Αγιώρ’ Αγιώρ’ αφέντη μου ⬥ Αγιώρ’ Αγιώρ’ αφέντη μου κι αφέντη καβαλάρη Αρματωμένε με σπαθί και με χρυσό κοντάρι Άγγελος είσαι στη θωριά, κι άγιος στη θεότη Παρακαλώ σε βόηθα μας, άγιε στρατιώτη Από το άγριο θεριό, το δράκοντα μεγάλο Που δεν αφήνει άνθρωπο κάθε πρωΐ και άλλο Ερίξανε τα [...]
Απόψε πίν’ αφέντης μου, χάνουμ’ αγάπη μ’ χάνουμαι Χαμάιδω η πέρδικά μου, μαζί με την κυρά μου. Βάζουν και μένα κεραστή, χάνουμ’ αγάπη μ’ χάνουμαι Χαμάιδω η πέρδικά μου, να τους κερνώ να πίνουν. Κι απέ το συχνοκέρασμα κι απ’ τα πολλά ποτήρια, εράγισε το χέρι μου, κι έπεσε το [...]
Αρχοντογιός, αρχοντογιός παντρεύεται και παίρνει προσφυγούλα, προσφυγούλα μαυρομάτα μου, και παίρνει προσφυγούλα, προσφυγούλα σε κλαίν’ τα μάτια μου. Η μάνα του σαν τ’ άκουσε τα δέντρα ξεριζώνει. Πιάνει δυο φίδια ζωντανά, τα ξεροτηγανίζει. – Έλα νύφη να φας φαΐ, ψάρια τηγανισμένα. Την πρώτη βούκα πο’ ’βαλε ψυχή της φαρμακώθη. – Νερό μανούλα [...]
Νεκρολατρικός χορός του Πάσχα ⬥ – Γιε μου γιατί δε λούζεσαι, παιδί μου δεν αλλάζεις παιδί μου δεν αλλάζεις είναι παιδί μου Πασχαλιά, να πας να μεταλάβεις να πας να μεταλάβεις. – Μάνα εγώ κολάστηκα στον πόλεμο που πήγα. Όλοι δένουνε τ’ άλογα σε λεμονιάς κλωνάρι κι ’γω δένω το [...]
Γιώργη, μωρέ Γιώργη, Γιώργη βαράν τα σήμαντρα, Γιώργη βαράν τα σήμαντρα, σημαίνουν οι καμπάνες. Να πα- μωρέ, να πα- να πας Γιώργη μ’ στην εκκλησιά, να πας Γιώργη μ’ στην εκκλησιά, να πα να μεταλάβεις. – Εγώ μανούλα αμάρτησα στρατιώτης όταν πήγα. Όλοι τα δέναν τ’ άλογα σε πράσινο λιβάδι, μα εγώ πήγα [...]
Εγώ ’μαι ’νους ψαρά παιδί, έχω και χήρα μάνα χήρα ’ναι και μαντζουράνα που πήγε και με ρόγιασε, με καπάριασε σε μια κυρά μεγάλη που στον κόσμο δεν είν’ άλλη, που μ’ έστελνε για κρύο νερό, τον χειμών’ καιρό σε μια κρύα βρυσούλα κρύα ‘ναι και δροσερούλα. Δώσ’ μου κυρά τη [...]
Εγώ είμαι ο- εγώ είμαι ορφανό πιδί, είχα και χήρα μάνα, είχα και χήρα μάνα, και η μάνα μου, και η μάνα μου μι στοίχησι1 σ’ έναν καλό αφέντη, σ’ έναν καλό αφέντη. Κι αφέντης μου είχι χαρά, παντρεύει τουν υγιό του και μ’ έβαλαν για να κιρνώ μ’ ένα [...]
Ένας κοντός, ένας κοντός κοντούτσικος, άιντες πουλί μου άιντες, ν-έχ’ όμορφη γυναίκα, ζηλεύει του, κι αμάν αμάν, ζηλεύει του η γειτονιά, ζηλεύει του η γειτονιά, ζηλεύει του κι η χώρα, σαν του ζηλεύει η μάνα του, κανείς δεν του ζηλεύει. Του ζήλεψε κι ένας πασάς πο’ ’χει όμορφη γυναίκα, και βαριχαρατσώνει τον εννιά [...]
