00:00
Κεντρική σελίδα / Το έργο της / Δισκογραφία / Της Κυρα-Θάλασσας
Στον πλούτο της λαϊκής ποίησης έχουν αποτυπωθεί η απεραντοσύνη της θάλασσας, όλες οι εκφάνσεις της ναυτικής μας παράδοσης, οι αρετές, οι αξίες και η γοητεία της ναυτοσύνης, όπως αποδεικνύει θαυμάσια αυτή τη συλλογή. Είκοσι οκτώ τραγούδια και τρεις οργανικοί σκοποί αποτυπώνουν τον τρόπο που τραγούδησε ο κατεξοχήν θαλασσινός λαός μας τη θάλασσα των πειρασμών, του κινδύνου, του κάλλους, της γαλήνης αλλά και του χαμού.
Η χώρα είναι γύρω-γύρω κυκλωμένη από θάλασσα που, αιώνες τώρα, ορίζει την καθημερινή ζωή και καθορίζει τη μοίρα της: τρόπος και τόπος βιοπάλης, πύλη επικοινωνίας και τείχος άμυνας, δρόμος που χωρίζει και ενώνει… Το άγριο, αφρισμένο πέλαγος, η γαλήνη της μπουνάτσας, ο φλοίσβος των κυμάτων γίνονται εικόνες που, σαν μαζευτούν πολλές, γυρνάνε σε τραγούδι.
Απέραντη η θάλασσα, απέραντος κι ο αριθμός των τραγουδιών που μιλούν γι’ αυτήν και με αυτήν. Τραγούδια φτιαγμένα από θαλασσινούς σε κάθε ακτή της ελληνικής γης, νησιώτικης ή στεριανής, το καθένα ζυμωμένο με το χαρακτήρα του τόπου: άλλα ανάλαφρα, χαρούμενα, άλλα αυστηρά, βαριά κι ασήκωτα, άλλα γεμάτα παράπονο και παρακάλεση, άλλα, τέλος, φορτωμένα μνήμες που ιστορίζονται δίχως τη χρεία ημερολογίου. Από τον Πόντο ως κάτω την Κάρπαθο, από την Ιερισσό μέχρι τη Νίσυρο, από την Κύμη μέχρι τον μικρασιατικό Τσεσμέ, απέναντι, και από την Πελοπόννησο ως τη Λέσβο, θαλασσινά τραγούδια ταξιδεύουν από στόμα σε στόμα…
Διάλεξα είκοσι οκτώ από αυτά και μαζί με τρεις θαλασσινούς σκοπούς τα έκλεισα σ’ αυτήν την έκδοση, παρουσιασμένα με όλη την αγάπη και την τέχνη, τη δική μου και όλων αυτών που πασχίσαμε να τα αναστήσουμε άλλη μια φορά. Τα χαρίζουμε σε όσους έχουν ακόμη αυτιά για να τα ακούν, να τα χαρούν και να τα αφήσουν στα παιδιά τους.
Ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου το φίλο και ευεργέτη του Συλλόγου, Γιάννη Κ. Λύρα, που χωρίς την ηθική και οικονομική στήριξή του δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί αυτή η έκδοση.
Δόμνα Σαμίου (2002)
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν το γεγονός ότι η ναυτική παράδοση των Ελλήνων, έχοντας ήδη ιστορία χιλιάδων χρόνων, εξακολουθεί να ακμάζει, φτάνοντας μάλιστα στις μέρες μας σε κορυφαίες διεθνώς επιδόσεις.
Αλλά και στον πλούτο της δημοτικής μας μουσικής έχουν αποτυπωθεί όλες οι εκφάνσεις της ναυτικής μας παράδοσης, οι αρετές, οι αξίες και η γοητεία της ναυτοσύνης, όπως αποδεικνύει η θαυμάσια αυτή συλλογή τραγουδιών που επέλεξε η ακούραστη εκπρόσωπος της μουσικής μας παράδοσης Δόμνα Σαμίου και ερμήνευσε με τρόπο μοναδικό μαζί με τους εξαίρετους συνεργάτες της.
