00:00
Κεντρική σελίδα / Το έργο της / Κατάλογος τραγουδιών / Πέρασα καλημέρισα
Πέρασα καλημέρισα τέσσερα μαύρα μάτια,
τέσσερα χείλια, Δάφνη μ’, κόκκινα.
Τέσσερα χείλια κόκκινα κι δυο λιγνά κορμάκια,
πέρασα, Δάφνη μ’, κι τα ρώτησα,
πέρασα κι τα ρώτησα του δρόμου να μι δείξουν,
κι κείνα δε μου μίλησαν κι κίνησα κι πάω.
Παίρνου του δρόμου του στρατί, τ’ άδειου του μονοπάτι,
του μονοπάτι μ’ έβγαλι σι μια παλιοκκλησίτσα.
Βρίσκου τα μνήματα πυκνά, πυκνά κι αραδιασμένα·
κι ένα μνήμα παράμερα βογγάει κι αναστινάζει.
«Τι έχεις, μνήμα μ’, κι βουγγάς κι βαριαναστινάζεις;
Μην είν’ του χώμα σου βαρύ κι η πέτρα σου μιγάλη;»
«Δεν είν’ του χώμα μου βαρύ κι η πέτρα μου μιγάλη·
εσύ ’σι που μι πάτησις πάνω στην κεφαλή μου.
Αν είσι νιος, να χαίρισι, κι αν είσι παλληκάρι·
κι αν είσι κάνας γέροντας, να βγω κι να σι πάρω.
[Τι γαρ ιγώ δεν ήμαν νιος, δεν ήμαν παλληκάρι,
τι γαρ ιγώ δε γύρισα νύχτα μι του φιγγάρι,
κι τώρα πώς κατάντησα να ’μι βαθιά στου χώμα]».
Το τραγούδι αυτό, καθώς και το Μηλίτσα που ’σαι στο γκρεμό, συνδέονται με τη λαϊκή δοξασία ότι η ψυχή του νεκρού εξοργίζεται όταν κάποιος διαταράξει τη γαλήνη της. Η υπόθεση είναι απλή: ένας νέος, νυχτοπερπατώντας για γλεντοκόπι ή ερωτοδουλειά, ξεστρατίζει και καταλήγει σ’ ένα κοιμητήρι, όπου άθελά του πατά το μνήμα ενός παλληκαριού. Η αντίθεση που προκύπτει απ’ αυτό το βέβηλο συναπάντημα του νεκρού με τον ζωντανό συνομήλικό του, τα παραπονεμένα λόγια του νεκρού μέσα από τον τάφο, οι αναμνήσεις της χαμένης του νιότης, καταλήγουν σε έναν φιλοσοφικό στοχασμό για το πρόσκαιρο και εύθραυστο της ζωής.
Μιράντα Τερζοπούλου (2008)
Ηχογραφήθηκε σε στούντιο το 2006. Το κατέγραψε ο Γιώργος Αμαραντίδης τη δεκαετία του 1970, κατά την παραμονή του ζεύγους Πιτσάνη στην Αθήνα για εμφανίσεις στο Θέατρο Δόρα Στράτου. Ο Θόδωρος και η Τραϊανή Πιτσάνη, κάτοικοι του χωριού Κίτρος Πιερίας, ήταν πρόσφυγες από την Μπάνα της Ανατολικής Ρωμυλίας. Ο Γιώργος Αμαραντίδης παρέδωσε την κασέτα της καταγραφής στη Δόμνα Σαμίου, προκειμένου να ενταχθεί στο αρχείο της.
Τραγούδι
Καβάλι
Γκάιντα
Νταούλι
Πληροφορητές