Μια κόρη Τρικεριώτισσα, μια Τρικεριωτοπούλα έχει ασημένιον αργαλειό και φιλντισένιο χτένι. Μασούριζε, καλάμιζε και λιανοτραγουδούσε κι ο άντρας της ερχότανε σε μαύρο, καβαλάρης. - Ώρα καλή σου, λυγερή. - Καλώς το παλληκάρι. - Κόρη μ’, αν είσ’ ανύπαντρη, γυναίκα να σε πάρω. - Εγώ ’χω άντρα στην ξενιτιά τώρα δώδεκα [...]
Μια λυγερή τραγούδησε όξω στο φεγγαράκι μα ήταν αέ-, μα ήταν αέρας ταπεινός, μα ήταν αέρας ταπεινός και πήρε τη λαλιά της· και πήρε την και πήγε την ανάμεσα πελάου, κι όσα καράβια τ’ άκουσαν όλα ιμαϊνάραν. Μα ένα καράβι σφακιανό, απ’ τα Σφακιά Σφακιώτες, να μαϊνάρει δεν μπορεί, ν’ [...]
Μια μάνα έχει ένα γιο, ένα κι κανακάρη, τον ζήλευε η γειτονιά, που δεν ραΐζουν τα βουνά, τον ζήλεψε κι η Ρούλα, μια μικρή παπαδοπούλα, τον ζήλεψε κι η μάνα του, η σκύλα παραμάνα του, άντρα για να τον κάνει και στεφάνι να τον βάλει. Μια Κυριακή, ένα πρωί, απόφασε [...]
Μια Πασχαλιά, μια Πασχαλιά, μια Πασχαλιά, μια Κυριακή κι μια ’πίσημη ημέρα, πουλάκι μου, κι μια ’πίσημη ημέρα, πουλάκι μ’ ιμάν, μάνα ν-υγιό ν-ιστόλιζι Σαββάτο ν-όλη μέρα την Κυριακίτσα του προυί στην ικκλησιά να πάει. Ούλοι πααίν’ στην ικκλησιά, χιράκια σταυρουμένα, πήγα κι ’γώ στην ικκλησιά, ματάκια σφαλισμένα. Όντας μι [...]
Ξημέ- ξημέρωσε η Ανατολή και χάραξε η Δύση, παίρνει, παίρνει κι ο νιος τον μαύρο του, πάει να τον ποτίσει. Στον δρό- στον δρόμο οπού πήγαινε, Θεόν παρακαλούσε: – Αχ Θεέ, Θεέ μου, να, αχ Θεέ μου, να την έβρισκα, Θεέ μου, να την έβρισκα την αγαπώ στη βρύση, να [...]
Ο βασιλιάς κι ο Μαυριανός σε περιβόλι τρώγουν αθιβολές δεν είχανε και αθιβολές εφέραν για τσι ξανθές, για τσι σγουρές και για τσι μαυρομάτες, πως δεν εβρέθηκε καμιά στον κόσμο μην πλανάται. –Ωσάν το ρόδο τ’ ανοιχτό, το λουλουδάκι τ’ άσπρο έχω κι εγώ μιαν αδερφή, μ’ αλήθεια δεν πλανάται. –Αν [...]
Ο Γιάννος και η Βαγγελιώ σ’ ένα σχολειό πηγαίναν, μάθαιν’ ο Γιάννος γράμματα κι η Βαγγελιώ τραγούδια. Ο Γιάννος την αγάπησε, γυναίκα να την πάρει. Παραλογή από την Ήπειρο.
Ο Γιάννος και η Μαριγώ σ’ ένα σχολειό πηγαίναν , ο Γιάννος ξέρει γράμματα κι η Μαριγώ τραγούδια. Παραλογή που αφέρεται στον άτυχο έρωτα δυο νέων. Με το Πολυφωνικό Συγκρότημα Πωγωνίου και τον Ναπολέωντα Σααδεδήν στο κλαρίνο (1983).
Τον Μάραντον χαρτίν έρθεν να πάει και σην στρατείαν. Κόφτ’ ασ’ ασήμιν πέταλα κι ασό χρυσάφ’ καρφία, τον μαύρον ατ’ καλίβωνεν κατάντικρυ σον φέγγον κι η κάλη ν-ατ’ παρέστεκεν με το μαντίλ’ καρφία. - Πού πας, πού πας, νε Μάραντε, κι εμέν τίναν αφήνεις; - Αφήνω σε σον κύρην μου, [...]
Όλα τα κάστρα τα ’δα κι όλα τα ’δειρα, βρ’ αμάν αμάν αμάν, κι όλα τα ’δειρα· κι όλα τα ’δει- τα ’δειρα, Φραγκοπούλα και Ρωμιά. Σαν της Ωριάς το κάστρο, κάστρο δεν είδα, Φράγκα με τα ρεπαντιά, να ’χει ασημένιες πόρτες κι αργυρά κλειδιά, Φραγκοπούλα και Ρωμιά. Τούρκοι το πολεμούσαν [...]
Όσο ’ναι μά- όσο ’ναι μάκρος του γιαλού, όσο ’ναι μάκρος του γιαλού και φάρδος του πελάγου, και φάρδος του πελάγου, τόσο πανί, τόσο πανί διαζότανε, τόσο πανί διαζότανε μια κόρη στην αυλή της. Του ρήγα γιος επέρασε και την καλημερίζει. – Καλή σου ημέρα, λυγερή, καλώς τα πολεμάεις, [έπεσε [...]
