Όσο ‘ναι μάκρος του γιαλού

00:00

Στίχοι

Όσο ’ναι μά- όσο ’ναι μάκρος του γιαλού,
όσο ’ναι μάκρος του γιαλού και φάρδος του πελάγου,
και φάρδος του πελάγου,
τόσο πανί, τόσο πανί διαζότανε1,

τόσο πανί διαζότανε μια κόρη στην αυλή της.
Του ρήγα γιος επέρασε και την καλημερίζει.
– Καλή σου ημέρα λυγερή, καλώς τα πολεμάεις2,
[έπεσε ο νους σου στο πανί και μένα με ξεχάνεις.
– Δε σε ξεχάνω, ρήγα γιε, ούτ’ απ’ το νου μ’ σε βγάζω,
σ’ έχω πανί και διάζομαι, σ’ έχω αργαλειό και υφαίνω
κι απάνω στο ξυλόχτενο σ’ έχω ζωγραφισμένο.
Η μάνα της εκοίταζε από το παραθύρι.
– Για στάσου, στάσου κόρη μου, κι αν δε σε διαβάλω
κι αν δεν το ’πώ στ’ αδέρφια σου, στον Άδη να σε βάλω.
Το βράδυ μαζευτήκανε τρεις αδερφοί στο σπίτι,
αφιλογή3 δεν είχανε, κι αφιλογή εφέραν
για τσ’ έμορφες, για τσ’ άσχημες και για τις πλανεμένες.
Κι ο πιο μικρός ο Κωσταντής παινάει την αδερφή του.
– Για σώπα, σώπα Κωσταντή και μην πολυκαυχιέσαι,
μιαν αδερφή την είχατε και κείνη πλανεμένη.
– Μάνα μ’ και ποιος την πλάνεψε και είναι πλανεμένη;
– Του ρήγα γιος την πλάνεψε και είναι πλανεμένη.
Ένας την πιάνει απ’ τα μαλλιά και άλλος απ’ το χέρι
κι ο πιο μικρός ο Κωσταντής της μπήγει το μαχαίρι.
Η μάνα της μπαινόβγαινε με τα μαλλιά στα χέρια.
– Για πες μου, πες μου κόρη μου, τι ρούχα να σε βάλω,
θέλεις τα ροζ, θέλεις τα μπλε, θέλεις τα βελουδένια,
θέλεις και τα μεταξωτά, τ’ αραχνοϋφαμένα;
– Ούτε τα ροζ ούτε τα μπλε ούτε τα βελουδένια
ούτε και τα μεταξωτά, τ’ αραχνοϋφασμένα.
Μάνα μ’ έτσι που μ’ έκανες, καλά ’μαι και με τούτα.
Παρακαλώ τ’ αδέρφια μου μια χάρη να μου κάνουν,
να πα να με περάσουνε ’π’ του ρήγα γιου το σπίτι.
Πήγαν και την περάσανε ’π’ του ρήγα γιου το σπίτι,
του ρήγα γιος εκοίταζε από το παραθύρι.
– Τίνος λείψανο είναι αυτό το καταματωμένο;
– Της λυγερής, της ξακουστής, της αγαπητικιάς σου.
Στο χέρι του εφόραγε διαμάντι δαχτυλίδι,
τριγύρω γύρω μάλαμα και μέσα το φαρμάκι.
Στα χείλη του το έσυρε και βγήκε η ψυχή του.
– Να πα να μας ε-θάψετε τα δυο σ’ ένα μνημόρι.
Πήγανε και τα θάψανε τα δυο σ’ ένα μνημόρι,
η νέα βγήκε λεμονιά κι ο νέος κυπαρίσσι,
χαμολυγάει το κυπαρίσσ’ φιλάει τη λεμονίτσα,
χαμολυγάει η λεμονιά, φιλάει το κυπαρίσσι.
Βασίλισσα εκοίταζε από ψηλό παλάτι.
– Ιδές τα, τα μαργιόλικα και τα μαργιολεμένα,
κείνα που κάναν ζωντανά κάνουν και πεθαμένα.]


1διαζότανε: ετοίμαζε το στημόνι για να το βάλει στον αργαλειό, δουλειά που συνήθως γίνεται σε ανοιχτό χώρο
2καλώς τα πολεμάεις: προσφώνηση προς εργαζόμενο, καλή δουλειά!
3αφιλογή: συζήτηση, κουβέντα

Προέλευση: Προποντίδα
Τόπος: Ρόδα
Θέμα: Η κόρη που τη σκοτώνουν τα αδέλφια της, μεταμόρφωση εραστών σε δέντρα, δέντρα που φιλιούνται
Ταξινόμηση: Παραλογή
Διάρκεια: 02:07

Πληροφορίες καταγραφής

Το κατέγραψε η Δόμνα Σαμίου στα Νέα Ρόδα Χαλκιδικής, το 1984.


Τα Τραγούδια και οι Τόποι τους – Μικρασιατική Προποντίδα (Α’ μέρος). Περιήγηση πάνω στον διαδραστικό χάρτη των περιοχών του Μαρμαρά, της Αρτάκης και της Πανόρμου, με οδηγό το Αρχείο Δόμνας Σαμίου. Τραγούδια, πληροφορίες, μαρτυρίες και φωτογραφίες από τις 50 πόλεις και χωριά όπου ζούσαν Ρωμιοί έως το 1922. Ξεκινήστε την περιήγηση

Συντελεστές

Σουλτάνα Μπόγρη

Πληροφορητές

Δισκογραφία

Δείτε επίσης