Ο σκλάβος αναστέναξεν και στάθην η φιργάδα: – Σκλάβε μ’, πεινάς, σκλάβε μ’, διψάς, σκλάβε μ’, ρούχα γυρεύγεις; – Ούτε πεινώ, ούτε διψώ, ούτε ρούχα γυρεύω. Ήμουν εννιά μερνώ γαμπρός, δώδεκα χρόνω σκλάβος, και τώρα την καλίτσα μου τη στεφανούται άλλος. Φέρετε τ’ άσπρο τ’ άλογο με τη χρυσή τη [...]
Πάνω στον Αϊ-Θόδωρο, στον Ά- στον Άγιο Κωσταντίνο, χορεύουν δω- χορεύουν δώδεκα χοροί, χορέ- χορεύουν δώδεκα χοροί και δε- και δεκοχτώ παλαίστρες, χορεύουνε και λέγανε, χορεύουνε και λένε. – Χριστέ μην έρθει ο Τσάμαντας, Χριστέ μου μην προβάλει, γιατί σαν έρθει ο Τσάμαντας χαλάει το πανηγύρι. Ο λόγος ‘κόμα λέγεται, [...]
Παιδιά, κι είντα γινή- παιδιά, κι είντα γινήκανε του κόσμου οι γι-α- ε νε, του κόσμου οι γι-αντρειωμένοι; Μουδέ στσι μέσες φαίνουνται, μουδέ στσ’ αναμεσάδες.1 Κάτω στην άκρη τ’ ουρανού, στην τελείωση του κόσμου, εκειδά πύργο χτίζουνε του Χάρου να κρυφτούνε. [Κι ο Χάρος μύγα γίνεται μπαίν’ απ’ το παραθύρι· [...]
Ο Χάρος μαύρα φόρησεν, μαύρον καβαλικεύκει, μαύρα σκλαβούνικα1 φορεί να πα στο παναΰριν. Στην νάκραν του παναϋρκού ήβρεν τους χαροκόπους,2 στη μέσην του παναϋρκού ήβρεν τους τρων και πίνουν. Καλώς ήρτεν ο Χάροντας να φά’, να πκιει μιτά μας,3 να φάει άγριν4 του λαού, να φα’ οφτόν περτίκιν,5 να πιει [...]
Όντεν εδικονίζετο1 ο Κωσταντής στα ξένα, τσι ρούγες ρούγες πορπατεί και τα στενά διαβαίνει, φορεί τα ράσα κούντουρα2 κι εφάνη το σπαθί του κι εφάνη τ’ αργυρό σπαθί [με το χρυσό θηκάρι. Βασιλιοπούλα το θωρεί από ψηλό παλάτι. – Αυτός δεν είν’ καλόγερος, μουδέ και διακονιάρης, μόνο ‘ναι βασιλιά παιδί…] [...]
Οψές επέ- οψές επέρνου ποταμούς και διά- ε, και διάβαινα γιοφύρια και διά- ε, και διάβαινα γιοφύρια κι άκουσα κι α- κι άκουσα κι αναστεναγμούς κι άκουσα κι α- κι άκουσα κι αναστεναγμούς και ρω- ε, και ρώτηξα είντα ‘ναι. Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γης τονε τρομάσσει, βροντά κι [...]
Σαν τηλ μάνα, σαν τηλ μάνα –χάι μάνα Και σαν εκεί(ν’) την μάνα –σίσι Που είχε τα εννιάν παιδιά –χάι μάνα Και τα εννιά νυφάδες –σίσι Έχειναν1 και στο σπίτι της –χάι μάνα Εννιάν παιδιών νανούδια2–σίσι Απλώναν στα τσαλούδια3 της –χάι μάνα Εννιάν παιδιών ντιλμπέντια4 –σίσι Μάνα, ζύμω, μάνα κόλλα5 [...]
Στου Μαυριανού τ’ αλώ-νο-νι, το μαρμαρινό παίζουν τη ‘μάδα1 παί-νε-ζουν, γιος και βασιλιάς. Κανείς κι δεν την παί-νε-ζει σαν τον Γιαννακή, μα σαν την παίζ’ ου Γιάν-να-νης τ’ Αντρονίκ’ ο γιος. Ν-ο Ήλιος κι ο Γιαννάκης στοίχημα βαζούν του ποιος θα πάει πρώτος στη μανούλα του. Ν-ο Ήλιος ιπηδούσι χώρες [...]