Ιδιοτοπικός χορός του Αϊ-Γιώργη ⬥ Πανηγυράκι γίνεται ψηλά στον Α-ναιν- ϊ-Γιώργη μαρ’ ρηγοφραγκόπουλο. Το πανηγύρι ήταν πολύ και το νερό-νο ήταν λίγο έρχομ’ έβγα δέξε με. Γαϊτανό- γαϊτανό- κι αργιοπλεγμένο μια χαρά, μια χαρά ήταν το καημένο. Τρεις λυγερές συνάζουνται να πα να πουν-ουν του δράκου τώρ’ ανθίζουν τα κλαριά. [...]
Πέρασα καλημέρισα τέσσερα μαύρα μάτια, τέσσερα χείλια, Δάφνη μ’, κόκκινα. Τέσσερα χείλια κόκκινα κι δυο λιγνά κορμάκια, πέρασα, Δάφνη μ’, κι τα ρώτησα, πέρασα κι τα ρώτησα του δρόμου να μι δείξουν, κι κείνα δε μου μίλησαν κι κίνησα κι πάω. Παίρνου του δρόμου του στρατί, τ’ άδειου του μονοπάτι, [...]
Πραματε- πραματευτής κατέβαινε, πραματευτής κατέβαινε της Βουργαριάς τα μέρη. Σέρνει μου- σέρνει μουλάρια δώδεκα, σέρνει μουλάρια δώδεκα και μούλες δεκαπέντε. Εκεί που πάει και τραγουδάει, εκεί που πάει και λέει: «Κρίμα σε τούτα τα βουνά και κλέφτες να μην έχουν». Κι ευτύς παρουσιάστηκαν τρεις κλέφτες εμπροστά του· κι αρχίσαν ξεφορτώματα [...]
Πραματευτής κατέβαινε της Βουργαριάς τα μέρη. Σέρνει μουλάρια δώδεκα και μούλες δεκαπέντε· εκεί που πάει και τραγουδάει, εκεί που πάει και λέει: «Κρίμα σε τούτα τα βουνά και κλέφτες να μην έχουν». Κι ευτύς παρουσιάστηκαν τρεις κλέφτες εμπροστά του [κι αρχίσαν ξεφορτώματα και τα σκοινιά να κόβουν. «Ν’ αφήστε, βρε [...]
Σαράντα μαστορόπουλα κι εξήντα μαθητάδες, γιοφύριν εστεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι. Όλη μερίτσα χτίζανε, το βράδυ γκρεμιζόταν. Μοιρολογούν οι μάστοροι και κλαίνε οι μαθητάδες. – Αλίμονο στους κόπους μας, κρίμα στη δούλεψή μας. Κι ένα πουλί, καλό πουλί, κελαηδεί και λέει. «Δίχως για να στοιχειώσετε άνθρωπο στο γιοφύρι, γιοφύρι δε [...]
Χορός του Πάσχα ⬥ Σαράντα πέντε μάστοροι, ματάκια μου, κι εξήντα μαθητούδια, πού πας καρδιά καμέ[νη]; Καμάρα ν-έχτιζαν γιαλό, καμάρα θεμελιώνουν, όλη μερίτσα έχτιζαν, κι απέ βραδίς χαλνούσεν. Πουλάκι πάησι κι έκατσε ζερβά ’πό την καμάρα, δεν κελαηδούσε σαν πουλί, σαν αγριοπούλι απού ’ταν, μόν’ κελαηδούσε κι έλεγε μ’ ανθρώπινη [...]
Στην Πόλη ήμουν κι έμαθα παντρεύουνταν καλούδα μ’, παντρεύουνταν, αρρεβωνιάζουνταν κι άλλον καλό πως παίρνει. Παίρνω κ’ ιγώ τ’ αγλήγουρνο στουν τόπου μου να πάνω. Δεν πάου κοντά, δεν πάου μακρά, στου δράκου το πηγάδι βρίσκου κοράσιον απού ’κλαιγι στα μαύρα φουριμένου. «Καλημέρα σι, κόρη μου». «Καλώς τον ξένον που ’ρθι». [...]
Τ’ Αϊ-Γιωργιού τη βραδινή, τ’ Αϊ-Γιωργιού το βράδυ βασιλοπού- βασιλοπούλα αρμάτωνε, βασιλοπούλα αρμάτωνε ολόχρυση φεργάδα. Βάζει πανιά μεταξωτά και ξάρτια μπιρσιμένια, βάζει τιμόνι μάλαμα και τα κουπιά ασημένια, βάζει και τα ναυτόπουλα και κείνα διαλεγμένα. Του ρήγα γιος σαν τ’ άκουσε φεργάδες αρματώνει και μέσα στ’ αρτζιπέλαγος πάει την κοντοζ’γώνει. [...]
Τ’ Αρμένου γιος πινέθηκε, γαλανά ματάκια μ’ κι έμορφα σ’ ένα, σ’ ένα πασά κι αφέντη, λάλει, λάλει καλό μ’ αηδόνι. – Αφέντη μου τη θάλασσα, πεζός θα την αδιάβω. – Κι αν την αδιάβ’ς τη θάλασσα, γαμπρό θε να σε κάνω θέλεις την αξαδέρφη μου, θέλεις την αδερφή μου, θέλεις τη [...]
Τα τέσσερα, τα πέντε, τα εννιάδερφα, τα δεκαοχτώ ξαδέρφια τα ολιγόημερα, ένα φερμάν’ τους ήρθε απ’ το βασιλιά να παν να πολεμήσουν χρόνους δώδεκα. Τροχούνε τα σπαθιά τους, λάμπ’ η θάλασσα· βροντοχτυπούν κοντάρια, τρέμουν τα βουνά. Στο δρόμο που πηγαίνουν κι όπου πήγαιναν, βρίσκουν ένα πηγάδι, ξεροπήγαδο: σαράντα οργιές το [...]