Πάνω στον Αϊ-Θόδωρο, στον Ά- στον Άγιο Κωσταντίνο, χορεύουν δω- χορεύουν δώδεκα χοροί, χορέ- χορεύουν δώδεκα χοροί και δε- και δεκοχτώ παλαίστρες, χορεύουνε και λέγανε, χορεύουνε και λένε. - Χριστέ μην έρθει ο Τσάμαντας, Χριστέ μου μην προβάλει, γιατί σαν έρθει ο Τσάμαντας χαλάει το πανηγύρι. Ο λόγος 'κόμα λέγεται, [...]
Παιδιά, κι είντα γινή- παιδιά, κι είντα γινήκανε του κόσμου οι γι-α- ε νε, του κόσμου οι γι-αντρειωμένοι; Μουδέ στσι μέσες φαίνουνται, μουδέ στσ' αναμεσάδες. Κάτω στην άκρη τ' ουρανού, στην τελείωση του κόσμου, εκειδά πύργο χτίζουνε του Χάρου να κρυφτούνε. [Κι ο Χάρος μύγα γίνεται μπαίν' απ' το παραθύρι· [...]
Ο Χάρος μαύρα φόρησεν, μαύρον καβαλικεύκει, μαύρα σκλαβούνικα φορεί να πα στο παναΰριν. Στην νάκραν του παναϋρκού ήβρεν τους χαροκόπους, στη μέσην του παναϋρκού ήβρεν τους τρων και πίνουν. Καλώς ήρτεν ο Χάροντας να φά', να πκιει μιτά μας, να φάει άγριν του λαού, να φα' οφτόν περτίκιν, να πιει [...]
Όντεν εδικονίζετο ο Κωσταντής στα ξένα, τσι ρούγες ρούγες πορπατεί και τα στενά διαβαίνει, φορεί τα ράσα κούντουρα κι εφάνη το σπαθί του κι εφάνη τ' αργυρό σπαθί [με το χρυσό θηκάρι. Βασιλιοπούλα το θωρεί από ψηλό παλάτι. - Αυτός δεν είν' καλόγερος, μουδέ και διακονιάρης, μόνο 'ναι βασιλιά παιδί...] [...]
Οψές επέ- οψές επέρνου ποταμούς και διά- ε, και διάβαινα γιοφύρια και διά- ε, και διάβαινα γιοφύρια κι άκουσα κι α- κι άκουσα κι αναστεναγμούς κι άκουσα κι α- κι άκουσα κι αναστεναγμούς και ρω- ε, και ρώτηξα είντα 'ναι. Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γης τονε τρομάσσει, βροντά κι [...]
Τέσσερα τζιαι τέσσερα γίνουνται οκτώ τέσσερα παλληκάρκα πάσιν στον πόλεμον. Στον δρόμον που πηγαίνασιν μα επεινάσασι τσι εκάτσασιν να φάσιν τζιαι εδιψάσασιν. Γυρεύκουν νά ’βρουν βρύσην απάνω στο βουνόν τζ' ήβρασιν έναν λάκκον των εκατόν ορκών. Ερίξαν το λαχνίν τους πκοιός έν' να κατεβεί τζιαι έπεσεν η μοίρα πα στο [...]
Σαν της Ωριάς το κάστρο, κάστρο δεν είδα, σαν της Ωριάς το κάστρο, κάστρο δεν είδα, τέτοιο κάστρο δεν είδα, γεια χαρά σας βρε παιδιά, που 'χει ασημένιες πόρτες κι αργυρά κλειδιά, τέτοιο κάστρο δεν είδα, Φράγκα και καλή καρδιά. Τούρκοι το πολεμούσαν χρόνους δώδεκα, χρόνους, μήνες δεκατρείς, συ το [...]
Ωρέ, ν-ο Κωσταντί-, ν-ο Κωσταντίνος ο μικρός ωρέ, ν-ο Κωσταντίνος ο μικρός κι Αλέξης ο αντρειωμένος, κι Αλέξης ο αντρειωμένος ωρέ, και το μικρό- και το μικρό Βλαχόπουλο, ωρέ, και το μικρό Βλαχόπουλο, ο καστροπολεμίτης, ο καστροπολεμίτης, αντάμα τρώγαν κι έπιναν και γλυκοτραγουδούσαν, αντάμα είχαν τους μαύρους τους, σ' έναν [...]
Τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια τώρα οι πέρδικες συχνολαλούν και λένε. – Ξύπνα αφέντη μου, ξύπνα καλέ μ’ αφέντη, ξύπνα αγκάλιασε κορμί κυπαρισσένιο κι άσπρονε λαιμό, βυζάκια σαν λεμόνια, σαν το κρύο νερό πο ’ρχεται από τα χιόνια. – Ας με λυγερή λίγον ύπνο να πάρω γιατί αφέντης μου [...]
Χήραν παιδίν εγέννησε και λεν τονε Μπορφύλη· στα σίδερα το γέννησε, στη φυλακή το θρέβει. Χρονιάρης πιάνει το σπαθί, στα δύο το κλοντάρι, στα τρία και στα τέσσερα πηνέβ’ καβαλικεύει. Πήνεψε, καβαλίκεψε ’κατό δρόμους πηγαίνει, κι ως τ’ άκουσε κι ο Βασιλιάς πολύ τονε βαριώθη. – Ας σωρευτεί τ’ αλλάγε [...]
Χήρα-ν παιδίν εγέννησε και λεν τονε Προσφύλη, στα σίδερα τον γέννησε, στη φυλακή τον θρέβει. Χρονιάρης πιάνει το σπαθί, στα δύο το κλοντάρι, στα τρία και στα τέσσερα πηνέβ' καβαλικεύει. Πήνεψε, καβαλίκεψε, ’κατό δρόμους πηγαίνει. Κι ως τ’ άκουσε κι ο βασιλιός, πολύ τονε βαριώθη. – Ας σωρευτεί τ’ αλλάγια [...]
Χήραν παιδίν εγέννησε και λεν τονε Πορφύλη. Στα σίδερα το γέννησεν, στη φυλακή το θρέβει, χρονιάρης πιάνει το σπαθί στα δύο το κοντάρι, στα τρία και στα τέσσερα, πηνεύ’ καβαλικεύει. Πήνευσε, καβαλίκευσε, ’κατό δρόμους πηγαίνει κι ως τ’ άκουσε κι ο βασιλιός πολύ τον εβαριώθη. – Ας σωρευτεί τ' αλλάγι μου κι [...]