό τραγούδι εξαιτίας των κολονέλων. Και με τη Δόμνα τα παιδιά αυτά αισθάνθηκαν —και μέσα σε νεανικό στέκι, έτσι;—, αισθάνθηκαν ότι είναι παιδιά μοντέρνα, χωρίς να χάσουν την ψυχή τους. Αυτό τους καλλιέργησε η Δόμνα. Πήγαμε πολύ καλά. Μεταφέραμε το πρόγραμμα εν συνεχεία και στο «Κύτταρο» στην Αχαρνών, όπου παίξαμε μέχρι το 1972.

Μας έμαθε πάρα πολλά πράγματα η Δόμνα. Δηλαδή, εγώ πώς θα συνέχιζα; Είχα γράψει τον Μπάλο τότε. Πώς θα συνέχιζα εάν η Δόμνα δεν με έβαζε να μελετήσω τη μουσική της Ανατολικής Ρωμυλίας και της Θράκης; Της το χρωστάω αυτό, το ότι συνέχισα.

Ξέρετε δε, μ’ αυτά και μ’ αυτά τα προγράμματα, το πράγμα άρχισε να συζητιέται ευρύτερα στους μουσικούς κύκλους. Και ξεθαρρέψανε πολλά παιδιά που αγαπούσανε τη δημοτική μας μούσα και φτιάξανε μουσικές ομάδες μελέτης και εκτέλεσης αυτών των κομματιών. Μια τέτοια ομάδα ήταν «Οι δυνάμεις του Αιγαίου» — το θυμάμαι γιατί συνεργάστηκα έξοχα μαζί τους. Και άλλες ομάδες υπήρχανε και πάρα πολλοί μουσικοί βγήκαν εμπνευσμένοι από αυτή την περίπτωση: ο Βαγγέλης Καρίπης, που είναι ο συνεργάτης μου· μέσα από αυτή την ατμόσφαιρα βγήκε ο Σωκράτης Σινόπουλος. Που τον είδα τις προάλλες στο Βυζαντινό Μουσείο, που είχε κάνει η Λυδία Καρρά, και έπαιζε την πολιτική λύρα τόσο όμορφα, που σου έφερνε δάκρυα στα μάτια.

Η συζήτηση, λοιπόν, απλωνόταν όσο πήγαινε. Και περνούσαν τα χρόνια και κουβεντιάζονταν. Βγαίνανε και οι νέοι σαν τη Δόμνα. Ένας που γνώρισα ήταν o Ross Daly. Έγινε τέτοιος τύπος, λαογράφου-μουσικού, καλλιτέχνη-θεωρητικού. Είναι Ιρλανδός και ήρθε στην Κρήτη και στάθηκε τότε, ως παιδί των λουλουδιών. Αλλά ερωτεύτηκε την κουλτούρα του τόπου και την ταυτότητά του τη μουσική, που κάθισε εκεί και —το θηρίο— έμαθε να παίζει την κρητική λύρα, το κρητικό λαούτο και να λέει και τα τραγούδια, και κρητικά μιλάει κιόλας. Έμαθε το κρητικό accent. Θα υπάρχουν και άλλοι, δεν τους ξέρουμε όλους.

Και κουβέντα-κουβέντα και πες-πες, περνούσαν τα χρόνια. Η συζήτηση άρχισε να επεκτείνεται και στους εκπαιδευτικούς και στους ανθρώπους που ασχολούνται με εκπαιδευτικά ζητήματα. Έτσι σιγά-σιγά από εκεί ξεφύτρωσαν και τα Μουσικά Λύκεια και τα Μουσικά Γυμνάσια. Στα οποία ο ταμπουράς και το δημοτικό τραγούδι και η υμνογραφία είναι υποχρεωτική ύλη, είναι ο κορμός της εκπαίδευσής τους. Βλέπετε πόσα πράγματα έκανε αυτή η γυναίκα, τόσο διακριτικά και τόσο αθόρυβα.

Να ’μαστε καλά, να ανταμώνουμε. Τη θυμάμαι — μου διηγούνταν τόσο ωραία πράγματα, τόσα περιστατικά απ’ τη ζωή της· κυρίως ιστορίες της προσφυγιάς. Και όχι μόνο αυτή, αλλά και πολλοί από τους μουσικούς της. Γιατί όλοι αυτοί είχαν έρθει πρόσφυγες κάτω από φρικτές συνθήκες. Ανάλογες με αυτές που πλήττουν τώρα το Ισραήλ από το τρομοκρατικό του χτύπημα και έχει μαυρίσει η ψυχή μου — έχω φίλους εκεί. Ο Θεός να βάλει το χέρι του να τελειώσει σύντομα αυτός ο εφιάλτης, να μην επεκταθεί.

Να ’μαστε καλά, αγαπητοί μου. Να ’μαστε καλά, να ανταμώνουμε. Και να θυμόμαστε την αξέχαστη Δόμνα Σαμίου. Ευχαριστώ.

Share the Post:
Μελωδός. Δηλαδή ερμηνευτής των δικών του στιχηρών ιδιομέλων ή τραγουδοποιός, δηλαδή ερμηνευτής της δικής του πάντα ποίησης και μουσικής. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη (02/12/1944). Εγκατέλειψε το 1963 τις νομικές του σπουδές, χάριν της τέχνης. Αυτοδίδακτος και ολιγογράφος, εξέδωσε μέχρι στιγμής δεκατέσσερις κύκλους τραγουδιών σε δίσκους βινυλλίου και ακτίνας. Εξέδωσε επίσης ζωντανές […]

Δείτε επίσης