Μηλί- βάι μηλί- μηλίτσα που ’σαι στο γκρεμό, μηλίτσα που ’σαι στο γκρεμό τα μήλα φορτωμένη, τα μή- βάι τα μή- τα μήλα σου λιμπίστηκα, τα μήλα σου λιμπίστηκα και το γκρεμό φοβούμαι. – Σαν τον φοβάσαι το γκρεμό, έλ’ απ’ το μονοπάτι. Το μονοπάτι μ’ έβγαλε σ’ ένα ’ρημοκλησάκι, [...]
Μια γκαστρω- μια γκαστρωμένη θέριζε, μια γκαστρωμένη θέριζε σ’ ένα κοντό σιτάρι, κι εκεί που, κι εκεί που το δεμάτιαζε, κι εκεί που το δεμάτιαζε χρυσός αϊτός της πέφτει. Βάζει τον στην ποδίτσα ντης και πάει να το ’ξορίσει1. Μια πέρδικα της απαντά, μια πέρδικα της λέει. – Μαρή σκύλα, [...]
Μια κόρη από την Αμοργό, γατάνι, γατανάκι μου να ταξι(δ)έψει θέλει, γατάνι μου πλεμένο. Να ταξι(δ)έψει δε μπορεί, να λάμνει (δ)εν ηξεύρει. Δίνει τρακόσια δυο φλουριά, ναύλο του κεφαλιού της κι άλλα τρακόσια τέσσερα, να πάει με τη(ν) τιμή της. Κι απίτις πολαργάρασι1 δυο μίλια του λιμνιώνα επο(δ)ιαντράπη ο ναύκληρος κι απλώνει πα [...]
Μια κόρη από την Εύριπου θέλει να ταξιδέψει, ερ, θέλει να κά- ερ, θέλει να κά- ερ, θέλει να κά- να κάνει πέρασμα, θέλει να κάνει πέρασμα, πέρα για να περάσει, δίνει ’κατό βενέτικα στον τόπο της να πάει κι τετρακόσια τέσσιρα να πάει με την τιμή της. Κι ξαδιαντράπ’* [...]
Μια κόρη Βρονταδούσαινα ύφαινε κι ξεφαίνε κιλαηδισμός τ’ αργαστηριού, κιλαηδισμός τ’ αργαστηριού κι ο χτύπος του χτενιού της, πουλάκι πήγε κι ήκατσε, πουλάκι πήγε κι ήκατσε πάνω στο ξυλοχτένι. Δεν ηκιλάδγιε σαν πουλί ούτε σα χιλιδόνι, μόνο κιλάδγιε κι ήλεγε ανθρωπινή μιλίτσα: – Χριστέ, και να ’σπανε η οτρά1 να [...]
Ε-νε, μια κό- μια κόρη συ- ε, μια κόρη συναπόβγανε μια κόρη συ- μια κόρη συναπόβγανε ε, τον άντρα ντζη, άντρα ντζη στα ξένα, κρατεί κερί και φέγγει του, ποτήρια και κερνά τον κι όσα ποτήρια τον κερνά τόσα λόγια του λέει: – Μισεύγεις, Κωσταντίνο μου, κι ίντα μου παραγγένεις; [...]
Μια κόρη Τρικεριώτισσα, μια Τρικεριωτοπούλα έχει ασημένιον αργαλειό και φιλντισένιο χτένι. Μασούριζε, καλάμιζε και λιανοτραγουδούσε κι ο άντρας της ερχότανε σε μαύρο, καβαλάρης. – Ώρα καλή σου, λυγερή. – Καλώς το παλληκάρι. – Κόρη μ’, αν είσ’ ανύπαντρη, γυναίκα να σε πάρω. – Εγώ ’χω άντρα στην ξενιτιά τώρα δώδεκα [...]
Μια λυγερή τραγούδησε όξω στο φεγγαράκι μα ήταν αέ-, μα ήταν αέρας ταπεινός, μα ήταν αέρας ταπεινός και πήρε τη λαλιά της· και πήρε την και πήγε την ανάμεσα πελάου, κι όσα καράβια τ’ άκουσαν όλα ιμαϊνάραν.1 Μα ένα καράβι σφακιανό, απ’ τα Σφακιά Σφακιώτες, να μαϊνάρει δεν μπορεί, ν’ [...]
Μια μάνα έχει ένα γιο, ένα κι κανακάρη, τον ζήλευε η γειτονιά, που δεν ραΐζουν τα βουνά, τον ζήλεψε κι η Ρούλα, μια μικρή παπαδοπούλα, τον ζήλεψε κι η μάνα του, η σκύλα παραμάνα του, άντρα για να τον κάνει και στεφάνι να τον βάλει. Μια Κυριακή, ένα πρωί, απόφασε [...]
Μια Πασχαλιά, μια Πασχαλιά, μια Πασχαλιά, μια Κυριακή κι μια ’πίσημη ημέρα, πουλάκι μου, κι μια ’πίσημη ημέρα, πουλάκι μ’ ιμάν, μάνα ν-υγιό ν-ιστόλιζι Σαββάτο ν-όλη μέρα την Κυριακίτσα του προυί στην ικκλησιά να πάει. Ούλοι πααίν’ στην ικκλησιά, χιράκια σταυρουμένα, πήγα κι ’γώ στην ικκλησιά, ματάκια σφαλισμένα. Όντας μι [...]
Ξημέ- ξημέρωσε η ανατολή και χάραξε η δύση, παίρνει, παίρνει κι ο νιος το μαύρο του, πάει να τον ποτίσει. Στο δρό- στο δρόμο οπού πήγαινε Θεόν παρακαλούσε: – Αχ Θεέ, Θεέ μου να, αχ Θεέ μου να την έβρισκα, Θεέ μου να την έβρισκα τήν αγαπώ στη βρύση, να [...]