Ένας, ένας κοντός κοντούτσικος έχει όμορφη γυναίκα, τονε, καλέ, τονε ζηλε- τονε ζηλεύει η γειτονιά, τονε, τονε ζηλεύει η γειτονιά, τονε ζηλεύει η χώρα, τον ζή- καλέ, τον ζήλεψε, τον ζήλεψε κι ένας πασάς τον ζήλεψε κι ένας πασάς πο’ ’χει όμορφη γυναίκα. Βαρύ χρέος του έριξε, βαρύτερο χαράτσι. Πούλησ’ [...]
’Πού την ’πού πάνω γειτονιάν, ’πού την ’πού πάνω τέλεια έσει τρεις κόρες όμορφες τζαι ψιλοτραουδούσιν, η μια ψιλά, η μια χοντρά τζ’ οι τσάμπρες1 αδονούσιν2. Η τρίτη η καλλύττερη εφύτεψεν πιπέριν. Ετέρκασεν αφέντης μας τζαι πάει καθημέρη. Που τ’ άκουσεν η ρήαινα αρκώθην3 τζ’ εθυμώθην. Ευτύς εμπόγραψεν χαρτίν με χωριστό μελάνιν4, [...]
Μα η Βγενούλα η μικρή, η μικροπαντρεμένη, όπου καυχιόταν κι έλεγε πως Χάρος δεν την παίρνει γιατί είν’ τα σπίτια της ψηλά κι άντρας της παλικάρι, γιατί έχει δώδεκα αδελφούς και δεκαοχτώ κουνιάδοι. Κι ο Χάρος όντας τ’ άκουσε, πολύ του κακοφάνη, άσπρο πουλάκι γίνηκε, μαύρο χελιδονάκι, και πήγε και [...]
Η Ευγενούλα η μοσχονιά, η πολυαγαπημένη, εβγήκε και παινέθηκε πως χάρο δε φοβάται. Κι έχει τα σπίτια τα ψηλά και άντρα παλικάρι, έχει και τους εννιά ’δερφούς, τους καστροπολεμίτες. Κι ο Χάρος όταν τ’ άκουσε πολύ του κακοφάνη, εβγήκε και σαΐτεψε στης κόρης τ’ν αρραβώνα. Και μπαινοβγαίνουν οι γιατροί και [...]
Ήρτανε γιορτές και τους αγιάς οι μέρες1 Ήρτεν και κόρη να μη2 στην εκκλεσία Ακλοθούσαν την τρακόσιαϊ παλικάρια Κι άλλοϊ πήραν την και σέμαν3 περιβόλι Τονε φίλανεν4 ο φέγγος ακρυβιούνταν5 Τον ετσίμπανεν τ’ άστρα ούλα αρματούσαν6 [«Πιέτο, κορασιά, πρώτα που κερνά πίνει Πώς τροπιάστηκε,7 κι οπίσω της το ρίχνει Γιόμων’ [...]
Ιννιάι μαστόροι τό ’χτιναν το’ Αδάνας το γιοφύρι Ολημερίς το χτίνανε, κάθε βράδυ χαλούνταν Κάτσανε και τσακίσανε1 το τσάκισμα2 στο Γιάννη «Γιαννάκη μ’ για βγάλ’ την καλή σ’, για βγάλ’ την κεφαλή σου.» Κι εκείνος την εμίλησε με του πουλιού τη γλώσσα «Αργά ας λουστεί, καλάνα μου, κι αργά ας [...]
Κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι κάτω στο γιαλό κοντή, νεραντζούλα φουντωτή πλέναν Χιώτισσες, πλέναν παπαδοπούλες και μια Χιώτισσα κοντή, νεραντζούλα φουντωτή έπλενε άπλωνε και με την άμμο παίζει. Φύσηξε βοριάς, μαΐστρος, τραμουντάνα και της σήκωσε το ποδοφούστανό της και της φάνηκε ο ποδαστράγαλός της. έλαμψε ο γιαλός.
Kάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι πλέναν Xιώτισσες, πλέναν παπαδοπούλες. Και μια Xιώτισσα, μικρή παπαδοπούλα έπλεν’ άπλωνε και με την άμμο παίζει. Φύσηξε βοριάς, μαΐστρος, τραμουντάνα και της σήκωσε το ποδοφούστανό της και της φάνηκε ο παδαστράγαλός της έλαμψ’ ο γιαλός.
Κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι, κόρη ν-έ- κόρη ν-έπλενε κόρη ν-έπλενε τ’ αργυροφουστανά τζι. Σαν τ’ απόπλυνε, ήπεσε και κοιμήθη. Φύσηξε βοριάς, μαΐστρος, τραμουντάνα κι ανεσήκωσε τ’ αργυροφούστανό τζι κι εφανήκανε τα ποδαστράγαλά τζι κι έλαμψε ο γιαλός. Μπάρκο έπλεε κοντά στο περιγιάλι και μαϊνάρισε1. – Για τραβάτε βρε [...]
Κάτω στον Αϊ-Γιάννη στο Θεολόγο Πολλάϊ κάστρα ντελάστα1 μικράϊ μεγάλα Σαν τούϊ Μαρού μ’ τόϊ κάστρο, κάστρο δεν είδα «Κι αν πάρω (ι)γώ τόϊ κάστρο, τ’ είν’ τα δώρα μου;» [«Άνοιξε συ, Μαρού μου, ξένος δεν είμαι» Και στον ξένο κατόπι χίλιοι σέμανε2 Έπιασαν τη Μαρού απ’ τα μαλλιά] 1ντελάστα: [...]
Κοράσιν ετραγούδαγε σ’ ένα ψηλό παλάτι κι επήρ’ αγέ- κι επήρ’ αγέρας τη φωνή, κι επήρ’ αγέρας τη φωνή στα πέλαγα, στα πέλαγα την πάει. Κι όσα καράβια τ’ άκουσαν όλα πανιά εμαϊνάραν. Κι ένα καράβι της φιλιάς, καημένο της αγάπης, ούτε μαϊνάρει τα πανιά ούτε τα παίρνει κάτου, τα [...]
Κοράσιν ετραγούδαγε σ’ ένα ψηλό παλάτι κι επήρ’ αγέρας τη φωνή στα πέλαγα την πάει. Κι όσα καράβια τ’ άκουσαν όλα πανιά μαϊνάραν. [Κι ένα καράβι της φιλιάς, καημένο της αγάπης ούτε μαϊνάρει τα πανιά ούτε τα παίρνει κάτου τα μπάσο μούδο τα ’ριξε* και στη φωνή πηγαίνει.] – Κόρη [...]
Κόρη, βάι, κόρη ξανθή τραγούδησε, κόρη ξανθή τραγούδησε σε τρίχινο γεφύρι, μα το, βάι, μα το γεφύρι εράισε, μα το γεφύρι εράισε και το ποτάμι εστάθη και το στοιχειό του ποταμιού βγαίνει την αρωτάει: – Κόρη, σαν είσ’ ανύπαντρη, άντρα να μη γνωρίσεις κι αν έχεις άντρα και παιδιά χήρα [...]
Κουράσιν ε- κουράσιν εβουλήθηκε να πα, να πα να σεργιανίσει κι οξωπί- κι οξωπίσω να γυρίσει. Μαζεύει τις, μαζεύει τις γειτόνισσες, ναι μα, ναι μα τον Άι-Γιώργη, βάι και τις, βάι και τις γειτονοπούλες και στο γιαλό, και στο γιαλό κατέβηκε, σώσ’ Άι, σώσ’ Άι μι Γιώργη μ’ σώσε, βάι [...]
Αναγνώριση συζύγων ⬥ Μαλαμετένιος αργαλειός και λιβαντένιο1 χτένι Κι έναν κορμί, κι αμάν, αμάν, αγγελικό κάθεται και υφαίνει Πραματευτής, κι αμάν, αμάν, επέρασε στον μαύρον καβαλάρης Κοντοκρατεί, κι αμάν, αμάν, τον μαύρο του και την καλημεράει «Καλή μέρα, κι αμάν, αμάν, σου κόρη μου», σου λυγερή», «Καλώς τον ξένο π’ [...]