Σε μια εποχή όπου εκούσια ή ακούσια καλλιεργείται η συλλογική αμνησία, τα τραγούδια αυτά έρχονται να μας θυμίσουν πόσο έχουμε αποξενωθεί από τις καταβολές μας και τους στόχους μας. Κατάσταση που προξενεί μια μεγάλη απώλεια με απρόβλεπτες συνέπειες.
Αυτή λοιπόν η έκδοση είναι μια άσκηση μνήμης, μια απόπειρα κατάδυσης στα άδυτα πλέον της «θαλασσινής» πλευράς της ψυχής μας, με την ελπίδα ότι μέσα από τα τραγούδια αυτά θα αναδυθούν τα στοιχεία που άλλοτε με τόση ζωτικότητα συγκροτούσαν αυτή την πλευρά μας.
Παλαιότερα, ό,τι μαθαίναμε και αποτυπωνόταν ανεξίτηλα στην μνήμη μας, λέγαμε ότι το γνωρίζουμε «από στήθους», εκεί δηλαδή όπου σκέφτεται η καρδιά μας. Τελειώνω κάνοντας μια φιλόδοξη ευχή: οι επερχόμενες γενιές των Ελληνόπουλων να «αποστηθίσουν» τα τραγούδια αυτά.
Γιάννης K. Λύρας (Iανουάριος 2002)
Σε λίγες περιοχές του πλανήτη είναι τόσο «ανάγλυφη» αυτή η γεωλογική δυναμική ανάδυσης και καταβύθισης, τόσο αισθητή, κυριολεκτικά και μεταφορικά, η στενή διαπλοκή των δύο στοιχείων, όσο στο τμήμα αυτό της ανατολικής Μεσογείου με τη χερσόνησο της Ελλάδας και τα αρχιπελάγη της. Απ’ όλα σχεδόν τα σημεία της στεριάς αγναντεύεις τη θάλασσα και δεν υπάρχει μάλλον σημείο του πελάγους που να μην έχεις οπτική επαφή με κάποια ακτή. Θάλασσα της ελιάς και των αμπελιών, όπως την περιέγραψε ο Βraudel.
Οι πολιτισμοί που αναπτύχθηκαν στα παράλια αλλά και στην ενδοχώρα της τεράστιας αυτής καλντέρας βρίσκονταν πάντα σ’ ένα συνεχή διάλογο με τον σαγηνευτικό κόσμο της θάλασσας, όχι μόνο μέσω της ναυτικής εμπειρίας άλλα –και κυρίως– μέσω φαντασιακών αναπαραστάσεων όσον αφορά την ίδια τη θάλασσα καθώς και ό,τι αυτή συνεπιφέρει για όσους ζουν κοντά της: την ξενιτιά, τον πλούτο, τον κίνδυνο, το Άγνωστο. Εξεικονίζοντας τη βιωματική όσο και υπερβατική αυτή σχέση, τα άπειρα θαλασσινά σύμβολα, από τις προϊστορικές ήδη απεικονίσεις καραβιών στη γραφή, την τέχνη και τη λατρεία, μέχρι τη σύγχρονή μας Γοργόνα της νεοελληνικής μυθολογίας, από τα ξωκλήσια του Αϊ-Νικόλα μέχρι τον αλληγορικό λόγο των δημοτικών τραγουδιών, γίνονται συντομογραφίες μεστές πολλαπλών νοημάτων.
