Αυγή τσ’ αυγής, αυγή τσ’ αυγής θα σηκωθώ ’πού του βουνού τη ρίζα, ’πού του βουνού τη ρίζα να σύρω να- να σύρω να ξημερωθώ. Να σύρω να ξημερωθώ, βουνό μου στην κορφή σου να κάμω κύκλο στο βουνό, βολίτα στη μαδάρα να βρω μια μπέτρα ριζιμιά, να διπλωθώ να [...]
Για δες περβόλι ν-έμορφο, για δες κατάκρυα βρύση κι όσα δέντρα ‘μπεψεν ο Θιός μέσα ’ναι φυτεμένα κι όσα πουλιά πετούμενα μέσα ’ναι φωλεμένα. Μέσα σε ’κείνα ντα πουλιά ευρέθει ένα παγώνι και χτίζει τη φωλίτσα του σε μιας μηλιάς κλωνάρι.
Ωρέ, χειμώνας κι ο- χειμώνας κι ο χινόπωρος χειμώνας κι ο χινόπωρος, μαζί τρώνε και πίν’ε. Καλέσαν και την άνοιξη κι αυτή δε μπιγιρντάει.* Μην καμαρώνεις, άνοιξη, με τα πολλά λελούδια θε να τα πάρει ο Θεριστής, θα τα μαράνει όλα. *δε μπιγιρντάει: δεν καταδέχεται