Ο βασιλιάς κι ο Μαυριανός σε περιβόλι τρώγουν αθιβολές1 δεν είχανε και αθιβολές εφέραν για τσι ξανθές, για τσι σγουρές και για τσι μαυρομάτες, πως δεν εβρέθηκε καμιά στον κόσμο μην πλανάται. –Ωσάν το ρόδο τ’ ανοιχτό, το λουλουδάκι τ’ άσπρο έχω κι εγώ μιαν αδερφή, μ’ αλήθεια δεν πλανάται. –Αν [...]
Ο Γιάννος και η Βαγγελιώ σ’ ένα σχολειό πηγαίναν, σ’ ένα σχολειό πηγαίναν, μάθαιν’ ο Γιάννος γράμματα κι η Βαγγελιώ τραγούδια, κι η Βαγγελιώ τραγούδια. Ο Γιάννος την αγάπησε, γυναίκα να την πάρει. – Μάνα μου θέλω να σου πω, θέλω να σου μιλήσω. Τη Βαγγελιώ αγάπησα, γυναίκα να την [...]
Ο Γιάννος και η Μαριγώ σ’ ένα σχολειό πηγαίναν ο Γιάννος ξέρει γράμματα κι η Μαριγώ τραγούδια. Τα δυο τους αγαπήθκανε κανένας δεν το ξέρει. Ο Γιάννος τ’ αποφάσισε της μάνας του το λέει. – Μάνα μ’ τη Μάρω αγαπώ και θέλω να την πάρω. – Τι λες μωρέ παλιόπαιδο [...]
Όλα τα κάστρα τα ’δα κι όλα τα ’δειρα,1 βρ’ αμάν αμάν αμάν, κι όλα τα ’δειρα· κι όλα τα ’δει- τα ’δειρα, Φραγκοπούλα και Ρωμιά. Σαν της Ωριάς το κάστρο, κάστρο δεν είδα, Φράγκα με τα ρεπαντιά,2 να ’χει ασημένιες πόρτες κι αργυρά κλειδιά, Φραγκοπούλα και Ρωμιά. Τούρκοι το πολεμούσαν [...]
Όσο ’ναι μά- όσο ’ναι μάκρος του γιαλού, όσο ’ναι μάκρος του γιαλού και φάρδος του πελάγου, και φάρδος του πελάγου, τόσο πανί, τόσο πανί διαζότανε,1 τόσο πανί διαζότανε μια κόρη στην αυλή της. Του ρήγα γιος επέρασε και την καλημερίζει. – Καλή σου ημέρα, λυγερή, καλώς τα πολεμάεις,2 [έπεσε [...]
Ιδιοτοπικός χορός του Αϊ-Γιώργη ⬥ Πανηγυράκι γίνεται ψηλά στον Α-ναιν- ϊ-Γιώργη μαρ’ ρηγοφραγκόπουλο. Το πανηγύρι ήταν πολύ και το νερό-νο ήταν λίγο έρχομ’ έβγα δέξε με. Γαϊτανό– γαϊτανό– κι αργιοπλεγμένο μια χαρά, μια χαρά ήταν το καημένο. Τρεις λυγερές συνάζουνται να πα να πουν-ουν του δράκου τώρ’ ανθίζουν τα κλαριά. [...]
Πέρασα καλημέρισα τέσσερα μαύρα μάτια, τέσσερα χείλια, Δάφνη μ’, κόκκινα τέσσερα χείλια κόκκινα κι δυο λιγνά κορμάκια, πέρασα, Δάφνη μ’, κι τα ρώτησα, πέρασα κι τα ρώτησα του δρόμου να μι δείξουν κι κείνα δε μου μίλησαν κι κίνησα κι πάω. Παίρνου του δρόμου του στρατί, τ’ άδειου του μονοπάτι, [...]
Πραματε- πραματευτής κατέβαινε, πραματευτής κατέβαινε της Βουργαριάς τα μέρη. Σέρνει μου- σέρνει μουλάρια δώδεκα, σέρνει μουλάρια δώδεκα και μούλες δεκαπέντε. Εκεί που πάει και τραγουδάει, εκεί που πάει και λέει: – Κρίμα σε τούτα τα βουνά και κλέφτες να μην έχουν. Κι ευτύς παρουσιάστηκαν τρεις κλέφτες εμπροστά του· κι αρχίσαν [...]
Πραματευτής κατέβαινε της Βουργαριάς τα μέρη. Σέρνει μουλάρια δώδεκα και μούλες δεκαπέντε· εκεί που πάει και τραγουδάει, εκεί που πάει και λέει: – Κρίμα σε τούτα τα βουνά και κλέφτες να μην έχουν. Κι ευτύς παρουσιάστηκαν τρεις κλέφτες εμπροστά του [κι αρχίσαν ξεφορτώματα και τα σκοινιά να κόβουν. – Ν’ [...]
Σαράντα μαστορόπουλα κι εξήντα μαθητάδες, γιοφύριν εστεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι. Όλη μερίτσα χτίζανε, το βράδυ γκρεμιζόταν. Μοιρολογούν οι μάστοροι και κλαίνε οι μαθητάδες. – Αλίμονο στους κόπους μας, κρίμα στη δούλεψή μας. Κι ένα πουλί, καλό πουλί, κελαηδεί και λέει. – Δίχως για να στοιχειώσετε άνθρωπο στο γιοφύρι γιοφύρι [...]