Η ζωή κι η ιστορία της φιλικής αυτής θάλασσας είναι αξεδιάλυτα συνυφασμένη μ’ εκείνην της τραχιάς στεριάς. Οι δρόμοι της θάλασσας αποτελούν συνέχεια των δρόμων της στεριάς, δημιουργώντας ένα πολύπλοκο σύστημα διαύλων κυκλοφορίας, μεταφορών και επικοινωνίας, ένα δίκτυο διαδρομών μέσω του οποίου πραγματοποιούνται υλικές και πολιτισμικές ανταλλαγές, έρχεται σε επαφή το μέσα με το έξω, το παλιό με το καινούργιο, το πατροπαράδοτο με την αλλαγή και την πρόοδο. Μια πρόοδο ταυτισμένη με την έννοια της οικονομικής και τεχνολογικής ανάπτυξης – απαιτήσεις ούτως η άλλως πρωταρχικές για την ανάδειξη του ναυτικού και την κατάκτηση της θάλασσας.
Ωστόσο μέσα στο εκτεταμένο αυτό συνεχές η θάλασσα προκαλεί καταστάσεις ακραίων αντιθέσεων. Δεν πρόκειται τόσο για τις αντιθέσεις ανάμεσα στους ορεσίβιους κτηνοτρόφους ή τους υποταγμένους μεροκαματιάρηδες της γης και τους ανήσυχους, εφευρετικούς θαλασσινούς, ανάμεσα στις πόλεις και την ύπαιθρο, ανάμεσα στον Πολιτισμό και τους πολιτισμούς, όσο για ιδεολογικές και φαντασιακές καταστάσεις που απορρέουν από μια σειρά αντινομιών άλλης τάξεως: εδώ τα αντιθετικά ζεύγη είναι το εδώ και το μακριά, η ασφάλεια και το ανεξέλεγκτο άγνωστο, η Ιθάκη και οι Σειρήνες. Όυσιαστικά πρόκειται για το νομοτελειακό χάσμα ανάμεσα σ’ αυτούς που φεύγουν και σ’ αυτούς που μένουν. Και αν οι ναυτικοί ταξιδεύουν τη θάλασσα, εκείνοι που μένουν στη στεριά την τραγουδούν.
Τα δημοτικά τραγούδια διατυπώνοντας ποιητικά τη λαϊκή σκέψη και μυθολογία εκφράζουν με ανεξάντλητη επινοητικότητα την άβυσσο των εσωτερικών αυτών συγκρούσεων.
Έτσι, αν στην πραγματικότητα ó,τι έρχεται από τη θάλασσα φέρνει δύναμη κι ελπίδα, στο λαϊκό φαντασιακό ó,τι συνδέεται μ’ αυτήν είναι το ελκυστικά επικίνδυνο, το δελεαστικό «Κακό», ταυτόσημο με τον πόνο, το χωρισμό, την αποξένωση, και όποιος το ακολουθήσει παίρνει το δρόμο του χαμού ή της λησμονιάς. Απ’ τα δημοτικά τραγούδια ως τον Σεφέρη, η θάλασσα, πάντα αιτία της ίδιας συμφοράς, εικόνα του μεγέθους της ίδιας πίκρας.
Ξόρκια γίνονται οι στίχοι, κι όλες οι λέξεις τους που μιλούν για τον «κόσμο» της θάλασσας, τα ονόματα των καιρών, των ανέμων, των μυθικών τόπων, των γυναικών, των καραβιών, δείχνουν να παίρνουν μια δύναμη μαγική για να γίνουν αμφίβια τα τραγούδια, να μπορούν να ταξιδέψουν μακριά, να υποτάξουν τα στοιχειά, να αμποδέσουν τους ταξιδεμένους με την ανάγκη του νόστου. Κι ακόμη να τους βοηθήσουν να μην ξεχάσουν, γιατί γυρνώντας θα περάσουν την πιο δύσκολη κρίση και θα πρέπει να θυμούνται καλά και σωστά ν’ απαντήσουν στου τόπου τους τη γοργόνα.
