Χορός του Πάσχα ⬥ Σαράντα πέντε μάστοροι, ματάκια μου, κι εξήντα μαθητούδια, πού πας καρδιά καμέ[νη]; Καμάρα ν-έχτιζαν γιαλό, καμάρα θεμελιώνουν, όλη μερίτσα έχτιζαν, κι απέ βραδίς χαλνούσεν. Πουλάκι πάησι κι έκατσε ζερβά ’πό την καμάρα, δεν κελαηδούσε σαν πουλί, σαν αγριοπούλι απού ’ταν, μόν’ κελαηδούσε κι έλεγε μ’ ανθρώπινη [...]
Στην Πόλη ήμουν κι έμαθα παντρεύουνταν καλούδα μ’, παντρεύουνταν, αρρεβωνιάζουνταν κι άλλον καλό πως παίρνει. Παίρνω κ’ ιγώ τ’ αγλήγουρνο στουν τόπου μου να πάνω. Δεν πάου κοντά, δεν πάου μακρά, στου δράκου το πηγάδι βρίσκου κοράσιον απού ’κλαιγι στα μαύρα φουριμένου. – Καλημέρα σι κόρη μου. – Καλώς τον ξένον [...]
Τ’ Αϊ-Γιωργιού τη βραδινή, τ’ Αϊ-Γιωργιού το βράδυ βασιλοπού- βασιλοπούλα αρμάτωνε, βασιλοπούλα αρμάτωνε ολόχρυση φεργάδα. Βάζει πανιά μεταξωτά και ξάρτια μπιρσιμένια, βάζει τιμόνι μάλαμα και τα κουπιά ασημένια, βάζει και τα ναυτόπουλα και κείνα διαλεγμένα. Του ρήγα γιος σαν τ’ άκουσε φεργάδες αρματώνει και μέσα στ’ αρτζιπέλαγος πάει την κοντοζ’γώνει. [...]
Τ’ Αρμένου γιος πινέθηκε, γαλανά ματάκια μ’ κι έμορφα σ’ ένα, σ’ ένα πασά κι αφέντη, λάλει, λάλει καλό μ’ αηδόνι. – Αφέντη μου τη θάλασσα, πεζός θα την αδιάβω. – Κι αν την αδιάβ’ς τη θάλασσα, γαμπρό θε να σε κάνω θέλεις την αξαδέρφη μου, θέλεις την αδερφή μου, θέλεις τη [...]
Τα τέσσερα, τα πέντε, τα εννιάδερφα, τα δεκαοχτώ ξαδέρφια τα ολιγόημερα, ένα φερμάν’ τους ήρθε απ’ το βασιλιά να παν να πολεμήσουν χρόνους δώδεκα. Τροχούνε τα σπαθιά τους, λάμπ’ η θάλασσα· βροντοχτυπούν κοντάρια, τρέμουν τα βουνά. Στο δρόμο που πηγαίνουν κι όπου πήγαιναν, βρίσκουν ένα πηγάδι, ξεροπήγαδο: σαράντα οργιές το [...]
Τέσσερα τζιαι τέσσερα γίνουνται οκτώ τέσσερα παλληκάρκα πάσιν στον πόλεμον. Στον δρόμον που πηγαίνασιν μα επεινάσασι τσι εκάτσασιν να φάσιν τζιαι εδιψάσασιν. Γυρεύκουν νά ’βρουν βρύσην απάνω στο βουνόν τζ' ήβρασιν έναν λάκκον των εκατόν ορκών. Ερίξαν το λαχνίν τους πκοιός έν' να κατεβεί τζιαι έπεσεν η μοίρα πα στο [...]
Τέσσερα τσαι τέσσερα γίνονται οκτώ, τέσσερα παλληκάρκα πάσι στον πόλεμο. Στον δρόμον που πηαίνασι μα επεινάσασι τσι εκάτσασιν να φάσιν τσαι εδιφάσασιν. Γυρεύκουν να βρουν βρύσην απάνω στο βουνόν τσι ήβρασιν έναν λάκκον των εκατόν οργιών. Ερίξαν το λαχνίν τους ποιος έν’ να κατεβεί τσαι έπεσεν η μοίρα πα’ στο [...]
Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, γιοφύρι εστεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι· ολημερίς εχτίζανε το βράδυ γκρεμιζόταν. Πουλάκι πήγε κι έκατσε δεξιά από την καμάρα· δεν κελαηδούσε σαν πουλί, ανθρώπινα μιλούσε: – Αν δε στοιχειώσετ’ άνθρωπο, γιοφύρι δεν στεριώνει.
Χορός του Πάσχα ⬥ Κάτω στην ά- κάτω στην ά- κάτω στην άκρη του γιαλού, στην τέλειωση του κόσμου, στην τέλειωση του κόσμου, εκεί γεφύ- ν-εκεί γεφύ- εκεί γεφύρι κτίζανε, γεφύρι δε στεριώνει, γεφύρι δε στεριώνει. Από βραδίς το κτίζανε και το πρωί χαλούσε. Ακούν φωνή, ν-ακούν στριγγλιά μέσα το [...]
Παραλογή-παραμύθι από την Ύδρα όπου η καταστροφική γυναίκα-λάμια καταβροχθίζει τον έφηβο ήρωα, τον γιο του ρήγα. Στο τραγούδι η Κατερίνα Παπαδοπούλου (2005).
Παραλογή-παραμύθι από την Ύδρα όπου η καταστροφική γυναίκα-λάμια καταβροχθίζει τον έφηβο ήρωα, τον γιο του ρήγα. Στο τραγούδι η Κατερίνα Παπαδοπούλου (2006).
Σαν της Ωριάς το κάστρο, κάστρο δεν είδα, σαν της Ωριάς το κάστρο, κάστρο δεν είδα, τέτοιο κάστρο δεν είδα, γεια χαρά σας βρε παιδιά, που 'χει ασημένιες πόρτες κι αργυρά κλειδιά, τέτοιο κάστρο δεν είδα, Φράγκα και καλή καρδιά. Τούρκοι το πολεμούσαν χρόνους δώδεκα, χρόνους, μήνες δεκατρείς, συ το [...]
Χορός του Πάσχα ⬥ Θεριό έχουμε στον τόπο μας, σ’ ένα βαθύ πηγάδι ν-ανθρώπους το ταΐζουμε, κάθε πρωί και βράδυ. Μια μέρα αν δεν τον δώσουμε άνθρωπο να δειπνήσει σταλιά νερό δεν άφηνε η χώρα να δροσίσει. Κι ας ρίξουμε τα μπουλετιά να διούμ’ σε ποιον θα πέσει να στείλει [...]
Χορός του Πάσχα ⬥ Άγιε μου Γιώργη αφέντη μου και γριβοκαβαλάρη, αρματωμένος με σπαθί και με χρυσό κοντάρι. Στη δόξα και στη δύναμη θέλω να σ’ αθιβάλω για το θεριό που σκότωσες τον λέων το μεγάλο, που το ’χαμε στον τόπο μας, σ’ ένα βαθύ πηγάδι κι ανθρώπους το ταΐζανε, [...]
Τρει άρχοντοι και τρει καλοί και τρει γαϊτανογέροι Κ’ οι τρεις συλλοϊζόσανε να βγουν σ’ απάνω κόσμο (ν)Ο εις καυκιόταν τ’ άσπρα της κι άλλος τη φορεσιά του Κι όϊ Μαυροζής καυκιότανε, καυκιόταν την καλή του (ν)Εν άδικον τον έβγαλαν να πάρουν την καλή του Πουλεί τα σπίτια τ’ άμορφα [...]
Τρι άρχοντες καθόντανε σ’ ένα καλό τραπέζι, ο εις καυχιούνταν τ’ άσπρα του κι άλλος τη φορεσιά του κι ο Μαυροζής καυχιούντανε, καυχιούνταν την καλήν του. – Καλή μ’ τα χείλια τ’ς ξάζιεστα, τα μάτια τ’ς δυο χιλιάδες, και το λιγνό της το κορμί την Πόλη αγοράζει. – Στάσου, στάσου κυρ [...]