(1928–2023) | Γεννήθηκε στην Καρωτή Έβρου και πέθανε στην Αθήνα. Μαθητής ακόμα, διδάχθηκε βυζαντινή μουσική — πρώτα από τον πατέρα του και αργότερα από τον πρωτοψάλτη Μιχάλη Κεφαλοκόπτη. Το 1950 εγκαταστάθηκε με τους γονείς του στην Αθήνα, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη βυζαντινή μουσική στο Ελληνικό Ωδείο. Παράλληλα εργάστηκε ως λογιστής στο Σισμανόγλειο Νοσοκομείο έως τη συνταξιοδότησή του το 1988.
Το 1953 γνώρισε στο Σισμανόγλειο τον λαογράφο Πολύδωρο Παπαχριστοδούλου, ο οποίος του πρότεινε να συμμετάσχει στην εκπομπή του «Θρακικοί Αντίλαλοι» στο κρατικό ραδιόφωνο (ΕΙΡ), προκειμένου να παρουσιάσει στο κοινό το, άγνωστο μέχρι τότε, ρεπερτόριο της Θράκης. Έκτοτε συμμετείχε στις εκπομπές, παίρνοντας πολύ σύντομα μέρος ως σολίστ στη Χορωδία του Παντελή Καββακόπουλου. Αργότερα συμμετείχε και στη χορωδία του Σίμωνα Καρά, ενώ το 1957 ανέλαβε τακτική εβδομαδιαία εκπομπή στο ραδιόφωνο.
Η πλούσια δισκογραφία του —με περίπου 450 θρακιώτικα τραγούδια— περιλαμβάνει παραδοσιακά τραγούδια, καθώς και αρκετούς ψαλμούς. Συμμετείχε σε εκατοντάδες συναυλίες σε Ελλάδα και εξωτερικό και συνεργάστηκε με πολλούς καταξιωμένους καλλιτέχνες. Το 2004 τραγούδησε στην τελετή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα.
Το 2004 ξεκίνησε να διδάσκει στο εργαστήρι παραδοσιακής μουσικής του Δήμου Αλεξανδρούπολης, του οποίου ανέλαβε τη διεύθυνση. Διηύθυνε επίσης το Κέντρο Μελέτης Μουσικής Παράδοσης Θράκης, Μ. Ασίας και Ευξείνου Πόντου (τμήμα της Ε.Π.Α.Δ.Α.), υπήρξε επίτιμος πρόεδρος του σωματείου «Αρχείο Μουσικολαογραφικής Παράδοσης Χρόνης Αηδονίδης» και ιδρυτικό μέλος του «Αρχείου Ελληνικής Μουσικής» καθώς και του «Συλλόγου Τραγουδιστών Ελλάδος» και του «Οργανισμού Συλλογικής Διαχείρισης Ερατώ».
Για την προσφορά του στον ελληνικό πολιτισμό διακρίθηκε και τιμήθηκε από πολλούς φορείς, δήμους και πολιτιστικούς συλλόγους σε Ελλάδα και εξωτερικό. Η Νομαρχία Έβρου ανακήρυξε το 2009 ως «Έτος Χρόνη Αηδονίδη» και διοργάνωσε προς τιμήν του ημερίδα και συναυλίες στον Έβρο.