Μιράντα Τερζοπούλου (2002)
Στο Βυζάντιο, μια αυτοκρατορία που στήριξε την ισχύ και την οικονομία της στο θαλασσινό εμπόριο, η φράση του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά προς τον Λιουτπράνδο της Κρεμόνας «θαλασσοκρατούμε, άρα κυριαρχούμε» δεν μπορούσε παρά να φανερώνει τη μέγιστη σημασία που είχε η θάλασσα για την ύπαρξη του κράτους. Η αντίληψη αυτή αποτυπώθηκε άλλωστε καλά και σε λαϊκό ονειροκριτικό κείμενο του 10ου αιώνα, όπου το να ονειρευτεί κανείς τη θάλασσα σήμαινε την απόκτηση βασιλικής ισχύος. Σχετικές με την ερμηνεία αυτή είναι μάλιστα και οι ονομασίες «θάλασσαι», που είχαν τα πολυτελή πορφυροβαμμένα υφάσματα (αρχείο μονής Ιβήρων, 14ος αι.), αλλά και «Ωκεανός», η περίφημη αίθουσα συμποσίων στο ανάκτορο του Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου (10ος αι.).
Η σημασία της θάλασσας ωστόσο δεν περιορίστηκε στη σχέση της με την εξουσία. Σύμφωνα με τα κείμενα, «θάλασσα» αποκαλείται επίσης η Παναγία, το άπειρο της μεγαθυμίας του Θεού, το πλήθος του λαού της Εκκλησίας, υπόγεια κατασκευή στο ιερό στους πρώτους χριστιανικούς ναούς, όπου έρρεε το νερό που χρησιμοποιούσαν κατά τις τελετουργίες, το αγιασμένο και ζων ύδωρ που αναγεννά τον άνθρωπο προς τη σωτηρία και, το ποιητικότερο, ο ασταθής και ευμετάβλητος ανθρώπινος βίος:
Τοιαύτη ἐστίν καί ἡ τοῦ βίου φορά, μηδέποτε μένειν ἐν ταυτότητι
τά πράγματα, ἀλλά ποτέ μέν γαληνιᾶν εἰρήνῃ και εὐθηνίᾳ τροφῶν
ἀνενδεεῖ, ποτέ δέ ταράσσεσθαι ὣσπερ τήν θάλασσαν.
Αυτό το υγρό, αλμυρό και ακίνδυνο φαινομενικά στοιχείο, υμνήθηκε, αλλά και φόβισε τόσο, ώστε στη σημειολογία του χριστιανισμού να ταυτιστεί με τους πειρασμούς και τους κινδύνους και, κάποτε, να δανείσει τις ιδιότητές του στην όψη που γινόταν αντιληπτός ο θάνατος και η ανθρώπινη μοίρα.
Όλος αυτός ο πολύπλοκος, πολύτροπος και πολυάγαστος κόσμος της θάλασσας αποτυπώθηκε στην εικονογραφία με ποικίλες μορφές: ακύμαντες γαλανές επιφάνειες, διάφανα νερά με χταποδάκια, σουπιές και άλλα θαλασσινά στα εσώτερά τους, αλλά και ιππόκαμποι με ερωτιδείς στη ράχη να αρμενίζουν, εικόνες φανταστικές ή πραγματικές αλλά οικείες στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, χρησιμοποιήθηκαν για να εκφράσουν τον πλούτο των αντιθετικών συναισθημάτων που γεννά η θάλασσα.
Ο πλέον ενδιαφέρων ίσως από αυτούς είναι η προσωποποίηση του φυσικού στοιχείου στην όψη γυναίκας –και σπάνια άνδρα– με καβουροδαγκάνες στα μαλλιά και στο χέρι κώπη, πάνω σε ψάρι.
Πρότυπο του συγκεκριμένου θέματος αποτέλεσαν οι θαλάσσιες σκηνές της ύστερης αρχαιότητας με Νηρηίδες και Τρίτωνες. Για το λόγο αυτό, στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η προσωποποίηση απεικονίστηκε με σχετική φειδώ. Από την Εικονομαχία και εξής όμως παραστάθηκε συχνά σε θέματα όπως η Δευτέρα Παρουσία, η Διάβαση της Ερυθράς Θάλασσας και η Βάπτιση, ενώ κατά τη μεταβυζαντινή, σε θέματα όπως η Δημιουργία του Κόσμου, οι Αίνοι και η Αποκάλυψη.