Τέσσερα τζιαι τέσσερα γίνουνται οκτώ τέσσερα παλληκάρκα πάσιν στον πόλεμον. Στον δρόμον που πηγαίνασιν μα επεινάσασι τσι εκάτσασιν να φάσιν τζιαι εδιψάσασιν. Γυρεύκουν νά ’βρουν βρύσην απάνω στο βουνόν τζ’ ήβρασιν έναν λάκκον των εκατόν ορκών. Eρίξαν το λαχνίν τους πκοιός έν’ να κατεβεί τζιαι έπεσεν η μοίρα πα στο [...]
Σαν της Ωριάς το κάστρο, κάστρο δεν είδα, σαν της Ωριάς το κάστρο, κάστρο δεν είδα, τέτοιο κάστρο δεν είδα, γεια χαρά σας βρε παιδιά, που ‘χει ασημένιες πόρτες κι αργυρά κλειδιά, τέτοιο κάστρο δεν είδα, Φράγκα και καλή καρδιά. Τούρκοι το πολεμούσαν χρόνους δώδεκα, χρόνους, μήνες δεκατρείς, συ το [...]
Ωρέ, ν-ο Κωσταντί-, ν-ο Κωσταντίνος ο μικρός ωρέ, ν-ο Κωσταντίνος ο μικρός κι Αλέξης ο αντρειωμένος, κι Αλέξης ο αντρειωμένος ωρέ, και το μικρό- και το μικρό Βλαχόπουλο, ωρέ, και το μικρό Βλαχόπουλο, ο καστροπολεμίτης, ο καστροπολεμίτης, αντάμα τρώγαν κι έπιναν και γλυκοτραγουδούσαν, αντάμα είχαν τους μαύρους τους, σ’ έναν [...]
Tώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια τώρα οι πέρδικες συχνολαλούν και λένε. – Ξύπνα αφέντη μου, ξύπνα καλέ μ’ αφέντη, ξύπνα αγκάλιασε κορμί κυπαρισσένιο κι άσπρονε λαιμό, βυζάκια σαν λεμόνια, σαν το κρύο νερό πο ’ρχεται από τα χιόνια. – Ας με λυγερή λίγον ύπνο να πάρω γιατί αφέντης μου [...]
Χήραν παιδίν εγέννησε και λεν τονε Μπορφύλη· στα σίδερα το γέννησε, στη φυλακή το θρέβει. Χρονιάρης πιάνει το σπαθί, στα δύο το κλοντάρι,1 στα τρία και στα τέσσερα πηνέβ’ καβαλικεύει.2 Πήνεψε, καβαλίκεψε ’κατό δρόμους πηγαίνει, κι ως τ’ άκουσε κι ο Βασιλιάς πολύ τονε βαριώθη. – Ας σωρευτεί τ’ αλλάγε [...]
Χήρα-ν παιδίν εγέννησε και λεν τονε Προσφύλη, στα σίδερα τον γέννησε, στη φυλακή τον θρέβει. Χρονιάρης πιάνει το σπαθί, στα δύο το κλοντάρι,1 στα τρία και στα τέσσερα πηνέβ’2 καβαλικεύει. Πήνεψε, καβαλίκεψε, ’κατό δρόμους πηγαίνει. Κι ως τ’ άκουσε κι ο βασιλιός, πολύ τονε βαριώθη.3 – Ας σωρευτεί τ’ αλλάγια4 [...]
Xήραν παιδίν εγέννησε και λεν τονε Πορφύλη. Στα σίδερα το γέννησεν, στη φυλακή το θρέβει, χρονιάρης πιάνει το σπαθί στα δύο το κοντάρι, στα τρία και στα τέσσερα, πηνεύ’1 καβαλικεύει. Πήνευσε, καβαλίκευσε, ’κατό δρόμους πηγαίνει κι ως τ’ άκουσε κι ο βασιλιός πολύ τον εβαριώθη. – Ας σωρευτεί τ’ αλλάγι2 [...]