Ιδιαίτερη σημασία και πλήθος παραστάσεων απέκτησε, ωστόσο, κατά την ύστερη εποχή της βυζαντινής τέχνης, οπότε υπό το φορτισμένο κλίμα των εσχάτων ημερών της αυτοκρατορίας, η θάλασσα απομακρύνθηκε από το γοητευτικό πρότυπο της αρχαιότητας και απέκτησε ασκητικά χαρακτηριστικά, ορισμένες μάλιστα φορές, κοντινά σε αυτά της εικονογραφίας του Άδη. Το κατεξοχήν σύμβολό της, στην περίοδο αυτή, ήταν το πλοίο που κρατούσε στο δεξί της χέρι, το σύμβολο της σωτήριας πλεύσης του πιστού προς το λιμάνι, τον Παράδεισο.
Ξεχωριστού ενδιαφέροντος και επίκαιρος έως σήμερα, είναι ο τύπος της θάλασσας που εμφανίζεται στα μεταβυζαντινά χρόνια, ως αντιδάνειο δυτικό, ο τύπος της γυναίκας με την ψαρίσια ουρά, της γοργόνας, ο οποίος δηλώνει τη διπλή ιδιότητα, θετική και αρνητική, του φυσικού στοιχείου: είναι το αρχέγονο κακοποιό αλλά και ζωοποιό ον που υμνεί τον Δημιουργό στους Αίνους, είναι η γοργόνα της λαϊκής μυθολογίας που ταυτίζεται με την αδελφή του Αλέξανδρου, είναι η πλανεύτρα θάλασσα που ταυτίζεται με τη νοσταλγία.
Τα ίδια χαρακτηριστικά διατηρεί η θάλασσα και στη νεότερη τέχνη. Πηγή έμπνευσης ταυτισμένη με το ταξίδι, το άγνωστο και το φόβο που αυτό γεννά, την αθανασία, την επιθυμητή επικοινωνία που ενώνει τους ανθρώπους, αποδόθηκε με τρόπο μαγικό στις γοργόνες με τα ξέπλεκα μαλλιά του Θεόφιλου, στις γυάλινες μπλε επιφάνειες του Σπύρου Βασιλείου, στα αφαιρετικά καΐκια του Γεράσιμου Στέρη. Είναι η προστάτρια των θαλασσινών, η όψη η τρομερή των φυσικών στοιχείων, ο καημός των ξενιτεμένων που μια θάλασσα τους πέρασε στην άλλη στεριά.
Μαγδαληνή Παρχαρίδου-Αναγνώστου (2002)
Βιβλιογραφία
ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, ΡG 64, στ. 19-22.
Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, Αθήνα 1980.
ΠΟΠΗ ΖΩΡΑ, «Η γοργόνα εις την ελληνικήν λαϊκήν τέχνην», Παρνασσός 2 (1960) σ. 331-365.
ΦΑΙΔΩΝ ΚΟΥΚΟΥΛΕΣ, «Περί τα βυζαντινά φορέματα», Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, τ. ς΄, Αθήνα 1955, σ. 267-294.
HENRY MAGUIRE, Earth and Ocean. The terrestrial World in Early Byzantine Art, Pennsylvania State University Press, 1987.
PAVLE MIJOVIČ, «La personnification de la Mer dans le Jugement Dernier à Gračanica», Χαριστήριον εις Aναστάσιον K. Oρλάνδον, 4. Aθήναι 1967-68, σ. 208-219, πίν. LXXI-LXXVI.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΑΛΛΑΣ, H «θάλασσα» των Εκκλησιών. Συμβολή εις την ιστορίαν του χριστιανικού βωμού και την μορφολογίαν της λειτουργίας, Αθήνα 1952.
ΜΑΥ VIEILLARD-TROIEKOUROFF, «Sirènes-poissons carolingiennes», CA 19 (1969), σ. 61-82.